Σοβαρές αντιθέσεις ανάμεσα στους ισχυρούς «παίκτες» καθιστούν εξαιρετικά απρόβλεπτες τις εξελίξεις

 

Παρά τη Συμφωνία εκεχειρίας που υπογράφτηκε στο Μινσκ κατά τη Σύνοδο των Ηγετών Ρωσίας Ουκρανίας, Γαλλίας και Γερμανίας συνεχίζονται οι εντάσεις στη περιοχή επιβεβαιώνοντας ότι η παρούσα Συνθήκη, το Μινσκ-2 όπως ονομάζεται, δεν θα έχει καλύτερη τύχη από τις προηγούμενες.

Αντικρουόμενες είναι οι πληροφορίες σχετικά με το ποιος ευθύνεται για τη συνέχιση των συγκρούσεων στις περιφέρειες των πόλεων Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ.

Σύμφωνα με την ανταπόκριση του Βασίλη Μακρίδη (δημοσιογράφος και μεταφραστής ρωσικής γλώσσας, απόφοιτος της Σχολής Δημοσιογραφίας του πρώην Κρατικού Πανεπιστημίου του Ροστόβ-να-Ντονού, νυν Νοτίου Ομοσπονδιακού Πανεπιστημίου της Ρωσίας) που δημοσιεύτηκε στην Ίσκρα, στις 17/2, «… ο «επίσημος» ουκρανικός στρατός τηρεί με περισσότερη «τάξη» τη Συμφωνία Μινσκ-2 σε σχέση με τις παραστρατιωτικές ομάδες των νεοναζί (Τάγματα «Αζόβ», «Αϊντάρ», «Ντονμπάς» και «Κριβμπάς»), οι οποίες έχουν εδώ και καιρό ξεφύγει από τον έλεγχο του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας της Ουκρανίας και δέχονται μόνο τηλεφωνικές εντολές από τα αφεντικά-χρηματοδότες τους στο Κίεβο, δηλαδή απευθείας από τους ολιγάρχες ή τους ηγέτες των νεοναζιστικών μορφωμάτων στους οποίους έχουν δώσει όρκο πίστης. […] Οι νεοναζί μαχητές είναι μισθοφόροι και μάλιστα πληρώνονται αδρά, […] εξυπηρετώντας τα ίδια συμφέροντα των ηγετών τους, οι οποίοι έχουν δει τον εμφύλιο πόλεμο στο Ντονμπάς ως μία πρώτης τάξης «μπίζνα» και μέσω αυτής θεμελιώνουν τόσο την οικονομική, όσο και, εν πολλοίς, την πολιτική τους επικυριαρχία στο Κίεβο.

Ο ίδιος δημοσιογράφος σημειώνει: «Ένα ακόμη σοβαρό ζήτημα που χρειάζεται άμεση λύση είναι η παρουσία των παρατηρητών του ΟΑΣΕ (Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη) ειδικά στην περιοχή του Ντεμπάλτσεβο, η οποία ουδόλως διευκολύνεται από την «επίσημη» ουκρανική πλευρά. Παρά τις δηλώσεις των Αρχών του Κιέβου περί του αντιθέτου […] είναι οι δικές τους στρατιωτικές δυνάμεις που εξακολουθούν να καταφέρουν «τυφλά» πλήγματα από πυροβόλα όπλα σε ό,τι κινείται στην περιοχή, ενώ έχουν ναρκοθετήσει και τις βασικές οδικές αρτηρίες που περνούν από την περιοχή του Ντεμπάλτσεβο και δημιουργούν πρόσθετες δυσκολίες στην όλη διαδικασία, αφού υποχρεώνουν τις δυνάμεις του Λαϊκού Στρατού πρώτα να αποναρκοθετούν το οδικό δίκτυο και μετά να επιτρέπουν στους παρατηρητές του ΟΑΣΕ τη διέλευση, μη εγγυώμενοι, πάντως, τη σωματική τους ακεραιότητα, ακριβώς εξαιτίας της συμπεριφοράς των δυνάμεων του «επίσημου» ουκρανικού στρατού και ακόμη περισσότερο των νεοναζιστικών «ταγμάτων θανάτου».

 

Ψυχροπολεμικές δηλώσεις

Μέσα σε αυτό το συγκεχυμένο κλίμα ένας πόλεμος ψυχροπολεμικών δηλώσεων, από όλες τις πλευρές, υπογραμμίζει ότι το γεωστρατηγικό υπόβαθρο της ουκρανικής κρίσης βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη με άγνωστη, προς το παρόν, έκβαση.

Τον χορό άνοιξε ο πρώην γ.γ. του ΝΑΤΟ, τις παραμονές της Συνόδου Κορυφής στο Μινσκ, που δήλωσε ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει επικίνδυνες φιλοδοξίες πέραν της Ουκρανίας και θα μπορούσε να ενορχηστρώσει υβριδική επίθεση σε κράτος της Βαλτικής. «Όλο αυτό δεν γίνεται για την Ουκρανία. Ο Πούτιν θέλει να αποκαταστήσει τη θέση της Ρωσίας ως υπερδύναμη. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα [ο Πούτιν] να επέμβει στη Βαλτική για να δοκιμάσει το Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ» τόνισε.

Βάσει του Άρθρου 5 του ΝΑΤΟ, ένοπλη επίθεση εναντίον ενός κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ «θα θεωρηθεί επίθεση εναντίον όλων των συμβαλλομένων μερών». Είχαν προηγηθεί, στα τέλη Ιανουαρίου, αντίστοιχες δηλώσεις του ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, που συνιστούσε την προληπτική ανάπτυξη αμερικανικών ή ευρωπαϊκών δυνάμεων στις χώρες της Βαλτικής για να «αποτρέψουν» τη Ρωσία από κάθε βλέψη στις χώρες αυτές.

Ο ίδιος ο Αμερικανός αντιπρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, στη διάρκεια τηλεφωνικής συνομιλίας που είχε, την Τρίτη, με τον Ουκρανό πρόεδρο Ποροσένκο, δήλωσε πως αν η Μόσχα συνεχίσει να παραβιάζει τις συμφωνίες του Μινσκ μόλις τρεις ημέρες αφότου τέθηκε σε ισχύ η κατάπαυση του πυρός, «το τίμημα για τη Ρωσία θα είναι πιο βαρύ».

Οι Ολάντ και Μέρκελ τονίζουν πως η νέα υπογραφή της Συμφωνίας μένει ακόμη «ακτίδα ελπίδας» μέχρι να επαληθευτεί και στην πράξη. «Σκέπτομαι πως είναι μία από τις τελευταίες ευκαιρίες […]. Αν δεν καταφέρουμε να βρούμε μία βιώσιμη συμφωνία ειρήνης, γνωρίζουμε ακριβώς το σενάριο: Έχει όνομα, λέγεται πόλεμος», δήλωσε ο Γάλλος πρόεδρος.

Στον αντίποδα, ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στη Βαρσοβία κατήγγειλε ότι η Ρωσία έχει πληροφορίες πως οι ΗΠΑ παραδίδουν ήδη φονικά όπλα στις ουκρανικές κυβερνητικές δυνάμεις.

Σε άλλες δηλώσεις του σημείωσε: «Υπάρχει ξεκάθαρα μία προσπάθεια να αναχαιτισθεί η ανάπτυξή μας με διαφορετικά μέσα. Υπάρχει μία προσπάθεια να διαταραχθεί η υπάρχουσα παγκόσμια τάξη… με έναν αδιαφιλονίκητο ηγέτη που θέλει να παραμείνει τέτοιος με τη σκέψη πως του επιτρέπονται τα πάντα ενώ στους άλλους επιτρέπεται μόνο ό,τι επιτρέπει και μόνο προς τα συμφέροντά του. Αυτή η παγκόσμια τάξη δεν θα ταιριάξει ποτέ στη Ρωσία. Όμως, δεν πρόκειται να εξαπολύσουμε πόλεμο εναντίον οποιουδήποτε, πρόκειται να συνεργαστούμε με όλους».

 

Από την οικονομική στη γεωπολιτική κρίση

Ο δεύτερος, μετά το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, πόλεμος που συντελείται στο έδαφος της Ευρώπης και ο κίνδυνος επέκτασής του νοτιότερα στην Βαλκανική, πιστοποιεί ότι έχουμε περάσει στην εποχή όπου η οικονομική κρίση μετακυλίεται γοργά στην πολιτική σφαίρα, παίρνοντας διαστάσεις μιας γεωπολιτικής κρίσης.

Και σε αυτό ακόμα το γεωπολιτικό έδαφος αναπτύσσονται σοβαρές αντιθέσεις ανάμεσα στους ισχυρούς της Γης, καθιστώντας εξαιρετικά απρόβλεπτες τις εξελίξεις. Ας δούμε, συνοπτικά, τις σημαντικότερες, μέχρι αυτή τη στιγμή.

Προς το παρόν η Ρωσία καταγράφει σοβαρές επιτυχίες κυρίως με την προσάρτηση της Κριμαίας αμέσως μετά το φασιστικό πραξικόπημα κατά της νόμιμης ηγεσίας της Ουκρανίας και αργότερα με τον σημαντικό έλεγχο πόλεων και οδικών αξόνων που έχουν πετύχει οι ρωσόφωνοι αυτονομιστές αντάρτες στο πεδίο της μάχης, το τελευταίο διάστημα. Στον αντίποδα έχουν να αντιμετωπίσουν τις διπλές οικονομικές επιπτώσεις από το δυτικό εμπάργκο και την σημαντική υποτίμηση της τιμής του πετρελαίου. Και αν από το εμπάργκο των χωρών της Δύσης η ρώσικη οικονομία δεν δέχεται σοβαρές πιέσεις (υπολογίζεται σε 20 δισ. δολάρια το κόστος των μέτρων που έχουν επιβληθεί από ΗΠΑ και Ε.Ε.) η πίεση από την κατακρήμνιση της τιμής του πετρελαίου (-60% από τον Ιούνιο), το οποίο καλύπτει το 45% των κρατικών εσόδων, υπολογίζεται ότι ξεπερνά τα 200 δισ. δολάρια. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα των δύο αυτών δεδομένων μπορεί να ασκεί πιέσεις στη ρώσικη οικονομία (υπολογίζεται ότι το ρώσικο ΑΕΠ θα παραμείνει στάσιμο το 2014 και ίσως παρουσιάσει κάμψη το 2015) και αστάθεια στο τραπεζικό της σύστημα, δεν είναι όμως ικανά να κλονίσουν αποφασιστικά τη σταθερότητά της. Το ρωσικό χρέος βρίσκεται μόλις στο 12% του ΑΕΠ, τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας στα 389 δισ. δολάρια πιστοποιούν ότι η οικονομία της χώρας εμφανίζεται αρκετά ανθεκτική. Παρά τη δραματική υποτίμηση του ρουβλίου το γεγονός ότι το 50% του ΑΕΠ προέρχεται από δημόσιες επιχειρήσεις δίνει τη δυνατότητα στο ρώσικο κράτος να διαθέτει μοχλούς παρέμβασης και ελέγχου.

Στους κερδισμένους αυτής της ιδιότυπης διελκυνστίδας βρίσκονται οι ΗΠΑ. Πρώτα από όλα κρατούν το έδαφος των διενέξεων μακριά από τη χώρα τους, γεγονός που τους επιτρέπει να ασκούν πιέσεις στις χώρες της Ε.Ε. και να τις παρασύρουν όλο και πιο πολύ σε μια ευθυγράμμιση με τις στρατηγικές τους επιδιώξεις. Στο οικονομικό επίπεδο όχι μόνο δεν έχουν συνέπειες αλλά, όπως σημειώνεται, αύξησαν τις εξαγωγές τους στη Ρωσία παρά την υποτίμηση του ρουβλίου έναντι του δολαρίου.

Τις ισχυρότερες πιέσεις δέχονται οι χώρες της Ε.Ε. έχοντας ισχυρές εξαρτήσεις από τις ρώσικες πηγές ενέργειας, ιδίως η Γερμανία και η Ιταλία, δέχονται πρόσθετες οικονομικές πιέσεις από τις ευρωπαϊκές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο έδαφος της Ρωσίας αλλά και συνολικά από τις επιπτώσεις του εμπάργκο στο σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων τους με τη Ρωσία. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο η Γαλλία καταγράφει απώλειες ύψους 1 δισ. ευρώ από το πάγωμα της παράδοσης δύο ελικοπτεροφόρων πολεμικών πλοίων Mistral.

Οι συνέπειες αυτών των ασύμμετρων συνεπειών στο οικονομικό πεδίο θα καθορίσουν, εν πολλοίς, και το βάθος των εξελίξεων στο γεωστρατηγικό πεδίο στο επόμενο διάστημα.

 

Σ.Π.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!