Στο προηγούμενο φύλλο, που κυκλοφόρησε την παραμονή του δημοψηφίσματος στη Βολιβία, αναφερόμασταν στην κρισιμότητα και τη δυσκολία αυτής της μάχης, και τονίζαμε τις ιδιαιτερότητές της σε σχέση με όλες τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις στη Βολιβία. Μεταξύ άλλων, το ερώτημα αφορούσε τυπικά μια αλλαγή στο Σύνταγμα κι όχι την επανεκλογή του δίδυμου Μοράλες-Λινέρα (που θα κυβερνούν ώς τα τέλη του 2019), ενώ και ο δημοψηφισματικός χαρακτήρας επέτρεπε να συναντηθούν στην επιλογή του «όχι» ετερογενείς δυνάμεις – από την παραδοσιακή Ακροδεξιά ολιγαρχία ώς και τμήματα δυσαρεστημένων ιθαγενικών και αριστερών οργανώσεων.

Το τελικό αποτέλεσμα (51,3% «όχι» και 48,7% «ναι») δεν αποτελεί μια αποφασιστική ήττα για το λαϊκό στρατόπεδο και την κυβέρνηση του Έβο Μοράλες. Αλλά σίγουρα είναι μια προειδοποίηση. Η αλλαγή κλίματος σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, που εκφράζεται μέσα από μια γενικευμένη ιδεολογική και πολιτική «αντεπίθεση» των ολιγαρχικών και αμερικανόφιλων δυνάμεων, οπωσδήποτε επηρεάζει τους συσχετισμούς και στο εσωτερικό της Βολιβίας. Από την άλλη, σε ένα τέτοιο αρνητικό πλαίσιο, δεν είναι μικρή η πεισματική υποστήριξη του δίδυμου Μοράλες-Λινέρα από ένα «σκληρό πυρήνα» εργαζόμενων και ιθαγενών που είναι ενεργοποιημένος στα κοινωνικά κινήματα και ιδιαίτερα ευρύς: το 50%, πάνω-κάτω, της βολιβιάνικης κοινωνίας.

 

Οι παράγοντες που ενίσχυσαν το «όχι»

Πέρα από την «περιφερειακή υποχώρηση» και τις ιδιαιτερότητες που διευκόλυναν το «όχι», υπάρχουν βέβαια κι άλλοι παράγοντες που το ενίσχυσαν. Πρώτον, ο βρόμικος προπαγανδιστικός πόλεμος που διεξήγαγαν οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις μέσω των ΜΜΕ, των κοινωνικών δικτύων κ.λπ. με την πλουσιοπάροχη χρηματοδότηση και «συμβουλευτική υποστήριξη» των ΗΠΑ, της Ισπανίας και άλλων κρατών, και φυσικά της ντόπιας ολιγαρχίας. Η σφοδρότητα και το θράσος αυτής της επίθεσης αιφνιδίασαν τις δυνάμεις του «ναι», που φαίνεται ότι έχουν πολύ δουλειά να κάνουν στον επικοινωνιακό τομέα στα σχεδόν τέσσερα χρόνια μέχρι την επόμενη μεγάλη αναμέτρηση – τις προεδρικές εκλογές του 2020, στις οποίες (μετά την επικράτηση του «όχι») δεν θα μπορούν να είναι υποψήφιοι ο Μοράλες και ο Λινέρα.

Δεύτερος και εξίσου σημαντικός παράγοντας, η υπαρκτή κούραση και η αυξημένη δυσαρέσκεια μετά από 10 χρόνια διακυβέρνησης υπό τον Μοράλες. Αυτό μεταξύ άλλων φάνηκε και από το 4,8% των άκυρων και λευκών ψηφοδελτίων, που επέλεξαν πολλοί δυσαρεστημένοι οι οποίοι δεν ήθελαν να περάσουν στο στρατόπεδο του «όχι». Πρόκειται για ένα ποσοστό που καθόρισε την έκβαση της μάχης, δεδομένου ότι είναι διπλάσιο από τη διαφορά μεταξύ «ναι» και «όχι». Πάντως, το φαινόμενο της δυσαρέσκειας αφορά ιδίως τα μεσαία στρώματα, τα οποία ενισχύθηκαν από την ανάπτυξη της τελευταίας δεκαετίας και ως πρόσφατα στήριζαν την κυβέρνηση, αλλά το τελευταίο διάστημα συμπιέζονται από τις οικονομικές δυσκολίες που προκαλεί μεταξύ άλλων η πτώση των διεθνών τιμών του πετρελαίου και του αερίου.

 

Δύο κόσμοι αντιπαρατίθενται

Πράγματι, η διαφοροποίηση της ψήφου ανά περιοχή και κοινωνική τάξη είναι εντυπωσιακή. Στη Λα Παζ, στην Κοτσαμπάμπα και αλλού, όπου κυριαρχεί το ιθαγενικό στοιχείο, το «ναι» ξεπέρασε το 55%. Αντίθετα, στις τρεις πλούσιες επαρχίες που πριν λίγα χρόνια είχαν επιχειρήσει τη βίαιη απόσχισή τους από τη Βολιβία και αποτελούν το προπύργιο της ολιγαρχίας, το «όχι» έφτασε το 60%. Ακόμα και στις πόλεις, το «ρήγμα» μεταξύ των φτωχογειτονιών και των συνοικιών της μεσαίας τάξης ήταν τεράστιο. Όπως επισημαίνουν πολλοί αναλυτές, επιβεβαιώνεται η εκτίμηση ότι η φτωχολογιά των πόλεων και οι ιθαγενείς αποτελούν τον αμετακίνητο και σκληρό πυρήνα του κυβερνητικού μπλοκ – είναι αυτοί που δεν θα το εγκαταλείψουν κάτω από οποιαδήποτε πίεση, αρκεί να συνεχίσει να υπηρετεί τις ανάγκες τους και να διορθώσει τις υποχωρήσεις που έκανε τα τελευταία χρόνια.

Το αντίπαλο στρατόπεδο, φυσικά, δεν θα περιμένει με σταυρωμένα χέρια τις προεδρικές εκλογές του 2020. Ενθαρρυμένο από την επιτυχία του και από τις οπισθοχωρήσεις σε άλλες λατινοαμερικάνικες χώρες, θα επιχειρήσει εκ νέου να αποσταθεροποιήσει τη λαϊκή κυβέρνηση. Οι «σύμβουλοι» και οι χρηματοδότες από τις ΗΠΑ και άλλα κράτη θα καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να συμπήξουν ένα συνασπισμό των ετερογενών δυνάμεων που στήριξαν το «όχι», ώστε να εμφανιστεί επιτέλους μια «αξιόπιστη εναλλακτική λύση». Χωρίς να σημαίνει ότι θα τα καταφέρουν, αφού ο ρατσιστικός λόγος των ολιγαρχικών («Φτάνει πια με τους ιθαγενείς» ήταν ένα από τα αυθόρμητα συνθήματα των προεκλογικών συγκεντρώσεων στις πλούσιες περιοχές…) δύσκολα μπορεί να συναντηθεί με δυσαρεστημένα τμήματα του ιθαγενικού πληθυσμού.

Το επόμενο διάστημα θα κριθούν πολλά, όχι μόνο για τη Βολιβία αλλά γα ολόκληρη τη Λατινική Αμερική. Ίσως ήρθε η στιγμή για τις ριζοσπαστικές ηγεσίες να στηριχτούν και πάλι στο «σκληρό πυρήνα» της βάσης τους και να ανιχνεύσουν από κοινού μια νέα στρατηγική για τα λαϊκά κινήματα της περιοχής, που από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα πρωτοπορούν σε διεθνές επίπεδο στις προσπάθειες μετάβασης προς μια άλλου τύπου κοινωνία. Και, βέβαια, όσον αφορά τη Βολιβία, θα χρειαστεί να ξεκινήσει η διαδικασία εύρεσης του νέου δίδυμου που θα διεκδικήσει με επιτυχία την προεδρία το 2020. Όπως είπε προχθές και ο Μοράλες, «ευτυχώς έχουμε πολλές γυναίκες και πολλούς άντρες, ικανές και ικανούς να υπηρετήσουν το λαό μας από όλες τις θέσεις».

 

Γιώργος Αναστασίου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!