Μπορεί να γίνει ένας χρήσιμος απολογισμός του ρόλου που έπαιξε ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς εκπροσώπους της άρχουσας τάξης στη μεταπολεμική Ελλάδα; Να βγουν δηλαδή συμπεράσματα που να βαθαίνουν την αντίληψη όσων (και ήταν εκατομμύρια!) στάθηκαν απέναντί του είτε με «πληβειακό» είτε με πιο συνειδητό τρόπο; Οι περισσότερες νεκρολογίες που γράφτηκαν αυτές τις μέρες, περιλαμβανομένων και αυτών που έγραψαν υποτιθέμενοι αντίπαλοι του μητσοτακισμού, μάλλον συσκοτίζουν. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού στην πραγματικότητα σύμπας ο επίσημος πολιτικός κόσμος και οι κονδυλοφόροι του ημιαποικιακού μνημονιακού καθεστώτος επιδίδονται αυτές τις μέρες σε διαγωνισμό εξωραϊσμού του τεθνεώτος.

 

Αναγκαία μια ψύχραιμη αποτίμηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη

 

του Ερρίκου Φινάλη

 

Οι ύμνοι των πολιτικών εκφραστών της άρχουσας τάξης οιασδήποτε απόχρωσης στον τεθνεώτα επίτιμο πρόεδρο της ΝΔ δεν είναι υποκριτικοί. Οι «από πάνω» κάθε χρώματος αναγνωρίζουν στον Μητσοτάκη έναν δικό τους άνθρωπο, που πρωταγωνίστησε στην πολιτική ζωή για δεκαετίες και πολλές φορές τους έβγαλε από δύσκολη θέση. Κι αν αυτό είναι φυσιολογικό για τους μεγαλοαστούς και τη Δεξιά, πρέπει να θεωρηθεί εξίσου φυσιολογικό πλέον και για την έτερη πτέρυγα του αστικού πολιτικού κόσμου – τη λεγόμενη δημοκρατική παράταξη, που παλιότερα τον αποκαλούσε Εφιάλτη. Σήμερα όμως οι «κεντροαριστεροί» τον υμνούν ειλικρινά, για δύο λόγους: Πρώτον, επειδή ο Μητσοτάκης μπορεί να θεωρηθεί πρωτοπόρος των ακραία νεοφιλελεύθερων πολιτικών, στις οποίες έχουν και αυτοί προσχωρήσει προ πολλού. Δεύτερον, επειδή ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο το αντιδεξιό λαϊκό αίσθημα έχει χάσει το νόημά του, κι άρα δεν κινδυνεύουν πλέον να… παρεξηγηθούν.

Σ’ αυτήν την κατηγορία μπορούν να ενταχθούν και οι συμμετέχοντες στη γενική θλίψη εκπρόσωποι της κυβερνώσας «αριστεράς». Υπάρχει όμως κι ένας πρόσθετος λόγος: για πολλές δεκαετίες είχαν ανοιχτούς διαύλους μαζί του, που βρήκαν την ολοκλήρωσή τους στη συγκυβέρνηση «κάθαρσης» υπό τον Τζανετάκη (ΝΔ με ενιαίο ΣΥΝ) και «εθνικής ενότητας» υπό τον Ζολώτα (ΝΔ, ενιαίος ΣΥΝ και ΠΑΣΟΚ). Έτσι εξηγούνται βέβαια και οι εντυπωσιακές αποσιωπήσεις στιγμών της ζωής του Μητσοτάκη, οι οποίες σφράγισαν τη σύγχρονη ιστορία, από το κατά τα άλλα αυστηρότατο με όλους ΚΚΕ, καθώς και από άλλα στελέχη και ρεύματα της Αριστεράς [βλ. παρακάτω «Γαλαντόμοι και οι αντίπαλοι»].

 

 

 

Ο αγιογραφημένος τις τελευταίες μέρες Μητσοτάκης έχει χρεωθεί στη συνείδηση του κόσμου όχι μόνο γεγονότα όπως η Αποστασία, αλλά και δολοφονίες: το 1965 αυτή του Πέτρουλα (που είχε διαγραφεί από τη Νεολαία Λαμπράκη, λίγες μέρες πριν τον σκοτώσουν οι αστυνομικοί, ως «ακραίος»…), αλλά και του Τεμπονέρα και των 4 πολιτών που κάηκαν στο Κ. Μαρούση (από πυρκαγιά που προκάλεσε η μαζική ρίψη δακρυγόνων).

Τα κατάλαβε και τα έκανε όλα

Ο Κωστής Χατζηδάκης, σε άρθρο του στην ΕφΣυν, επαναλαμβάνει συμπυκνωμένα την ουσία όλων των ύμνων: «Ήταν ηγέτης από γερό μέταλλο… ανοιχτός στις νέες ιδέες… δεν δίστασε να αναλάβει το κόστος για να προωθήσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις… απεχθανόταν το λαϊκισμό… είπε αλήθειες, όσο δυσάρεστες κι αν ήταν αυτές, και είχε την τύχη και την ατυχία να δικαιωθεί ενώ βρισκόταν εν ζωή». Ας αναγνωρίσουμε ότι, από τη σκοπιά της άρχουσας τάξης, ο Κωστής Χατζηδάκης έχει δίκιο. Διότι ο Μητσοτάκης έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ελληνική πολιτική ζωή από το τέλος του εμφυλίου μέχρι και τις αρχές του 21ου αιώνα – ενώ η επιρροή του διατηρήθηκε ακόμη κι όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, μέσω και της οικογενειακής δυναστείας που ίδρυσε.

Περιληπτικά μπορεί να θυμηθεί κανείς ότι ήδη από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής θεωρούνταν πρόσωπο εμπιστοσύνης των Βρετανών στην Κρήτη. Ξεκίνησε την «εθνική» του καριέρα από τον κεντρώο χώρο, καταλήγοντας να διεκδικεί την εκπροσώπηση της «αριστεράς» της Ένωσης Κέντρου, και φιλοδοξώντας να διαδεχθεί τον Γ. Παπανδρέου. Τα σχέδια αυτά ακυρώθηκαν όταν πρωταγωνίστησε στην Αποστασία του 1965 μεταπηδώντας στη φιλοαμερικάνικη πτέρυγα της άρχουσας τάξης. Μετά τη δικτατορία κατάφερε εν μέρει να ξεπλυθεί και σύντομα προσχώρησε στη ΝΔ, κερδίζοντας τελικά την ηγεσία της. Παρόλο που πολλοί τον ονόμασαν τότε «τον καλύτερο υπουργό του Α. Παπανδρέου» (με την έννοια ότι όσο ήταν αυτός επικεφαλής της ΝΔ ήταν απίθανο να χάσει το ΠΑΣΟΚ τις εκλογές…), τελικά επικράτησε του προαιώνιου αντιπάλου του.

Ανέλαβε το τιμόνι της κυβέρνησης το 1989-90 διαβάζοντας τα μηνύματα των αλλαγών στον κόσμο (περεστρόικα και κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ, προθάλαμος της Νέας Τάξης Πραγμάτων), δείχνοντας μεγάλη ευλυγισία και ικανότητα προσαρμογής, κάνοντας ανοίγματα στην Αριστερά, διατηρώντας ένα μέσο επίπεδο αντικομμουνισμού και αποκομμουνιστικοποίησης στην Ελλάδα. Χωρίς αυτήν την καινοτομία (άλλη μια τέτοια θα γίνει μόνο στην Πολωνία εκείνη την εποχή) δεν θα μπορούσε να νικήσει την Πασοκική παράταξη και το κράτος που αυτή είχε οικοδομήσει. Με αυτούς τους χειρισμούς έβαζε τις βάσεις μιας διευρυμένης συνενοχής στην άσκηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, περιλαμβάνοντας και την Αριστερά στην κυβέρνηση, κάτι που μεταπολεμικά θεωρούνταν αδιανόητο. Οι καιροί όμως είχαν αλλάξει, και ο Μητσοτάκης το είχε καταλάβει βαθιά.

Όταν κατόρθωσε να αποκτήσει την αυτοδυναμία (αγοράζοντας μία έδρα ενός βουλευτή της ΔΗΑΝΑ…), κρατήθηκε στην εξουσία επί 3 χρόνια, αν και διέθετε μόλις 151 βουλευτές και συγκρούστηκε κατά μέτωπο με το λαϊκό κίνημα (ιδιωτικοποιήσεις, δολοφονία Τεμπονέρα και 4 πολιτών στου «Κάπα Μαρούση», απεργία ΕΑΣ κ.λπ.). Έπεσε εκ των έσω, μετά την «προδοσία» του Σαμαρά. Το θέμα των Σκοπίων ήταν μάλλον το πρόσχημα. Οι πραγματικές αιτίες πρέπει να αναζητηθούν σε κινήσεις του που δυσαρέστησαν τμήματα της ντόπιας διαπλοκής (αποπειράθηκε την πώληση του ΟΤΕ στους Ιάπωνες) αλλά και συγκεκριμένους «συμμάχους» (λόγω του ρόλου του στη Διάσκεψη της Βουλιαγμένης με στόχο την αποτροπή του διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας – που επιδιωκόταν από τη Γερμανία χωρίς, τότε, τη συναίνεση των ΗΠΑ).

 

 

Γελοιογραφία της εποχής των Ιουλιανών του 1965: Νόβας και Μητσοτάκης αναζητούν και νέους αποστάτες βουλευτές για να μην πέσει η πρώτη δοτή κυβέρνηση των Ανακτόρων.      

Δεν ήταν αναλώσιμος

Ήταν δηλαδή ένας πολιτικός που πέρασε από σαράντα κύματα και επέζησε, αποδεικνύοντας (όπως και άλλοι αστοί πολιτικοί της γενιάς του) ότι δεν ήταν αναλώσιμος σαν τους «υπαλλήλους» που κυριαρχούν στο σημερινό μνημονιακό προσωπικό. Επέδειξε πραγματισμό, διορατικότητα, ικανότητες στην υπηρεσία κατά καιρούς διαφορετικών αφεντικών, και μεγάλη προσαρμοστικότητα (να ένας πολιτικά ορθός όρος…). Τολμούσε πρωτοβουλίες για να πετύχει τους στόχους του, έστω και λοξοδρομώντας από τους αρχικούς σχεδιασμούς του. Ταυτόχρονα, δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να προσφύγει σε μηχανορραφίες, ήταν σκληρός και πάντα εχθρικός απέναντι στο λαϊκό κίνημα και σε όσους αγωνίζονταν για μια ανεξάρτητη και δημοκρατική Ελλάδα, και αναδείχθηκε σε γνήσιο εκφραστή του νεοφιλελευθερισμού.

Γι’ αυτό, παρόλο που είχε στήσει δικούς του ισχυρούς μηχανισμούς (μεταξύ άλλων με μαζικούς διορισμούς στο κατά τα άλλα επάρατο Δημόσιο) και ανέκαθεν τον εκτιμούσε ο «ξένος παράγοντας», ποτέ δεν κέρδισε τη λαϊκή συμπάθεια. Κατάφερε όμως να επιβάλει την οικογένειά του στην πολιτική ζωή του τόπου – η περίπτωση της εκλογής του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ είναι μόνο ένα πρόσφατο παράδειγμα. Με δυο λόγια, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν ένας από τους πιο αξιόλογους, διορατικούς, επικίνδυνους και πολυμήχανους αντιπάλους του λαϊκού παράγοντα. Τα υπόλοιπα συνιστούν εξωραϊσμό και διαστρέβλωση της πρόσφατης ιστορίας του τόπου, που κερδίζουν όμως πόντους «αντικειμενικότητας» αφού στην επιχείρηση συμμετέχει και το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς

 

Γαλαντόμοι και οι αντίπαλοι

Ριζοσπάστης, 30/5/2017, σελ. 10:

«Εξελέγη βουλευτής Χανίων για πρώτη φορά με το Κόμμα Βενιζελικών Φιλελευθέρων στις εκλογές του 1946 και συνέχισε να εκλέγεται ανελλιπώς μέχρι το πραξικόπημα του 1967. Διετέλεσε υφυπουργός Οικονομικών το 1951 και στη συνέχεια σε διάφορες κεντρώες κυβερνήσεις αναλαμβάνει τα υπουργεία Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων, Οικονομικών και Συντονισμού.

Το 1977 επανεκλέγεται βουλευτής ως αρχηγός και ιδρυτής του κόμματος των Νεοφιλελευθέρων. Το Μάη του 1978 προσχωρεί στη Νέα Δημοκρατία και αναλαμβάνει το υπουργείο Συντονισμού. Στη συνέχεια το 1980 αναλαμβάνει το υπουργείο Εξωτερικών μέχρι τη νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981. Το 1984 εκλέγεται πρόεδρος της ΝΔ και τον Απρίλη του 1990 σχηματίζεται αυτοδύναμη κυβέρνηση της ΝΔ, όπου ορκίζεται πρωθυπουργός.»

Έτσι εξαφανίζονται από την εφημερίδα του Περισσού, εξπέρ στις αποσιωπήσεις ενοχλητικών γεγονότων, δύο χρονιές-ορόσημα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας προκειμένου να συγκαλυφθεί ο ρόλος που έπαιξε η ηγεσία του και η κατά καιρούς στενή συνεργασία με τον εκλιπόντα. Τα μεν κυβερνητικά σχήματα που γέννησε η Αποστασία του 1965 βαφτίζονται… «διάφορες κεντρώες κυβερνήσεις», οι δε συγκυβερνήσεις του 1989-90 απλώς δεν υπήρξαν ποτέ…

Εξίσου εντυπωσιακή με τις ένοχες σιωπές του ΚΚΕ είναι μια σειρά άρθρων και δηλώσεων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το αφιέρωμα της Εφημερίδας των Συντακτών στις 30 Μαΐου, που εγκαλεί όσους δεν είχαν την κοσμιότητα να αποσιωπήσουν ενοχλητικά γεγονότα: «Μπορεί αυτά τα γεγονότα να είναι αληθινά, ωστόσο το ερώτημα του τι αποφασίζουμε να πούμε και με ποιον τρόπο, κυρίως μετά το θάνατο ενός προσώπου, παραμένει». Και ιδού ο τρόπος τον οποίο βρήκε η καλή εφημερίδα «που εξαρτάται μόνο από τους αναγνώστες της» για να αποχρωματίσει τα γεγονότα (από το δισέλιδο «90 χρόνια γεμάτα Ιστορία»): «1965: Μετέχει σε αυτό που ιστορικοί αποκαλούν Ιουλιανά ή Αποστασία και αφορά τις αιτίες παραίτησης του Γ. Παπανδρέου (15/7) λόγω της διαμάχης του με το Παλάτι». Δεν την αποκαλεί λοιπόν Αποστασία όλος ο κόσμος – απλώς, κάποιοι ιστορικοί, που ίσως να είναι και προκατειλημμένοι, τη βάφτισαν έτσι…

Άλλο ένα ενδιαφέρον στοιχείο στις σχέσεις της Αριστεράς, εντός ή εκτός εισαγωγικών, με τον Μητσοτάκη είναι η διαχρονική ενόχλησή της για την πηγαία έχθρα που εξέφραζαν εκατομμύρια απλοί άνθρωποι απέναντί του. Ήδη το 1965 οι επικεφαλής της ΕΔΑ επιχειρούσαν να καταπνίξουν όχι μόνο τα αντιιμπεριαλιστικά και αντιμοναρχικά συνθήματα των μαζών στις διαδηλώσεις των Ιουλιανών (αφού έθεταν αιτήματα που «δεν ήταν της ώρας»…), αλλά και τα κοσμητικά επίθετα με τα οποία στόλιζαν οι «πληβείοι» ιδίως τους Μητσοτάκη και Τσιριμώκο – δηλαδή τους αποστάτες που μέχρι τότε εκπροσωπούσαν στα μάτια του δημοκρατικού κόσμου την αριστερή πτέρυγα της Ένωσης Κέντρου. Η ίδια δυσανεξία των πάσης φύσεως ταξικιστών σε αντίστοιχα συνθήματα, πάλι κατά του Μητσοτάκη, επιδείχθηκε και το 1992 στη διάρκεια της σκληρής και τελικά νικηφόρας απεργίας της ΕΑΣ.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!