Του Δημήτρη Μπελαντή

Ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα φαινόμενα της τελευταίας δεκαετίας ή και εικοσαετίας είναι το φαινόμενο του δικαιωματισμού ή, αλλιώς, του ταυτοτικού φιλελευθερισμού. Θα έλεγε κανείς χωρίς δόση υπερβολής ότι ήδη αυτή η τάση όχι μόνο αποτελεί μια από τις κυρίαρχες πολιτισμικές τάσεις του ύστερου καπιταλισμού αλλά πλέον διεμβολίζει πολύ σημαντικά και την ίδια την πολιτική σκηνή. Το αν θα είναι θετικό το Μπρέξιτ εξετάζεται σε μεγάλο βαθμό από το αν θα ενισχύσει την ξενοφοβία και θα βλάψει έτσι τον μεταναστευτικό πληθυσμό. Το ίδιο ισχύει για την κυβέρνηση Πέντε Αστέρων-Σαλβίνι στην Ιταλία. Κάθε κίνηση που υπονομεύει τις ολοκληρώσεις ή την διεθνοποίηση του κεφαλαίου οφείλει να εξετασθεί μέσα από την κρισάρα των πολιτικών ταυτότητας και «ορθότητας».

Θα σήμαινε αυτό ότι η ατζέντα του δικαιωματισμού και των διακρίσεων κατά συγκεκριμένων ομάδων (μετανάστες – πρόσφυγες – γυναίκες – ΛΟΑΤ κοινότητα – Ρομά κ.λπ.) είναι ψευδής και φανταστική; Όχι βέβαια. Οι μη μονοσήμαντα ταξικές διακρίσεις και υπάρχουν και είναι επικίνδυνες και σε ορισμένες χώρες μπορεί και να επεκτείνονται (βλ. βία κατά των γυναικών στην Ινδία).

Όμως, το κύριο πρόβλημα βρίσκεται αλλού: βρίσκεται στη λογική του έντονου αποχωρισμού/διαχωρισμού των δικαιωματικών πολιτικών ταυτότητας από την συνολική ταξική σύγκρουση και την συνολική κοινωνική χειραφέτηση (παρά το ότι η «υπερταξική»-αντίφα ρητορική έρχεται να το συγκαλύψει μερικές φορές), στη λογική ενός φαντασιακού καταπιεσμένου ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται σε καθολικό πόλεμο με μια συνολικά εκφασισμένη κοινωνία, στη λογική ότι οι ταυτότητες, για να ελευθερωθούν, πρέπει να καταστρέψουν ριζικά σημαντικούς θετικούς κοινωνικούς δεσμούς (την μη σωβινιστική ένταξη σε μια πατρίδα, την ένταξη σε ένα φύλο που είναι και κοινωνικό αλλά και βιολογικό ταυτόχρονα, την ένταξη σε μια κοινωνική επαγγελματική δραστηριότητα, στον βαθμό που αυτή δεν είναι εκμεταλλευτική κ.α.). Όποιος υπερασπίζεται θετικά αυτούς τους προσδιορισμούς όχι μόνο εμφανίζεται ως απολογητής υπέρ της καταστολής πάνω στο φαντασιακό σώμα της καταπιεσμένης ταυτότητας, αλλά συχνά κρίνεται και ως καθαρός φασίστας ή φασίστρια. Η παραπάνω εκτίμηση δεν είναι φανταστική ή υποβολιμαία από τον γράφοντα, οι τοίχοι της πόλης «μιλούν»: η «Ελλάδα πρέπει να σκάσει», ο πατριωτισμός είναι φασισμός, πρέπει να είμαστε όλοι αναγκαστικά ουδέτερου φύλου και άρθρου κ.λπ. Είναι ένας λόγος επιθετικός και διαυγής .Και δεν πρόκειται για τα διαταξικά κοινωνικά κινήματα του ‘68, αλλά για την γεροντική τους αρρώστια και την πολιτισμική τους επεξεργασία με τρόπο που ενισχύει τον μεταμοντέρνο καπιταλισμό και το «νέο πνεύμα του κεφαλαίου», ένα πνεύμα καταστροφής των παλιών συλλογικών προσδιορισμών και ανασχεδιασμού του ανθρώπου μέσα από την νομαδικότητα, την υβριδικότητα, την εξατομίκευση, την απουσία φύλου με βιολογική βάση κ.λπ. Δεν πρόκειται για αγώνα απελευθέρωσης αλλά για αγώνα κυριάρχησης.

Το πρόβλημα βρίσκεται ακόμη στο πολύ σοβαρό ζήτημα της πολιτικής ορθότητας, που είναι μια από τις Ιερές Εξετάσεις της εποχής μας. Όπως, μιλώντας για την βία πρέπει εξαρχής «να καταδικάσεις την βία από όπου και αν προέρχεται», έτσι ακριβώς μιλώντας για τις ταυτότητες πρέπει να κάνεις εξαρχής μια δήλωση φρονήματος: ότι δεν είσαι ρατσιστής. Κι ακόμη, αν θέλεις να υπερασπίσεις ομάδες που εντάσσονται στην «πολιτική ταυτοτήτων», πρέπει να αποδεχτείς και να υποταγείς στα σχήματα, την νοοτροπία και το οργανωτικό πλαίσιο του κυρίαρχου δικαιωματισμού. Όταν το πεδίο έχει εξ ολοκλήρου «καταληφθεί», η «διαφορετική» υπεράσπιση των ταυτοτήτων, κόντρα στις «φυλές», στα ιερατεία και τις ΜΚΟ, καθίσταται απολύτως απαγορευμένη.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!