Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός

 

Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι

 

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ΄

1

Μητέρα μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
Κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
Με λογισμό και μ’ όνειρο, τι χαρ’ έχουν τα μάτια,
Τα μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες το πανέρμο δάσος,
Που ξάφνου σου τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια
(Κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα του Βαϊώνε!
Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,
Ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πώχει,
Που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ’ναι κρυμμένα.
Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου,
Κ’ ευθύς εγώ τ’ Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα ’χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.

2

Έργα και λόγια, στοχασμοί, – στέκομαι και κοιτάζω,
Λούλουδα μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι,
Κι’ άσπρα, γαλάζια, κόκκινα, καλούν χρυσό μελίσσι.
Εκείθε με τους αδελφούς εδώθε με τον Χάρο.-
Μες τα χαράματα συχνά, και μες τα μεσημέρια,
Και σα θολώσουν τα νερά, και τάστρα σα πληθύνουν,
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κ’ οι βράχοι.
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τοπ’ Άγγλου!
»Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι.
»Κι’ αλιά! σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν.
»Αθάνατη ’σαι, που ποτέ, βροντή, δεν ησυχάζεις;»
Στην πλώρη, που σκιρτά, γυρτός, τούτα ’π’ ο ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,
Και με λιβάνια δέχεται και φώτα τον καϊμό τους
Ο σταυροθόλωτος ναός και το φτωχό ξωκκλήσι.
Το μίσος όμως έβγαλε και ’κεινο τη φωνή του:
«Ψαρού, τ’ αγκίστρι π’ αφησες, αλλού να ρίξης άμε».

Μες τα χαράματα συχνά, και μες τα μεσημέρια,
Κι’ όταν θολώσουν τα νερά, κι όταν πληθύνουν τ’ άστρα,
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές τα πέλαγα κ’ οι βράχοι.
Γέρος μακρυά, π’ απίθωσε στ’ αγκίστρι τη ζωή του,
Το πέταξε, τ’ αστόχησε, και περιτριγυρνώντας:
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τοπ’ Άγγλου!
»Πέλαγο μέγ’, αλίμονον! βαρεί το καλυβάκι.
»Σε λίγην ώρα ξέσκεπα τα λίγα στήθη μένουν.
»Αθάνατη ’σαι, που, βροντή, ποτέ δεν ησυχάζεις;
Πανερημιά της γνώρας μου, θέλω μ’ εμέ να κλάψης».

5

Από την άπειρην ερμιά τα μάτια μαθημένα
Χαμογελάσαν κι’ άστραψαν, κ’ είπαν τα μαύρα χείλη:
«Παιδί, στην πόρτα χαίρεσαι με τη βοή, που στέρνεις.
Μπροστά, λαγέ, στον κυνηγό, κατακαμπής καπνίζεις.
Γλάρε, στρειδόφλουντσα ξερνάς αφρό, σαλιγκοκαύκι».
Και τώρα δα, τ’ αράθυμο πάτημ’ αργοπορώντας,
Κατά το κάστρο το μικρό πάλι κοιτά, και σφίγγει,
Σφίγγει στενά τη σπάθη του στο λαβωμένο στήθος.
Π’ αγροίκα μέσα την καρδιά μεγάλη και τη θλίψη.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!