Στις 22/7/2011, κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής κατασκήνωσης της νεολαίας του Νορβηγικού Εργατικού Κόμματος στο νησί Ουτόγια, ένας οπλισμένος ακροδεξιός εξτρεμιστής σπέρνει θάνατο, πυροβολώντας όποιον βρεθεί μπροστά του, με απολογισμό 77 νεκρούς, 99 σοβαρά τραυματισμένους και πάνω από 300 έφηβους, που στιγματίστηκαν από ισχυρό σοκ. Το 2018, ο Νορβηγός Έρικ Πόπε αφηγείται με μορφή μυθοπλασίας αυτή την ανείπωτη τραγωδία, «για να μην την καταβροχθίσει η λήθη», δημιουργώντας τη συγκλονιστική ταινία «UJuly 22», αριστοτεχνικά γυρισμένη σε ένα μοναδικό μονοπλάνο. Σε αντιδιαστολή με τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ, που εστίασαν στον διαταραγμένο ψυχισμό του δολοφόνου, ο Πόπε αναδεικνύει συνειδητά την αφήγηση από την πλευρά των θυμάτων, βασισμένος στις μαρτυρίες όσων δέχτηκαν να τις μοιραστούν. Μαζί με δυο σεναριογράφους, επέλεξε συγκεκριμένα στιγμιότυπα που συνέδεσε με μυθοπλαστικά στοιχεία ώστε να μην είναι αναγνωρίσιμα πρόσωπα και καταστάσεις, προστατεύοντας τους συγγενείς των θυμάτων.

Εικόνες από κάμερες κλειστού κυκλώματος της πραγματικής έκρηξης βόμβας, που είχε προηγηθεί το ίδιο πρωινό, στα κυβερνητικά κτίρια, στο Όσλο, συνδυάζονται στην εισαγωγή με λήψεις από ερασιτεχνικές κάμερες στα συντρίμμια και στο χάος που επικράτησε μετά, μαζί με πλάνα εναέριων λήψεων της πρωτεύουσας. Όσα επακολούθησαν, συνέβησαν 40 χλμ. βορειοδυτικότερα, στο νησί Ουτόγια.

Καταγράφοντας αρχικά τις συζητήσεις των πολιτικοποιημένων νεαρών για τη σημασία της πρωινής επίθεσης και το συσχετισμό της με την παρουσία νορβηγικού στρατού στο Αφγανιστάν, ακόμα κι αν πρόκειται για «ειρηνευτικές δυνάμεις», όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, η 18χρονη Κάγια γνωρίζεται με τον Μάγκνους, ενώ επιπλήττει την αδιαφορία της μικρότερης αδερφής της Έμιλι, μπρος στην ενδεχόμενη σοβαρότητα της κατάστασης. Ξαφνικοί πυροβολισμοί, σαν πυροτεχνήματα, ακολουθούνται από ουρλιαχτά και ένα πανικόβλητο πλήθος τρέχει προς το δάσος. Η Κάγια κρύβεται με άλλα τρομοκρατημένα παιδιά, πίσω από κάτι θάμνους, κοντά στην κατασκήνωση, ενώ συνεχίζονται οι πυροβολισμοί. Ο τρόμος διογκώνεται, ενώ ακούγεται ότι πρόκειται για έναν άντρα που πυροβολεί. Τι μπορούν να κάνουν, παγιδευμένοι σ’ ένα μικρό νησί, με απόκρημνους βράχους; Η ανήσυχη Κάγια δεν ακολουθεί την υπόλοιπη παρέα προς τη θάλασσα. Επιστρέφει στις σκηνές, αναζητώντας απεγνωσμένα την αδερφή της. Στοργική και γενναία, προσπαθεί να πείσει ένα μικρό σαστισμένο αγόρι να κρυφτεί, ενώ αλλού, η Κάγια παρηγορεί ένα αιμόφυρτο κορίτσι που ψυχορραγεί. Μέσα σε μια αγωνιώδη κατάβαση προς τη θάλασσα, ο ήχος ελικοπτέρου εντείνει τον πανικό της και κουτρουβαλιάζεται, ενώ αποκαλύπτεται πως ήταν δημοσιογράφοι, έμμεση καταγγελία της εγκληματικής καθυστέρησης της αστυνομίας. Ομάδες παιδιών επιχειρούν να κρυφτούν στις σχισμές των απόκρημνων βράχων, ενώ στα κινητά τους καταγράφεται η τελευταία επικοινωνία με τους αγαπημένους τους, ως ύστατο αντίο. Σε μια κρυψώνα βρίσκεται και ο Μάγκνους, που αρπάζει την σοκαρισμένη Κάγια δίπλα του. Προσπαθώντας να την εμψυχώσει, την ρωτά ποια είναι τα δέκα πράγματα που θα ήθελε να κάνει πριν πεθάνει. Η Κάγια εξομολογείται πως της αρέσει να τραγουδάει σε χορωδία και σκοπεύει να πολιτευτεί για να μπει στο Κοινοβούλιο. «Είσαι ο τύπος που όλοι θα ψήφιζαν», της λέει γεμάτος θαυμασμό ο Μάγκνους, ζητώντας να του τραγουδήσει. Μέσα στο ζόφο, η Κάγια ψελλίζει τραγουδιστά με τρεμάμενη φωνή το «True Colors», την πρώτη επιτυχία της Σίντι Λόπερ, το 1986. Όμως ο θάνατος καραδοκεί…

Επιχειρώντας να αποδώσει μια αληθινή τραγωδία, με όρους μυθοπλασίας, ο σκηνοθέτης πετυχαίνει να αιχμαλωτίσει το κλίμα της επίθεσης σε ένα συνεχόμενο μονοπλάνο, ώστε να αποδοθεί το «σοκ και δέος» που βίωσαν όσοι διέφυγαν από το μακελειό. Χρειάστηκαν πρόβες μηνών για ένα γύρισμα που εξελίσσεται όχι μόνο στον πραγματικό τόπο, αλλά και στον πραγματικό χρόνο της επίθεσης, που κράτησε 72 λεπτά, σπρώχνοντας τον ρεαλισμό στα άκρα, συνταράσσοντας τον θεατή. Η τελική επιλογή έγινε ανάμεσα σε πέντε διαφορετικές εκδοχές, δηλαδή πέντε διαφορετικά μονοπλάνα, μέσα σε πέντε μέρες.

Τοποθετημένη η κάμερα αρχικά ανάμεσα στα δέντρα, με φόντο την κατασκήνωση, αποτυπώνει την είσοδο της πρωταγωνίστριας στο κάδρο που κοιτά κατάματα το φακό, τη στιγμή που το ακουστικό στο αυτί της προδίδει πως μιλάει στο κινητό με την ανήσυχη, από τις επιθέσεις στην πρωτεύουσα, μητέρα της.

Η κάμερα συντονίζεται με τις κινήσεις της πρωταγωνίστριας, ακολουθώντας την διαρκώς, με το φονικό στο εκτός κάδρου πεδίο, διαδεδομένη τεχνική σε πολεμικές ταινίες. Αίσθηση βίαιης σφαγής μεταφέρεται από τα σωριασμένα άψυχα κορμιά που προσπερνάει η Κάγια, σαν να βρίσκεται σε πεδίο μάχης. Πριμοδοτώντας την οπτική στην περιφέρεια του κάδρου, όπως είχε κάνει και ο Λάσλο Νέμες στο συνταρακτικό «Γιο του Σαούλ» (2015), συχνά εμφανίζονται στο πίσω πλάνο τρομοκρατημένα παιδιά που τρέχουν να σωθούν, ενώ στο ηχητικό πεδίο, ουρλιαχτά, κλάματα και κραυγές πόνου, ακούγονται σταθερά μαζί με τους ασταμάτητους πυροβολισμούς σ’ όλη την ταινία. Η ένταση των πυροβολισμών, πότε εκκωφαντική, πότε ξεθωριασμένη, προδίδει την απειλητική απόσταση του αόρατου δολοφόνου, σε ένα τρομακτικό παιχνίδι γάτας-ποντικού, καθώς βρίσκεται εκτός κάδρου, ενώ σε δύο σκηνές, διακρίνεται από μακριά. Είναι συγκλονιστική η στιγμή «χιτσκοκικού» σασπένς, με την Κάγια μέσα στην σκηνή να βαστάει την αναπνοή της, ακούγοντας έντρομη απ’ έξω να πλησιάζουν τα βήματα του δολοφόνου, ως αιμοβόρου κυνηγού σε σαφάρι, που αφουγκράζεται το θήραμά του.

Η εξέλιξη των ειδικών συστημάτων καταγραφής εν κινήσει στις σύγχρονες κάμερες, επηρέασε καθοριστικά την κινηματογράφηση. Η κάμερα υιοθετεί το υποκειμενικό βλέμμα της πρωταγωνίστριας, προχωράει, οπισθοχωρεί, ανυψώνεται, τρέχει και σωριάζεται μαζί της, ακόμα και στη λάσπη, ενίοτε όμως, αυτονομείται από την οπτική της ηρωίδας, σαν να πρόκειται για το βλέμμα κάποιου άλλου μάρτυρα-χαρακτήρα.

Την εκπληκτική δουλειά του κάμεραμαν συναγωνίζεται η εντυπωσιακή ηχητική επεξεργασία, που ελεγχόταν επί τόπου, καθώς είχαν τοποθετήσει μικρόφωνα σε όλους τους συμμετέχοντες, αλλά και η προσεκτική επιλογή ηθοποιών, με την 19χρονη πρωταγωνίστρια Άντρεα Μπέρτζεν σε μια συνταρακτική ερμηνεία μικρών στιγμών και δυνατών συναισθημάτων, ενώ και οι άλλοι νεαροί αποτυπώνουν εντυπωσιακά τον τρόμο, πετυχαίνοντας συγκινησιακή φόρτιση αντίστοιχη με το τραυματικό συναίσθημα στον πίνακα Η Κραυγή (1893) του Νορβηγού Έντβαρτ Μουνκ, που εικονοποίησε τον ήχο μιας αβάσταχτης απόγνωσης.

Με σεβασμό και δυνατή σκηνοθετική άποψη, ο Πόπε κατόρθωσε να μεταφέρει κινηματογραφικά το αποτρόπαιο συναίσθημα ενός φρέσκου ακόμα τότε, συλλογικού τραύματος, φροντίζοντας να αποδοθεί όσο πιο κοντά στην πραγματικότητα, σε μια ταινία γροθιά-στο-στομάχι. Απαντώντας στο γιατί δεν προτίμησε το ντοκιμαντέρ, ο σκηνοθέτης δήλωσε στη συνέντευξη τύπου στην 68η Μπερλινάλε, όπου πρωτοπαρουσιάστηκε η ταινία, πως η μυθοπλασία μερικές φορές αποδίδει καλύτερα το συναισθηματικό βίωμα ενός εθνικού τραύματος.

Ωστόσο, σύμφωνα και με τις εμπεριστατωμένες επισημάνσεις της Σούζαν Σόνταγκ, στο βιβλίο της «Παρατηρώντας τον πόνο των άλλων» (2003), σχετικά με το αν η δημοσιοποίηση βίαιων εικόνων αποτελεί διαμαρτυρία ή καλλιεργεί τη βία, η σχεδόν σαδιστική αληθοφάνεια της μυθοπλαστικής απεικόνισης ενός τέτοιου αποτρόπαιου πραγματικού μακελειού εγείρει πολλαπλά ηθικά ζητήματα. Μια τέτοια μυθοπλαστική κατασκευασμένη εκδοχή, παρά τις όποιες προθέσεις και το αριστοτεχνικό αποτέλεσμα, λειτουργεί περισσότερο ως αριστουργηματικό θρίλερ ψυχολογικού τρόμου και ας βασίζεται σε τραγικά πραγματικά γεγονότα.

Πυκνώνουν τελευταία ταινίες αποκλειστικά γυρισμένες σε ένα μονοπλάνο, όπως το «PVC-1» (2007/ Σπύρου Σταθουλόπουλου) και η «Βικτόρια» (2015/ Σεμπάστιαν Σίπερ), προκειμένου να αποδοθεί πειστικότερα η αίσθηση πραγματικότητας, αποτυπώνοντας το «εδώ και τώρα» στο σινεμά. Μπορεί να μοιάζει πως ακυρώνεται έτσι το μοντάζ, στην ουσία όμως, ενσωματώνεται στη διαδικασία του γυρίσματος, σε ένα προσχεδιασμένο αποτέλεσμα προεργασίας και επεξεργασμένης σκέψης,

την εποχή που η αμεσότητα της τηλεοπτικής ζωντανής αναμετάδοσης έχει πλέον ξεπεραστεί από την ευκολία καταγραφής βίντεο από κινητά και της άμεσης διάδοσής τους στο διαδίκτυο.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή,είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!