Ανθολόγος ο Λουκάς Αξελός

 

ΕΝΤΓΚΑΡ ΛΗ ΜΑΣΤΕΡΣ (1869-1950)

Ο Δικαστής Σόμερς

Πήτε μου, πώς συμβαίνει,
Εγώ ο πλέον λόγιος των δικηγόρων,
Που εγνώριζα τον Μπλάκστον και τον Κωκ
Σχεδόν απ’ έξω,
Που έκαμα τη μεγαλύτερη αγόρευση που άκουσε ποτέ το Δικαστήριο
Και έγραψα μια έκθεση
Που ετίμησεν ο έπαινος του ειρηνοδίκη Μπρηζ,
Πήτε μου, πώς συμβαίνει
Να κοίτομαι εδώ λησμονημένος, άγνωστος,
Ενώ ό Χένρυ Σέηζ, πρώτος μεθύστακας στην πόλη,
Νάχει μια στήλη από μάρμαρο, σε ωραίο βάθρο,
Όπου ή φύση μάλιστα, από καπρίτσιο, ίσως και ειρωνεία,
Εστόλισε μ’ ένα ανθισμένο θάμνο.

Ο Αιδεσιμώτατος Άρμπνερ Πητ

Ουδένα εμέμφθην
Ότι επωλήθηκαν σε πλειστηριασμό τα έπιπλά μου
Στη μέση της δημόσιας πλατείας.
Αυτό έδωσε στο αγαπημένο μου το ποίμνιο
Την ευκαιρία να έχει ως ανάμνηση
Κάτι δικό μου.
Αλλά εκείνο το μπαούλο που κατεκυρώθη
Στον ταβερνάρη Μπούρτσαρ!
Το ξεύρατε πως περιείχε τα χειρόγραφα
Των κηρυγμάτων μιας ολόκληρης ζωής;
Και κείνος τάρριξε στη φωτιά για προσανάμματα.

Α. Ντ. Μπλουντ

Αν σεις ειλικρινώς συγχωριανοί με επιδοκιμάζατε
Σαν έκλεινα τα καπηλειά και απαγόρευα τα χαρτοπαίγνια
Κι’ έσερνα τη γριά Νταίζη Φραίζερ στον ειρηνοδίκη Άρνεττ,
Και τόσα άλλα, θα ενθυμείσθε,
Γιατί τώρα αφήνετε τη Ντόρα, την κόρη της μοδίστρας,
Και τον ανάξιο γυιό του Βενιαμίν Παντιέ,
Νύχτα να μεταβάλλουνε, τον τάφο μου
Σε ακατονόμαστο κρεβάτι;

Λουτσίντα Μάτλοκ

Επήγα στους χορούς του Τσάντλερβιλ,
Στου Βίνκεστερ χαρτιά έχω παίξει.
Τους καβαλιέρους μια φορά αλλάξαμε
Γυρίζοντας στο σπίτι με τ’ αμάξι
Κάτω από το φεγγάρι του Ιουνίου.
Τότε ήταν που γνώρισα το Νταίβις.
Ζήσαμε παντρεμένοι, αχώριστοι, κάπου εβδομήντα χρόνια,
Δουλεύοντας και ανατρέφοντας δώδεκα παιδιά.
Οχτώ απ’ αυτά τα χάσαμε
Πριν φτάσω στα εξήντα.
Έγνεσα, ύφανα, το σπίτι κράτησα κι’ έτρεξα στους αρρώστους,
Το περιβόλι φρόντισα μ’ αγάπη, και τις σκόλες
Εγύριζα στις εξοχές, όπου οι κορυδαλλοί τραγούδαγαν,
Ή και στου Σπουν τις όχθες μάζευα αμέτρητα κοχύλια
Και κάθε είδους βότανο για τις αρρώστιες, κι’ άνθη.
Στους δασωμένους λόφους εξεφώνιζα,
Στις πράσινες κοιλάδες τραγουδούσα.
Στα ενενηνταέξη μου χρόνια είχα αρκετά πια ζήσει.
Αυτό είναι όλο.
Και ξάπλωσα εδώ ν’ αναπαυτώ. Τ’ αξίζω.
Για ποιες λύπες και βάσανα ακούω να μιλάτε;
Για ποιες ελπίδες τάχατε χαμένες και θυμούς;
Εκφυλισμένοι απόγονοι,
Είναι η ζωή πολύ βαρειά για σας…
Για ν’ αγαπήσεις τη ζωή, χρειάζεται ζωή.

Mετάφραση: Ρίτα Μπούμη Παππά

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!