fbpx

Ο κοσμοπολιτισμός

του Γιάννη Ιμβριώτη   Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα από μια μακροσκελής ανάλυση του Γιάννη Ιμβριώτη με τίτλο «Η ιδεολογική προπαγάνδα της Κοινής Αγοράς» που δημοσιεύτηκε...

Μαρξισμός και αλλοτρίωση

Με αφορμή την επανέκδοση του βιβλίου Η θεωρία του Μαρξ για την αλλοτρίωση του Ίστβαν Μέσαρος Το βιβλίο του Ίστβαν Μέσαρος Η θεωρία του Μαρξ...

Υποκείμενα και «φανταστικά λουλούδια»…

του Τάσου Βαρούνη*   Κάθε εποχή -μαζί και οι άνθρωποί της- έχει τον δικό της τρόπο να καταγράφει, να ερμηνεύει, να ανασκευάζει, να αξιολογεί έννοιες και...

Πολιτική θεολογία χωρίς θεό

του Γιώργου Μερτίκα*   απόσπασμα από τον πρόλογο στην β’ έκδοση του βιβλίου, μτφρ.: Ελένη Κωνσταντινίδου, επιμ.: Γιάννης Κρητικός, εκδ. κουκκίδα, Αθήνα 2016   Ο εγελιανός μαρξισμός, η...

ΑΦΙΕΡΩΜΑ – “Να τελειώνουμε με το πένθος της ήττας!” – Ολόκληρη η συζήτηση για...

«Ήρθε η ώρα να τελειώνουμε με το πένθος των ηττών. Ήρθε η ώρα να ξεμπερδεύουμε με την ένοχη συστολή που συχνά είχαμε κάτω από...

Αφιέρωμα: Μήνυμα του αντιπροέδρου της Βολιβίας, Αλβάρο Γκαρσία Λινέρα στην ευρωπαϊκή Αριστερά

Να αγωνιστούμε για μια νέα κοινή λογική: προοδευτική, επαναστατική και οικουμενική

Δεκάδες αντιπροσωπείες, πολιτικοί ηγέτες και προσωπικότητες απ’ όλο τον κόσμο παραβρέθηκαν στο 4ο Συνέδριο του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς, που πραγματοποιήθηκε στη Μαδρίτη από τις 13 ως τις 15 Δεκεμβρίου 2013, και απηύθυναν χαιρετισμό. Κατά κοινή ομολογία, ένας από τους ομιλητές ξεχώρισε: ο Αλβάρο Γκαρσία Λινέρα, Αντιπρόεδρος του Πολυεθνικού Κράτους της Βολιβίας.
Διόλου τυπικός, με συντροφική ειλικρίνεια και με φανερή την έγνοια του για μια επιτυχή πορεία της Αριστεράς στην Ευρώπη, ο εκπρόσωπος αυτής της «μακρινής» χώρας κατάφερε να μιλήσει με ουσιαστικό τρόπο στην καρδιά και το νου των συνέδρων και του κοινού. Μεταφέροντας πλούσιες θεωρητικές επεξεργασίες, μα και την εμπειρία από την έμπρακτη δοκιμασία τους στο «εργαστήρι» της Λατινικής Αμερικής, η μισάωρη ομιλία του αποτέλεσε πραγματικά τροφή για σκέψη.

Όλη η ομιλία του Αλβάρο Γκαρσία Λινέρα: Μήνυμα στην ευρωπαϊκή Αριστερά

Αλβάρο Γκαρσία Λινέρα: Βασικός νους του βολιβιάνικου πειράματος

Οι φωτογραφίες του αφιερώματος

Αφιέρωμα: Πώς μπορούμε να φτάσουμε σε ένα ξέφωτο μετά την τρόικα

Υπό τον τίτλο Πώς μπορούμε να φτάσουμε σε ένα ξέφωτο μετά την τρόικα, πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Δευτέρας στο αμφιθέατρο της Τεχνόπολις, στο Γκάζι, πολιτική εκδήλωση που διοργάνωσε η Κομμουνιστική Οργάνωση Ελλάδας (ΚΟΕ).
Η μεγάλη προσέλευση κόσμου έδειξε ότι το θέμα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, καθώς είναι διάχυτος ο προβληματισμός και η αγωνία για τις προοπτικές του αγώνα που δίνει ο ελληνικός λαός εδώ και δυόμισι χρόνια, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να κινηθεί μια αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα προκειμένου να δοθεί διέξοδος. Τα ζητήματα πλέον έχουν βγει από το πλαίσιο της φωτογραφικής αποτύπωσης της κατάστασης, αφού είναι σαφές σε όλους ότι η χώρα έχει μπει σε μια πορεία καταστροφής σε όλα τα επίπεδα. Οι προϋποθέσεις, οι συμμαχίες, οι πιθανοί δρόμοι, οι δυσκολίες, αλλά και η αντίληψη με βάση την οποία χρειάζεται να βαδίσει η Αριστερά σε μια κατεύθυνση διεξόδου και μετάβασης της χώρας σε ένα άλλο τοπίο, ήταν μερικά από τα ζητήματα με τα οποία καταπιάστηκαν οι βασικοί ομιλητές της εκδήλωσης: ο Λαοκράτης Βάσσης, ο Γιάννης Δραγασάκης, η Νάντια Βαλαβάνη και ο Ρούντι Ρινάλντι.
Αρκετές ακόμη πλευρές του θέματος ανέδειξαν με τις παρεμβάσεις τους ο Δημήτρης Αρβανίτης (εικαστικός), ο Χρήστος Καπάταης (περιφερειακός σύμβουλος Αττικής), η Νίνα Κασιμάτη (κίνηση Νέος Αγωνιστής), ο Σωκράτης Μαντζουράνης (ΚΕΔΑ) και ο Βασίλης Ξυδιάς (Πρωτοβουλία για Ριζική Συνταγματική Αλλαγή), αλλά και εκπρόσωπος της Kίνησης Αλληλεγγύης Κατοίκων & Εργαζομένων Δήμου Φυλής.
Ο Δρόμος στις επόμενες σελίδες δημοσιεύει τις τοποθετήσεις των ομιλητών, ως μία συμβολή στη μεγάλη συζήτηση που οφείλει να ανοίξει στην Αριστερά και στην κοινωνία. Το βίντεο της εκδήλωσης, με τις παρεμβάσεις των καλεσμένων, τις ερωτήσεις που απευθύνθηκαν στους ομιλητές αλλά και τις δευτερομιλίες των τελευταίων, θα αναρτηθεί τις επόμενες ημέρες στην ιστοσελίδα της εφημερίδας.

Γιάννης Δραγασάκης:
Βρισκόμαστε στον πρόλογο ενός νέου κύκλου ανατροπών και ρήξεων

Νάντια Βαλαβάνη:
Ακύρωση της καταστροφικής πορείας και στροφή στην ανασυγκρότηση

Ρούντι Ρινάλντι:
Η ανάγκη για ένα δυναμικό πολιτικό ρεύμα αριστερής διεξόδου της χώρας

Λαοκράτης Βάσσης:
Από τον δημοκρατικό πατριωτισμό του Ρήγα σε μια νέα εθνική αφήγηση

Το θέμα είναι τώρα τι λες

H χώρα είναι πλέον υπόδουλη. Η κοινωνία υπό το βάρος της «αλήθειας» αλλά και του προσχήματος του χρέους εξαθλιώνεται με «δόσεις», οι οποίες χορηγούνται μεθοδικά από τους επικυρίαρχους, έτσι ώστε να ελέγχεται το μέγεθος των αντιδράσεών της. Το στημένο παιχνίδι εξελίσσεται -ακόμη- στα όρια της ανοχής, κι αυτό χάρη στην τρομακτική δύναμη προπαγάνδας που διαθέτουν τα κυρίαρχα Mέσα «ενημέρωσης» αλλά και η παράλληλη αδυναμία του ανθρώπινης συνείδησης να επεξεργαστεί τον πυρήνα των καταιγιστικών μέτρων και των μακροπρόθεσμων συνεπειών τους.
Η επιδίωξη του διεθνούς και εγχώριου κεφαλαίου δεν είναι άλλη από τη μετατροπή της πλειοψηφίας του πληθυσμού σ’ ένα ηττοπαθές προσωπικό που θα υπηρετεί το νέο αφέντη, χωρίς να διεκδικεί τα μέχρι χθες αυτονόητα εργασιακά και πολιτικά του δικαιώματα.
Μεσαίωνας λοιπόν; Όχι ακριβώς, κάτι χειρότερο. Καπιταλισμός με χρηματοπιστωτική μορφή, τουτέστιν με νέα, πιο άγρια, έξυπνα και επιθετικά χαρακτηριστικά που μεταμορφώνουν το λαό σε δουλοπάροικο, μ’ ένα βουβό μηχανισμό, χωρίς δηλαδή να (δια)κηρύττουν ανοιχτά τον πόλεμο. Το ζήσαμε το «κόλπο» -χωρίς να πάρουμε χαμπάρι την απειλή του- τα τελευταία σαράντα χρόνια, τότε που θεωρούσαμε ότι ζούσαμε καλά, αν δεν... «ευτυχούσαμε» κιόλας. Για την ίδια συστημική αδικία, για τον ίδιο άπληστο πόλεμο επρόκειτο, αντεστραμμένο όμως, καθώς τότε διεξαγόταν με ελκτικά «καταναλωτικά» μέσα και άλλες «παροχές» ελπίδας.
Όμως, τώρα που οι άνθρωποι γίνονται αναλώσιμοι και πετιούνται στα σκουπίδια, τώρα που οι συνειδήσεις αντιλαμβάνονται το παιχνίδι και ωριμάζουν ραγδαία, τι λες; Ιδού το καίριο ερώτημα της κοινωνίας, ιδού η εναγώνια αναμονή της. «Επιστροφή δεν θα υπάρξει. Το καλύτερο που μπορούμε να ελπίσουμε είναι να μοιράσουμε δίκαια τη φτώχεια μας. Είναι η μεγαλύτερη, η ουσιαστική, επανάσταση που απαιτείται σήμερα από την όποια πραγματική ή δυνητική Αριστερά, η οποία οφείλει να προετοιμάσει τον κόσμο για τον κακοτράχαλο αλλά μοναδικό δρόμο που ανοίγεται μπροστά του…».
Αυτό το απόσπασμα από πρόσφατο κείμενο του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου στο περιοδικό Σημειώσεις υπήρξε η αφορμή για το ανά χείρας αφιέρωμα. Δεν απευθυνθήκαμε σε διανοούμενους που σιτίζονται ή χαριεντίζονται με το σύστημα και τις πρυτανείες του. Οι καιροί, άλλωστε, είναι επικίνδυνοι δεν συγχωρούν τερτίπια...
Όσο μεγεθύνεται η κρίση κι εξαθλιώνεται ο λαός, τα πολιτικά ερωτήματα πολλαπλασιάζονται, οι απαντήσεις επείγουν. Το πανικόβλητο σύστημα αμύνεται λυσσαλέα, επιστρατεύει «πρόθυμους» θεούς και δαίμονες, από το χώρο των ιδεών για να στιγματίσουν τα «άκρα» κι απ’ το χώρο του υποκόσμου για να τσακίσουν κεφάλια… Εμείς;
Στο σημερινό φύλλο γράφουν οι: Φώτης Τερζάκης, Γιώργος Μερτίκας, Δημήτρης Σεβαστάκης και Κώστας Δεσποινιάδης. Το αφιέρωμα θα ολοκληρωθεί στο προσεχές φύλλο του Δρόμου με κείμενα των Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, Γιώργου Λιερού, Θανάση Παπαθανασίου και Γιώργου Κοροπούλη.

Επιμέλεια: Σταμάτης Μαυροειδής
Μιχάλης Σιάχος

Μέρος Α' (από το φύλλο 136)
Μέρος Β' (από το φύλλο 137)
Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος: Δεν υπάρχει συγγνώμη
Γιώργος Κοροπούλης: Επιστολή μιας Νεορθόδοξης

Φεμινισμός είναι η πράξη

Ποιο ακριβώς ήταν το τίμημα; Πόσο ακριβά αγοράστηκε η όση ελευθερία, τα όσα δικαιώματα, η όση ισότητα «απολαμβάνουν» σήμερα, τουλάχιστον στη Δύση, οι γυναίκες;
Όταν τον Γενάρη του 1872 στο Συνέδριο της Ουάσινγκτον για τα Γυναικεία Δικαιώματα παρουσιάστηκε η υποψηφιότητα της Βικτώρια Κ. Γούντχαλ, ως πρώτης γυναίκας υποψηφίου για το αξίωμα του προέδρου των ΗΠΑ, η συζήτηση στράφηκε στο θέμα των «υπέρ» ή «κατά» της γυναικείας ψήφου θέσεων των μεγάλων αμερικανικών κομμάτων. Η Σούζαν Άντονι, χωρίς να ζητήσει το λόγο, σηκώθηκε από το προεδρείο, στάθηκε στη μέση της εξέδρας και είπε: «Οι γυναίκες έχουν δικό τους όνομα και δικές τους αρχές. Έχουμε το δικό μας χαρταετό να πετάξουμε. Θα βοηθήσω όποιο κόμμα είναι υπέρ της γυναικείας ψήφου, αλλά δεν θα γίνω φιογκάκι στην ουρά κανενός κομματικού χαρταετού». Οι γυναίκες, γράφει ο ανταποκριτής της Ουάσινγκτον Ποστ, ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και τότε η Άντονι, «με μια βίαιη κίνηση, πέταξε το σάλι της από τους ώμους της και είπε: Γελάστε όσο θέλετε. Μιλάω δημόσια γι’ αυτήν την υπόθεση πάνω από 20 χρόνια και έχω ακούσει όλες τις βρισιές. Το μόνο που δεν με είπαν ποτέ ήταν αξιοπρεπή. Αν ήθελα να γίνω διάσημη, μπορούσα να το καταφέρω χωρίς να το πληρώσω τόσο ακριβά. Τα κόμματα μας λένε να περιμένουμε, μας λένε ότι θα έρθει η ώρα μας. Βαρέθηκα να περιμένω. Μια υπογραφή σ’ ένα χαρτί θα έφτανε για να χειραφετηθούν πολιτικά οι γυναίκες. Τους κατηγορώ ότι δεν είναι ούτε Ρεπουμπλικανοί ούτε Δημοκράτες. Είκοσι χρόνια αγωνίζομαι στη δημόσια αρένα για ίσα δικαιώματα και είκοσι χρόνια υφίσταμαι χλευασμούς και περιφρόνηση. Η Βικτώρια είναι νέα, όμορφη και πλούσια. Αν χρειάζονται νιάτα, ομορφιά και πλούτη για να καταλάβουμε το Κογκρέσο, τότε η Βικτώρια είναι η γυναίκα που χρειαζόμαστε. Με ρώτησαν οι δημοσιογράφοι αν ξέρω το παρελθόν της κυρίας Γούντχαλ. Και τους είπα πως δεν με ενδιαφέρει να το μάθω. Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν ανθρώπινο πλάσμα με μορφή ανδρός να μου ζητήσει να διακόψω τη συνεργασία μου με οποιαδήποτε γυναίκα. Γιατί μία γυναίκα σήμερα δεν είναι παρά αυτό που την έκαναν οι άντρες να είναι».
Η δημόσια χλεύη είναι το πρώτο που έχει να υποστεί η γυναίκα που μιλάει δημόσια. Στο κάτω-κάτω, «δημόσια γυναίκα» είναι η εκδιδόμενη γυναίκα, ενώ «δημόσιος άντρας» είναι ο άντρας στην υψηλότερη, πολιτικότερη και ηγετικότερη εκδοχή του. Αλλά όταν η χλεύη δεν σταματάει τις γυναίκες, υπάρχουν πάντα και άλλοι τρόποι. Η συκοφαντία, η δυσφήμιση, η συστηματική παραποίηση των έργων και των λόγων. Και μετά η αστυνομική παρακολούθηση (το πρώτο κίνημα για την παρακολούθηση του οποίου η αστυνομία χρησιμοποίησε κάμερες, ήταν το γυναικείο κίνημα της Βρετανίας το 1913 και το κίνημα που έχει τον μεγαλύτερο φάκελο στα αρχεία του FBI, μεγαλύτερο και από αυτόν του Κ.Κ. των ΗΠΑ, είναι το γυναικείο απελευθερωτικό κίνημα της περιόδου ’68-’75). Και μετά η φυλάκιση, ο εγκλεισμός σε ψυχιατρικά άσυλα, τα βασανιστήρια. Κι όλα αυτά «για λίγη δικαιοσύνη», όπως έλεγε η Σούζαν Άντονι.
Τον 19ο αιώνα και μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού, η ελάχιστη δικαιοσύνη ήταν η πολιτική χειραφέτηση. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας της ψήφου προέκυψε από τον εξευτελισμό του αποκλεισμού. Όταν το 1846, στο 1ο Παγκόσμιο Συνέδριο κατά της Δουλείας στο Λονδίνο, απαγορεύτηκε στις γυναίκες αντιπροσώπους των ΗΠΑ να συμμετάσχουν στις διαδικασίες, έγινε ολοφάνερο πως ήταν ειρωνικά μάταιο να αγωνίζονται (παίρνοντας αδιανόητα ρίσκα) για την ελευθερία των άλλων, την στιγμή που οι ίδιες δεν είχαν το στοιχειώδες δικαίωμα της συμμετοχής. Αλλά η διεκδίκηση συμμετοχής στα πολιτικά δικαιώματα πολύ γρήγορα έγινε διεκδίκηση συμμετοχής στην εκπαίδευση, την οικονομική ανεξαρτησία, τον λόγο, την πράξη. Και, χωρίς ακόμα να λέγεται εντελώς καθαρά, διεκδίκηση αυτονομίας και αυτοπροσδιορισμού, άρα δικαίωμα αυτονομίας του γυναικείου σώματος. Το σώμα μας, ο εαυτός μας – από τότε.
Το σώμα δέχεται πρώτο αυτό την ταπείνωση και την καταπίεση του ετεροπροσδιορισμού. Δέχεται πρώτο την επιβολή. Και προσχωρεί πρώτο στην πράξη της επανάστασης. Κι ας μοιάζει σαν οι διεκδικήσεις που αφορούν την ανεξαρτησία του γυναικείου σώματος να ήρθαν, ιστορικά μιλώντας, τελευταίες (με το δεύτερο κύμα του φεμινισμού, δηλαδή μετά το 1965). Γιατί όταν οι γυναίκες «βγήκαν», μεταφορικά, αλλά κυρίως κυριολεκτικά, από τον ιδιωτικό χώρο και διεκδίκησαν τον δημόσιο, αυτό που, μεταφορικά αλλά κυρίως κυριολεκτικά, βγήκε προς τα έξω για να διεκδικήσει και να εκτεθεί, ήταν το σώμα τους.
Η γυναικεία πράξη και, πολύ περισσότερο, η φεμινιστική πράξη είναι, σχεδόν εξ ορισμού, καταρχήν σωματική.
Ίσως γι’ αυτό οι γυναίκες εφηύραν ως πολιτικό όπλο την απεργία πείνας (το 1909). Η απεργία πείνας μεταφέρει την πολιτική διεκδίκηση στο επίπεδο του σώματος. Στο κοινωνικό επίπεδο, οι γυναίκες σιτίζονταν πάντα και σε κάθε κοινωνία λιγότερο καλά από τους άντρες. Στο ψυχικό επίπεδο, η οικειοθελής στέρηση της τροφής, σήμερα γνωστή ως νευρική ανορεξία, ήταν ένας τρόπος να δηλωθεί το χάσμα ανάμεσα στην αναπόδραστη καταπίεση και την επιθυμία της διαφυγής. Οι γυναίκες που δεν άντεχαν τη βιαιότητα της αντρικής εξουσίας στα σπίτια τους, έπαυαν να τρώνε. Οι γυναίκες που βρέθηκαν αντιμέτωπες με την κρατική εξουσία στις φυλακές ανακάλυψαν ως όπλο την απεργία πείνας. Οι περιγραφές της βίαιης σίτισης (με ένα σωλήνα που, περνώντας από τα ρουθούνια και ξεσκίζοντας τον οισοφάγο, άδειαζε υγρή τροφή στα στομάχια των κρατούμενων γυναικών) μοιάζουν με περιγραφές βιασμού. Αλλά αν ο πραγματικός βιασμός είναι το απόλυτο όπλο στον ακήρυχτο πόλεμο κατά των γυναικών, ο μεταφορικός βιασμός της βίαιης σίτισης αποδείχθηκε ανεπαρκής. Γιατί οι γυναίκες που την υπέστησαν δεν κάμφθηκαν. Ακόμα χειρότερα, δημοσιοποίησαν τη φρίκη. Και η δημοσιοποίηση, η δημόσια έκθεση του σώματος και του λόγου τους, ήταν τελικά η αποτελεσματικότερη φεμινιστική πράξη σε ένα αγώνα που δεν έχει τελειώσει ακόμα.
Όταν, μισό αιώνα αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, μια άλλη γενιά γυναικών ξανάπιασε το κομμένο νήμα του φεμινισμού, ήταν λογικό το γυναικείο σώμα να βρεθεί στο επίκεντρο των διεκδικήσεων και να γίνει το επίκεντρο της φεμινιστικής πράξης. Ο αγώνας για γυναικείο έλεγχο της μητρότητας και των αναπαραγωγικών λειτουργιών, ο αγώνας για ελεύθερη ασφαλή αντισύλληψη και ελεύθερη ασφαλή έκτρωση, ο αγώνας κατά του βιασμού, κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης, κατά της πορνογραφίας, ήταν τα επιμέρους κεφάλαια ενός ενιαίου αγώνα για το δικαίωμα των γυναικών να κατέχουν, αυτές και μόνον αυτές, επιτέλους, το ίδιο τους το σώμα.  
Στην «Τζέιν», την Παράνομη Υπηρεσία Εκτρώσεων, που ιδρύθηκε το 1969 στο Σικάγο, συμμετείχαν πάνω από 3.000 νέες γυναίκες και ώς το 1973, όταν νομιμοποιήθηκαν οι εκτρώσεις στις ΗΠΑ, έκαναν πάνω από 12.000 παράνομες εκτρώσεις. Στην αρχή απλώς βοηθούσαν τις γυναίκες να βρουν γιατρό και πρόσφεραν ψυχολογική και πρακτική στήριξη, μετά επέβαλαν στους γιατρούς τους δικούς οικονομικούς και δεοντολογικούς όρους, μετά έγιναν παραϊατρικοί βοηθοί στις επεμβάσεις, μετά έμαθαν να προκαλούν ασφαλείς αποβολές σε γυναίκες που είχαν περάσει το πρώτο τρίμηνο εγκυμοσύνης, και στο τέλος έμαθαν να κάνουν οι ίδιες τις αποξέσεις. 12.000 παράνομες, αλλά εντελώς ασφαλείς εκτρώσεις, μέσα σε ανθρώπινες συνθήκες. Kάνοντας πράξη (και μάλιστα άκρως παράνομη) τη φεμινιστική διεκδίκηση, η «Τζέιν» εντάχθηκε σε μία πανάρχαια γυναικεία παράδοση μαιευτικής. Πολύ περισσότερο, έδωσε ένα νέο νόημα σ’ αυτήν την παράδοση, το νόημα της συνειδητής στάσης και του δικαιώματος στην ελεύθερη επιλογή για όποιο θέμα αφορά το σώμα μας. Δηλαδή, τον εαυτό μας.
Η φεμινιστική πράξη είναι πάντα προκλητική. Κυρίως εξαιτίας της άκρας σωματικότητάς της. Κυρίως επειδή εκθέτει το γυναικείο σώμα διεκδικώντας την απελευθέρωσή του από τους έξωθεν προσδιορισμούς. Κυρίως γιατί θυμίζει πως είμαστε το σώμα μας και πως η ελευθερία είναι πρώτ’ απ’ όλα ελευθερία του σώματος.

 

Η Αριστερά μπροστά στη νέα δεκαετία

Τι μας επιφυλάσσει το 2011 και ποια μπορεί και πρέπει να είναι η απάντηση της Αριστεράς; Μ’ αυτό το περιεκτικό ερώτημα απευθύνθηκε ο Δρόμος στους Α. Αλαβάνο, Κ. Βεργόπουλο, Στ. Κουβελάκη, Κ. Λαπαβίτσα και Ε. Μπιτσάκη. Περιεκτικό γιατί περιλαμβάνει από εκτιμήσεις για την εξέλιξη της καπιταλιστικής κρίσης, την αγριότητα της επίθεσης κατά των εργαζομένων και την κατάλυση των λαϊκών κοινωνικών δικαιωμάτων, που χρονολογούνται από τον περασμένο αιώνα, ιδίως στο πεδίο της Ευρώπης, μέσα στο αντιδραστικό πλέγμα της Ε.Ε./ευρώ, μέχρι την εκτίμηση για τις κοινωνικές αντιστάσεις και τη στάση και τις προοπτικές της Αριστεράς στη σημερινή συγκυρία.
Η κοινωνική κατάσταση του τελευταίου χρόνου λογικά ήταν η «ώρα της Αριστεράς», αλλά αυτή βρέθηκε να παραδέρνει με κίνδυνο να αποτελέσει ένα από τα μεγάλα θύματα της κρίσης. Οι αιτίες πολλές και η κάθε παρέμβαση αναλύει ορισμένες από τις πτυχές τους.
Η Αριστερά δίνει μάχες, αλλά το ζήτημα είναι να κερδίσει τον πόλεμο. Κοινή η εκτίμηση ότι χρειάζεται η δημιουργία ενός ευρέος μετώπου κοινωνικών δυνάμεων που να αγγίζει τη λαϊκή πλειοψηφία.
Χρειάζεται στρατηγική αγώνων, ώστε να μην εγκαταλειφθούν τα κοινωνικά και εργατικά κινήματα στην τύχη τους, και να καλυφθεί το χάσμα κοινωνικής διαμαρτυρίας και πολιτικής πάλης. Αυτό είναι κρίσιμο για να μη βιώσουμε ως κοινωνία μια επανάληψη της κρίσης του 1930, όταν οι θεωρητικο-πολιτικές και πρακτικές ολιγωρίες του κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος άφησαν ανοικτή δίοδο στο φασισμό.
Χρειάζεται να ξεπεράσει η ίδια την εσωτερικευμένη «συστημικότητά» της, να τολμήσει να σκεφθεί και να πράξει έξω από τη «γωνία», επεξεργαζόμενη μια εναλλακτική πολιτική πρόταση που θα προσιδιάζει στο στρατηγικό πεδίο πάλης όπως διαμορφώνεται σήμερα. Το ζήτημα του χρέους και πώς θα λυθεί υπέρ των λαϊκών στρωμάτων είναι ένα από τα κομβικά σημεία. Και ως προς αυτό η πρόταση για τη συγκρότηση μιας πλατιάς Επιτροπής Ελέγχου του Χρέους μπορεί να γίνει το όχημα για τη συσπείρωση πολλών δυνάμεων.
Η αξιοπιστία της εναλλακτικής πρότασης, όμως, θα εξαρτηθεί από αν γύρω απ’ αυτήν θα συγκροτηθεί ένας ενωτικός πολιτικός φορέας της ριζοσπαστικής Αριστεράς, πράγμα που βάζει επί τάπητος ζητήματα ανακατατάξεων και ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ως προς αυτό, κύριο ρόλο παίζει η πολιτική βούληση, ο συγχρονισμός με τις ανάγκες της εποχής, η αναβάπτιση στον επαναστατικό λόγο.
Τέλος, στο αφιέρωμα φιλοξενείται και ένα επίκαιρο άρθρο του Χρ. Καραμάνου για το περιβόητο ευρωομόλογο και τη στάση που επιβάλλεται να έχει γύρω από το ζήτημα η Αριστερά.