Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός

 

Ο Πραματευτής

Ήρθε απ’ την Πόλη νιός πραματευτής
με διαλεχτή πραμάτεια,
μ’ ασημικά και χρυσικά
και με γλυκά και μαύρα μάτια.

Κι οι νιές ποθοπλαντάζουν του χωριού
στις πόρτες και στα παρεθύρια,
κι οι παντρεμένες ξενυχτάν
για τα σμιχτά γραφτά του φρύδια.

Τρίζωστη ζώνη ολόχρυση φορεί
σε δαχτυλίδι μέση,
και πια η ωραία η χήρα δε βαστά:
– Πραματευτή, πολύ μ’ αρέσει
η ζώνη που φορείς κι ό,τι να πεις
σου τάζω κι άλλα τόσα…
– Δεν την πουλώ με ουδέ φλουριά
με ουδ’ όσα κι άλλα τόσα γρόσα.
έτσι, ωραία, – ωραία, – πώς να σε πω,
ρόδο ή κρίνο;
ένα μου κόστισε φιλί
κι όπου εύρω δυό τη δίνω…
– Σύρε ταχιά στην Ώρια τη σπηλιά,
πραματευτή με τα ώρια μάτια,
και κει σου φέρνω την τιμή
και παίρνω την πραμάτεια.

Τραβάει ταχιά στην Ώρια τη σπηλιά
και στου μεσημεριού τη στάλα
φτάνει στην Ώρια τη σπηλιά
σε μούλα χρυσοκάπουλη καβάλλα.

Δένει τη μούλα στην ξυνομηλιά
που ησκιώνει εμπρός στο σπήλιο,
στα μάτια του που τον πλανάν
βάζει συχνά το χέρι αντήλιο
και τρώει και τρώει τη στράτα του χωριού
δε φαίνεται κι ουδέ γρικιέται
και μπαίνει μέσα στη σπηλιά
κι αποκοιμιέται…

Μέσα στη στοιχειωμένη τη σπηλιά
που αποσταμένος γέρνει,
ύπνος τις φέρνει, ύπνος τις παίρνει:
Νεράϊδες περδικόστηθες στητές
και μαρμαροτραχήλες,
ανήσκιωτα κορμιά, αδειανά
διανέματα κι ανατριχίλες,
στις κομπωτές πλεξούδες των φορούν
νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια
κι έχουνε κρίνους δάχτυλα
κι έχουν ροδόφυλλα για νύχια
κι έχουνε χρυσομέταξα μαλλιά
κι ελιόμαυρες λαμπήθρες
– τέτοιες με μέλι σύγκερο μεστές
οι Υβλαίες κερήθρες –
Και μια, η Εξωτέρα η Παγανή,
παγάνα του θανάτου,
χτυπάει το νιο πραματευτή
και παίρνει τα συλλοϊκά του.

Τώρα στη χώρα ο νιός πραματευτής
κλαίει και λέει πάλι εκείνο:
– Ένα μου κόστισε φιλί
κι όπου εύρω δυό τη δίνω
τη ζώνη πόπλεξε η καλή, – ω ένα φιλί,
η αρρεβωνιαστικιά μου,
με πλάνεσε μια ξωτικιά στην ξενιτειά
και πήρε τα συλλοϊκά μου!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!