Το 2016 έκλεισε με την ταπεινωτική απολογητική επιστολή Τσακαλώτου προς τους δανειστές ότι «η Ελλάδα δεν θα το ξανακάνει». Είχε βλέπετε αποφασίσει να διανείμει κοινωνικό μέρισμα, χωρίς να έχει προηγούμενα την έγκρισή τους! Η επιστολή καταγράφηκε ως η απόλυτη έκφραση του νέο-αποικιακού καθεστώτος στο οποίο οδήγησαν τη χώρα τα μνημόνια και κατέδειξε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο τη δουλικότητα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Τα γεγονότα του 2017 που ακολούθησαν, το απέδειξαν με τον πλέον κραυγαλέο τρόπο καθώς η κυβέρνηση σε όλα τα θέματα έριχνε «λευκή πετσέτα». Το Μαξίμου πιστό στις εντολές των δανειστών, εφάρμοσε μέτρα βαθέματος του μνημονιακού καθεστώτος, όχι μόνο σε επίπεδο οικονομικών μεγεθών, αλλά και ποιοτικά. Πλέον, με τις συμφωνίες της κυβέρνησης, η χώρα και ο λαός είναι «σιδηροδέσμιοι» μέχρι το 2060, ανεξάρτητα πως θα ονομαστεί το καθεστώς μετά τον ερχόμενο Αύγουστο.

Μνημόνιο μέχρι το 2060

Το 2017 ξεκίνησε με τη μεγάλη εκκρεμότητα του κλεισίματος της 2ης αξιολόγησης του τρέχοντος μνημονίου. Αν και είχε διακηρυχτεί η θέληση κυβέρνησης και δανειστών να κλείσει πριν το Νοέμβριο, το 2017 μπήκε με το θέμα εντελώς ανοιχτό. Οι δανειστές, αφού είχαν πετύχει το 2016 την ψήφιση του αυτόματου κόφτη δημοσίων δαπανών σε περίπτωση που δεν επιτυγχάνονταν οι στόχοι για τα δημοσιονομικά πλεονάσματα, ζητούσαν την ψήφιση νόμων που θα δέσμευαν και τις μελλοντικές κυβερνήσεις. Η βάση συζήτησης είχε τεθεί από το ΔΝΤ, ως αποτέλεσμα του εκτιμώμενου «δημοσιονομικού κενού» στην επίτευξη των υπερβολικών πλεονασμάτων 3,5% επί του ΑΕΠ στην περίοδο 2018-2022, για τα οποία είχε δεσμευθεί η κυβέρνηση.

Η συνταγματική εκτροπή ήταν ξεκάθαρη αλλά αυτό δεν εμπόδισε την κυβέρνηση να νομοθετήσει την λήψη ετησίως μέτρων 3,8 δισ. ευρώ: α) μείωση των συντάξεων κατά 1,8 δισ. ευρώ, με την περικοπή της προσωπικής διαφοράς (μείωση 18% κατά μέσο όρο στις συντάξεις) του νόμου Κατρούγκαλου από 1/1/2019 και β) αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 2 δισ. ευρώ με τη μείωση του αφορολόγητου από 1/1/2020 από 8.600 σε 5.600 ευρώ, που σημαίνει μέση μείωση των εισοδημάτων κατά 7-8%. Όσον αφορά δε στις ημερομηνίες έναρξης των μέτρων, ήταν ενδεικτικές αφού ήδη, κυβέρνηση και δανειστές, συζητούν για την εφαρμογή τους νωρίτερα.

Όσον αφορά στην λήψη μεσοπρόθεσμων μέτρων μείωσης του δημοσίου χρέους, η κυβέρνηση πέτυχε μια μεγάλη «τρύπα στο νερό». Απλά επικαιροποιήθηκε προηγούμενη απόφαση του 2016 με ημίμετρα. Οι δανειστές αποφάσισαν ότι τα όποια μεσοπρόθεσμα μέτρα θα είναι στο πλαίσιο της απόφασης του Eurogroup της 25ης Μαΐου 2016 και θα εφαρμοστούν, εάν και όταν, «στο τέλος του προγράμματος, υπό την προϋπόθεση της επιτυχούς εφαρμογής του και στο βαθμό που είναι αναγκαίο…»

Όμως, τα κακά μαντάτα για τον λαό δεν τελείωσαν εδώ. «Το Eurogroup καλωσορίζει τη δέσμευση της Ελλάδας να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και από εκεί κι έπειτα… ένα πρωτογενές πλεόνασμα ίσο ή μεγαλύτερο, αλλά κοντά στο 2% του ΑΕΠ, στην περίοδο από το 2023 έως το 2060.» Δηλαδή η κυβέρνηση, που για να δικαιολογήσει το γ΄ μνημόνιο το καλοκαίρι του 2015 παρουσίαζε ως μεγάλη επιτυχία την μείωση των πλεονασμάτων 4,5% που είχαν αποδεχθεί οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις για την περίοδο 2015-2016, αποδέχθηκε πρωτογενή πλεονάσματα: α) ύψους 3,5% για την περίοδο 2018-2022 (συνολικά 32 δισ ευρώ), β) 3% για το 2023, και 2,5% για το 2024 (10 δισ. ευρώ) και γ) 2,2% ετησίως από το 2025 έως το 2060 (συνολικά 144 δισ. ευρώ). Δηλαδή συμφώνησε, τα επόμενα 43 χρόνια να γίνει «αφαίμαξη» από την οικονομία συνολικά 186 δισ. ευρώ (4,3 δισ. ετησίως), που θα βγουν εκτός οικονομίας για να στηρίζουν τις αποπληρωμές των δανείων. Τα νούμερα αυτά και οι σχετικές αποφάσεις αποτελούν παγκόσμιες πρωτοτυπίες που δεν έχουν επιτευχθεί από καμιά χώρα στο παρελθόν. Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπως αντιλαμβάνεται κάθε σοβαρός οικονομικός αναλυτής, δεν υπάρχει καμία οικονομική δυνατότητα για την επίτευξή τους και μάλιστα σε τέτοιο βάθος χρόνου.

Τράπεζες και πλειστηριασμοί

Ένα μεγάλο θέμα του 2017 ήταν η με κάθε τρόπο ενίσχυση των τραπεζών, στην προσπάθειά τους να προχωρήσουν σε κατασχέσεις της λαϊκής περιουσίας, αλλά και να ενισχυθούν κεφαλαιακά σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων. Η κυβέρνηση, σε συμφωνία με τους δανειστές, έδειξε μεγάλη «γαλαντομία» δίνοντας στις τράπεζες 20ετή απόλυτη φορολογική ασυλία για ένα συνολικό ποσό φόρων 20 δισ. ευρώ μέσω της «αναβαλλόμενης φορολογίας». Το λαϊκό εισόδημα πάνω από τα 460 ευρώ μηνιαία θα φορολογείται, αλλά οι τράπεζες, με κέρδη εκατοντάδων εκατομμυρίων, θα απαλλάσσονται μέχρι το 2047 από το φόρο εισοδήματος. Αυτό και αν είναι αριστερή πολιτική…

Τα γεγονότα του 2017 απέδειξαν με τον πλέον κραυγαλέο τρόπο ότι η κυβέρνηση σε όλα τα θέματα έριχνε «λευκή πετσέτα» και πιστή στις εντολές των δανειστών, εφάρμοσε μέτρα βαθέματος του μνημονιακού καθεστώτος, όχι μόνο σε επίπεδο οικονομικών μεγεθών, αλλά και ποιοτικά. Πλέον, με τις συμφωνίες της κυβέρνησης, η χώρα και ο λαός είναι «σιδηροδέσμιοι» μέχρι το 2060, ανεξάρτητα πως θα ονομαστεί το καθεστώς μετά τον ερχόμενο Αύγουστο

Παράλληλα, κυβέρνηση και δανειστές, για να αντιμετωπίσουν τις λαϊκές κινητοποιήσεις που έχουν μπλοκάρει πλήρως τους φυσικούς πλειστηριασμούς στα ειρηνοδικεία, προχώρησαν στη θεσμοθέτηση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και στην αυτεπάγγελτη δίωξη όσων αντιστέκονται. Έτσι, η κυβέρνηση που εκλέχτηκε με το σύνθημα «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη», έγινε η προστάτης των τραπεζιτών. Έφθασαν μάλιστα στο εξευτελιστικό σημείο να ζητά ο ίδιος ο πρωθυπουργός από τους τραπεζίτες, κατά την πρόσφατη συνάντησή τους, να βγουν και να τεκμηριώσουν τα λεγόμενα της κυβέρνησης, ότι δηλαδή αυτοί που διαμαρτύρονται δεν είναι τα λαϊκά στρώματα αλλά οι πλούσιοι «στρατηγοί κακοπληρωτές».

Όλα αυτά, φυσικά, αποτελούν «βούτυρο στο ψωμί» των αρπακτικών funds που είναι οι μέτοχοι των τραπεζών, μετά την δωρεά προς αυτούς από την παρούσα κυβέρνηση, με την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση στο τέλος 2015. Σταδιακά όλο το 2017, «πωλούνταν» από τις τράπεζες στα funds, έναντι εξευτελιστικών τιμημάτων, τα δάνεια μαζί φυσικά με τις υποθήκες. Κι αυτό θα ενταθεί το 2018, αφού σταματά κάθε περιορισμός. Έτσι τα funds θα κερδοσκοπήσουν με τις κρυμμένες υπεραξίες από τις υποθήκες και οι τράπεζες θα παραμείνουν άδεια κουφάρια για να ανακεφαλαιοποιηθούν ξανά, αυτή τη φορά με τη λεηλασία των λαϊκών καταθέσεων.

Ελαστικές εργασιακές σχέσεις και ανεργία

Η κυβέρνηση επικαλούμενη την καταγεγραμμένη ανεργία πανηγυρίζει τη μείωσή της. Θάβει τα ποιοτικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η κατάσταση στην αγορά εργασίας επιδεινώνεται, όπως φυσικά επιδεινώνεται και η ανεργία. Πώς διαμορφώνεται η κατάσταση το 2017: α) Αδήλωτη εργασία και παραβατικότητα σε έκταση που δεν έχει καταγραφεί. β) Πολύ μεγάλος αριθμός εργαζομένων που δεν καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Να σημειώσουμε ότι από τις 200 κλαδικές συμβάσεις που υπήρχαν πριν το 2010, σήμερα διατηρούνται λιγότερες από 15. Άρα, μέσα από αυτές τις διαδικασίες έχουμε μία έμμεση φτωχοποίηση εργαζομένων, οι οποίοι ολοένα και περισσότερο υπάγονται στους κατώτατους μισθούς. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι ότι το 1/3 των απασχολούμενων αμείβεται με ποσά κάτω από τα 300 ευρώ μηνιαία. γ) Το φαινόμενο της απλήρωτης εργασίας έχει λάβει τρομακτικές διαστάσεις. Μεγάλο ποσοστό, που ενδέχεται να πλησιάζει το 50% από τους 1.650.000 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, δεν λαμβάνει τα δεδουλευμένα, από έναν έως 14-15 μήνες. δ) Αποτελεί οριστικά παρελθόν η προοπτική να δουλέψει κανείς με τυπική εργασιακή σχέση, πλήρες και σταθερό ωράριο και αξιοπρεπή αμοιβή. Πάνω από 57% των θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν το 2017, με τάσεις ανόδου τους τελευταίους μήνες, αφορούν σε μερική και εκ περιτροπής εργασία. Υπάρχουν, δηλαδή, νέες προσλήψεις, αλλά το μεγαλύτερο μέρος τους αφορά σε ευέλικτες εργασιακές σχέσεις. Και αυτό πλέον γίνεται κανόνας.

Με αυτά τα δεδομένα δεν μπορούμε να μιλάμε για μείωση της ανεργίας, αλλά για μοίρασμα μιας θέσης εργασίας σε δύο ή περισσότερα άτομα ώστε να καταγράφεται εικονική μείωση. Η ΕΚΤ, λαμβάνοντας υπόψη τα ποιοτικά στοιχεία (μερική απασχόληση κ.ά.), προσδιόρισε το πραγματικό ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα στο 31,3%, τον Δεκέμβριο του 2016, όταν τα κυβερνητικά στοιχεία την έδιναν στο 23,4%.

Αποκρατικοποιήσεις πλιάτσικο

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, κατ’ εντολή των δανειστών, συνεχίζει τις αποκρατικοποιήσεις, με όρους συνεχώς δυσμενέστερους για το δημόσιο συμφέρον. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των μεγάλων ξεπουλημάτων είναι η πληρωμή τους με δανεικά από το τραπεζικό σύστημα. Οι νέοι «επενδυτές» δεν είναι διατεθειμένοι να διαθέσουν ούτε τα ευτελή ποσά που συμφώνησαν. Προτιμούν, μέσα από αυξημένα προνόμια, να μεγιστοποιούν τα κέρδη για να πληρώνουν τα δάνεια.

Το πλιάτσικο συνεχίστηκε το 2017, με χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις την μεταβίβαση στη Fraport των 14 περιφερειακών αεροδρομίων, το Ελληνικό, τον ΟΛΘ κ.ά. Οι δανειστές δεν αρκούνται μόνο στην πώληση αλλά επιβάλλουν τους όρους για το τι θα γίνει μετά, υπέρ των συμφερόντων των αγοραστών. Όσα συμβαίνουν αυτές τις μέρες με το Ελληνικό είναι ενδεικτικά μια χώρας «ξέφραγο αμπέλι», χωρίς καμία δυνατότητα προστασίας της ιστορίας της, του περιβάλλοντος κτλ. Παράλληλα, εκτός από τα εξευτελιστικά τιμήματα, οι «αγοραστές» παίρνουν και μπόνους επιδοτήσεις – επιστροφές δεκάδων εκατομμυρίων από το κράτος, όπως συνέβη με τη Fraport και τους Ιταλούς στον ΟΣΕ.

Το πάρτι λεηλασίας αναμένεται να συνεχιστεί καθώς πρόσφατα αποφασίστηκε η εκποίηση του 31% της ΔΕΗ, σημαντικών μονάδων παραγωγής της και ορυχείων λιγνίτη, αλλά και αρκετών άλλων δημόσιων επιχειρήσεων και ακινήτων.

Η απάτη της εξόδου στις αγορές

Η κυβέρνηση έθεσε ως σημαντικό στόχο το 2017 τον άμεσο δανεισμό, την «έξοδο στις αγορές», για να στείλει μήνυμα ότι τα μνημόνια τελειώνουν. Η πραγματικότητα αποδείχθηκε σκληρή. Σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό, ο στόχος του ελληνικού δημοσίου ήταν να πετύχει απόδοση (επιτόκιο + έξοδα έκδοσης) της τάξης του 4,30%, έναντι 4,95% που ήταν η αντίστοιχη έκδοση Σαμαρά το 2014. Όμως, το πραγματικό κόστος ξεπερνά ακόμα και το 4,95%, φθάνοντας σχεδόν το 5%, αν λάβουμε υπόψη το συνολικό κόστος της έκδοσης. Το αντίστοιχο επιτόκιο έκδοσης 5ετούς ομολόγου για την Αργεντινή τιμάται 4,70%, για το Βιετνάμ 4,54%, ενώ για την Πορτογαλία και την Ιρλανδία, που έχουν βγει από μνημόνια, είναι 1,18% και 0,04% αντίστοιχα.

Παράλληλα, μέσω της «εξόδου», οι δανειστές επιτυγχάνουν και κάποιους, μη ομολογούμενους δημοσίως, στόχους.

α) Την απομάκρυνση της δυνατότητας ελάφρυνσης του χρέους. Η έξοδος ερμηνεύεται ως «εμπιστοσύνη» των αγορών προς την Ελλάδα. Συνεπώς μπορούν να ισχυρίζονται ότι το πρόγραμμα πέτυχε και δεν χρειάζονται πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης τους χρέους μετά το τέλος του παρόντος μνημονίου (Αύγουστος 2018). Φυσικά, μετά από αυτόν τον δανεισμό η Ελλάδα ξεχνά ακόμα και τη θεωρητική δυνατότητα να προβάλλει αίτημα διαγραφής μέρους του χρέους.

β) Την αξιοποίηση ενός ακόμα «όπλου», για πειθαναγκασμό της χώρας στις νέες απαιτήσεις τους, στο πλαίσιο των αξιολογήσεων. Με δεδομένη την «ευαισθησία» των αγορών σε αρνητικά νέα, η κυβέρνηση «πιέζεται» από την πορεία των spread ικανοποιώντας κάθε απαίτηση των δανειστών. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα με την ικανοποίηση κάθε αιτήματος των δανειστών στο πλαίσιο της γ΄ αξιολόγησης.

Φορολογική επιδρομή – Μείωση κοινωνικών δαπανών

Η φορολογική επιδρομή σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων είναι διαρκής σε όλη την πορεία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Το αφορολόγητο, που θα το ανέβαζε από 9.200 σε 12.000 ευρώ, το μείωσε σε 8.600 από 1/1/2017 για να το πάει στα 5.600 το αργότερο την 1/1/2020. Κάθε χρόνο, επιβάλλονται νέοι φόροι, το 2017 έφτασαν τα 3,1 δισ. ευρώ, κύρια έμμεσοι που είναι οι πλέον αντιλαϊκοί.

Η φοροεπιδρομή με κάθε μέσο, ακόμα και με κατασχέσεις πρώτης κατοικίας για οφειλή 1.500 ευρώ, φέρνει σχετικά αποτελέσματα όσον αφορά στην επίτευξη των φορολογικών στόχων. Όμως, την ίδια ώρα η υπερφορολόγηση αυξάνει με ταχύτατους ρυθμούς τις οφειλές προς το Δημόσιο. Η μέση μηνιαία αύξηση είναι πάνω από 1 δισ. ευρώ και το συνολικό ύψος ξεπέρασε ήδη τα 100 δισ.

Στον προϋπολογισμό του 2018, που ψηφίστηκε πριν λίγες μέρες, οι νέοι φόροι ανέρχονται σε 1 δισ. Συνολικά οι φόροι που καλούνται να πληρώσουν το 2018 τα λαϊκά στρώματα (για τους έχοντες υπάρχουν τα παραδείσια νησιά και οι offshore) θα είναι οι υψηλότεροι σε απόλυτο μέγεθος μετά το 2011, αν και το ΑΕΠ σε όλη αυτήν την περίοδο έχει μειωθεί κατά 20%.

Ενώ οι φόροι αυξάνονται, οι κοινωνικές δαπάνες μειώνονται προκειμένου να επιτευχθούν τα αιματοβαμμένα κυβερνητικά πλεονάσματα. Οι δαπάνες για κοινωνική ασφάλιση, περίθαλψη και κοινωνική προστασία ήταν μειωμένες το 2017, ενώ για το 2018 προβλέπεται νέο «τσεκούρωμα» 1,6 δισ. ευρώ. Σε αντιστάθμισμα των μειώσεων η κυβέρνηση κάνει ελεημοσύνες με ψίχουλα από τα υπέρ-πλεονάσματα που επιτυγχάνει. Και, για να φαίνονται φουσκωμένα τα νούμερα, βαφτίζει κοινωνικό μέρισμα ακόμα και τα χρήματα που παράνομα εισέπραττε υπέρ ΕΟΠΥΥ από τους συνταξιούχους και υποχρεώθηκε από τα δικαστήρια να τα επιστρέψει αυτές τις μέρες.

Το παραμύθι της ανάπτυξης

Στον προϋπολογισμό του 2017 (Δεκέμβριος 2016) η κυβέρνηση και οι δανειστές πρόβλεψαν αύξηση του ΑΕΠ 2,7% για το τρέχον έτος. Η πραγματικότητα τους προσγείωσε απότομα, όπως και το 2016. Τον Ιούνιο μείωσαν την πρόβλεψη σε 1,8% και τον Σεπτέμβριο σε 1,6%. Το τελικό αποτέλεσμα θα είναι πολύ παρακάτω. Για να φτάσει στο 1,6%, για όλο το έτος, με δεδομένα τα προσωρινά στοιχεία του γ’ τριμήνου, απαιτείται ρυθμός 3,1% το στο δ΄ τρίμηνο. Όσον αφορά δε στη διαχρονική εξέλιξη του ΑΕΠ, με την όποια ασθενική αύξηση του 2017 αυτό θα φτάσει, αν δεν συνεχίσει να υπολείπεται, στο ύψος που ήταν στο τέλος του 2014, όταν το παρέλαβε η παρούσα κυβέρνηση. Δηλαδή 3 χρόνια χαμένα… ενώ έχουν ληφθεί μια σειρά αντιλαϊκά μέτρα.

Η κυβέρνηση επικαλούμενη την καταγεγραμμένη ανεργία πανηγυρίζει τη μείωσή της. Θάβει τα ποιοτικά στοιχεία που αποδεικνύουν το μοίρασμα μιας θέσης εργασίας σε δύο ή περισσότερα άτομα ώστε να καταγράφεται εικονική μείωση. Η ΕΚΤ, λαμβάνοντας υπόψη τα ποιοτικά στοιχεία (μερική απασχόληση κ.ά.), προσδιόρισε το πραγματικό ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα στο 31,3% όταν τα κυβερνητικά στοιχεία την έδιναν στο 23,4%.

Ένα ακόμα παραμύθι που «πουλά» η κυβέρνηση είναι η αύξηση κατά 70%, των χρημάτων από το εξωτερικό που δηλώνονται ως «ξένες άμεσες επενδύσεις». Στα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής συνέχισε να καταγράφεται και το 2017 μείωση των επενδύσεων, αλλά αυτό δεν εμποδίζει τον κάθε κυβερνητικό να επικαλείται τα νούμερα των εισροών, που φυσικά αφορούν κάθε άλλο παρά επενδύσεις. Πρόκειται για χρήματα που εισέρχονται στη χώρα για διάφορες επιχειρηματικές δραστηριότητες και δηλώνονται μεν, τυπικά, ως ξένες άμεσες επενδύσεις, όμως είναι τέτοιες μόνο λογιστικά. Στην περίπτωση της Ελλάδας το μεγαλύτερο μέρος από αυτά τα χρήματα εισέρχεται στο πλαίσιο του πλιάτσικου στην ελληνική, δημόσια και ιδιωτική, περιουσία. Είναι κυρίως τα χρήματα των εξαγορών, «έναντι πινακίου φακής», επιχειρήσεων και ακινήτων. Παράλληλα, στον ίδιο λογαριασμό εντάσσονται και μεταβιβαστικές πληρωμές στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου σχεδιασμού των πολυεθνικών για φοροαποφυγή.

Η κατάργηση των αγορών χωρίς μεσάζοντες

Ο ΣΥΡΙΖΑ, που συμμετείχε ενεργά στο κίνημα «χωρίς μεσάζοντες» όσο ήταν αντιπολίτευση, υποσχέθηκε, μεταξύ άλλων, την κατάργηση του νόμου Σαμαρά και τη θέσπιση νόμου για τις κοινωνικές πρωτοβουλίες αλληλεγγύης «χωρίς μεσάζοντες». Μετά από πολλές διαβουλεύσεις έκανε και εδώ κωλοτούμπα ψηφίζοντας έναν νόμο που δεν έχει κανένα στοιχείο από τον κοινωνικό χαρακτήρα που είχαν μέχρι τώρα οι σχετικές αγορές. Έναν νόμο, που απέχει «όσο η μέρα με τη νύχτα» τόσο από τα αιτήματα του κινήματος, όσο και από τις επεξεργασίες του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, και που περνά όλη την αρμοδιότητα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Σε κάθε Δήμο μπορεί να υπάρχει μία μόνο δράση το μήνα, από φορέα που έχει νομική προσωπικότητα και υπό την έγκριση του Δήμου. Η αυτό-οργάνωση των πολιτών παραπέμφθηκε στις «καλένδες»…

Έτσι, για μία ακόμα φορά, ο ΣΥΡΙΖΑ , έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο ως μία συστημική δύναμη, αναπόσπαστο τμήμα του σάπιου πολιτικού συστήματος. Η κωλοτούμπα στο θέμα «χωρίς μεσάζοντες» έχει, σημειολογικά, ιδιαίτερο βάρος. Εδώ, δεν μπορούν, όπως συνηθίζουν, να πουν «υλοποιούμε μια πολιτική που δεν την πιστεύουμε αλλά μας την επιβάλλουν οι δανειστές». Εδώ υλοποιούν, με ελεύθερη βούληση, την πολιτική που πιστεύουν και θέλουν, την κατάργηση της κοινωνικής πρωτοβουλίας των πολιτών και την παράδοση των συγκεκριμένων αγορών στα συμφέροντα και στη διαπλοκή. Αυτή είναι η πολιτική τους, όχι μόνο στους «χωρίς μεσάζοντες» αλλά και γενικότερα. Μόνο που εδώ δεν έχουν τον «φερετζέ» για να κρυφτούν και δείχνουν το πραγματικό αντιλαϊκό τους πρόσωπο.

Το δημόσιο χρέος συνεχίζει να αυξάνεται

Η κυβέρνηση διαλαλεί τις επιτυχίες της για τα αιματοβαμμένα πλεονάσματα. Για το 2017 το πλεόνασμα προβλέπεται να ξεπεράσει το στόχο του 1,5% του ΑΕΠ. Όμως, το χρέος συνεχίζει και αυξάνεται, τόσο σε απόλυτο ύψος όσο και σε ποσοστό του ΑΕΠ και θα φθάσει (σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης, γιατί στην πραγματικότητα τα νούμερα θα είναι χειρότερα) στα 318 δισ. ευρώ το 2017 και στα 332 δισ. το 2018, κινούμενο γύρω από το 180% του ΑΕΠ. Και να σκεφτεί κανείς ότι μπήκαμε στα μνημόνια για να αντιμετωπίσουμε το χρέος που τότε (2010) ήταν 318 δισ. ευρώ (146% του ΑΕΠ) και προχωρήσαμε σε διαγραφή (PSI) 120 δισ. ευρώ (!)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!