Του Λάκη Σάντα. 30 Μαΐου 1941, βράδυ, ησυχία, ένα τέταρτο σελήνης στον ουρανό. Φτάσαμε, μπήκαμε μέσα, ανεβήκαμε σιγά – σιγά πατώντας στα μαδέρια. Αφού ανεβήκαμε στην επιφάνεια, το ζήτημα τώρα ήταν να διαπιστώσουμε πού βρίσκεται ο σκοπός. Αποφασίσαμε να χωριστούμε: πήγε ο ένας από τη μια μεριά του Παρθενώνα κι ο άλλος από την άλλη και ρίχναμε πετραδάκια σε διάφορες κατευθύνσεις, για να ιδούμε αν θα υπάρξει από κάπου αντίδραση. Τίποτα. Ησυχία. Προσέξαμε ότι δεν υπήρχε σκοπός.

Στο μεταξύ, ακούγαμε τους Γερμανούς να γλεντούν και να χαχανίζουν για τη νίκη της Κρήτης. Ήρθε η καθοριστική στιγμή. Το φεγγαράκι μάς κοίταζε με συμπάθεια, οι καρδιές μας χτυπούσαν πολύ γρήγορα. Ανεβήκαμε από τα σκαλιά, λύσαμε το συρματόσκοινο της σημαίας και προσπαθήσαμε να την κατεβάσουμε. Η σημαία ήταν τεράστια, για τούτο κι ήταν δεμένη με τρία μεγάλα σύρματα, τα οποία είχαν στρόφιγγες απ’ έξω από το βράχο και τη συγκρατούσαν, γιατί όταν είχε αέρα έτρεμε όλος ο ιστός. Η σημαία, λοιπόν, κατέβαινε μέχρι τον κόμβο που συναντιόντουσαν τα τρία σύρματα στον ιστό κι από κει δεν πήγαινε πιο κάτω.
Σκαρφαλώναμε, την πιάναμε, την τραβάγαμε, τίποτε δεν γινόταν. Ο μόνος τρόπος για να κατέβει η σημαία ήταν ν’ ανοίξουν τα σύρματα. Δύσκολο πολύ. Όμως η θέληση, η επιμονή κι η υπομονή μας έφεραν αποτέλεσμα. Κι αφού ανεβήκαμε και κατεβήκαμε στον ιστό πολλές φορές ώς το δύσκολο σημείο -γιατί ο ιστός ήταν λείος και γλίστραγε- κατορθώσαμε με τα χέρια μας να ξεσφίξουμε τις στρόφιγγες και να την ξεμπλέξουμε. Κι η τεράστια σημαία έπεσε και μας κουκούλωσε!
Εδώ, σ’ αυτό το σημείο, θα πω τη σκέψη μου, εκείνη τη σκέψη, τη μεγαλοφυή σύλληψη, με την οποία εμείς οι δυο, νέα, δεκαεννιάχρονα παιδιά μιας σκλαβωμένης χώρας, άοπλα, βεβηλώσαμε το σύμβολο του Χίτλερ και τον χτυπήσαμε στην καρδιά. Η σύλληψη και η απόφαση για την πράξη μας αυτή, αλλά και ο τρόπος εκτέλεσής της, έδειξε στρατηγική ωριμότητα, απίστευτη γενναιότητα και αυτοθυσία.
Μέσα μας κυριάρχησε η αίσθηση ότι ήταν μεγάλη εκείνη η στιγμή, με το λιγοστό φως του φεγγαριού να λάμπει πάνω στα μάρμαρα που εκπροσωπούσαν 3.000 χρόνια ιστορίας στα ιερά της πατρίδας μας. Εκεί -αισθάνθηκα εγώ, αλλά πιστεύω και ο Μανώλης- ότι και 10 ζωές αν είχα, θα τις έδινα.
Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε, ενθουσιασμένοι για το αποτέλεσμα, κι αμέσως, μ’ ένα μαχαιράκι που είχα μαζί μου, κόψαμε από ένα κομμάτι καθένας, απ’ τον αγκυλωτό σταυρό, και το βάλαμε στον κόρφο μας! Η σημαία ήταν ένας τεράστιος μπόγος και, φυσικά, ήταν αδύνατο να την πάρουμε μαζί μας. Τότε σκεφτήκαμε να τη ρίξουμε στο ξεροπήγαδο και μάλιστα καλαμπουρίσαμε: «Για να τη φυλάει ο Εριχθόνιος!»

* Απόσπασμα από το βιβλίο του Λάκη Σάντα Μια νύχτα στην Ακρόπολη… Μνήμες από μια σπουδαία εποχή -Εκδόσεις Βιβλιόραμα.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!