Ο Καιόμενος

Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
Άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο Ποιητής μοιράζεται στα δύο.

Ο Οδυσσέας στο ποτάμι (Απόσπασμα)

Ένα φεγγάρι ολονυχτίς ταξίδευε
πάνω στην ασημένια σου χορδή
ποτάμι σιγανό
ποτάμι.
Ήσυχος ήλιος τώρα απλώνεται στη γη
ζεσταίνει το αίμα σου με φως.
Ύστερα θα’ρθει το κορίτσι το αλαφρό
θα κρούσει φωτεινές παλάμες
η πέτρα του ύπνου θα κυλήσει
από τα μάτια σου
θα σηκωθείς μέσα στην πρασινόλευκη
σιωπή
κι οι νύμφες θα τρομάξουνε
θα φύγουν στην κοιλάδα γοργοπόδαρες
και το κορίτσι τ’ άσπρο θα’ναι δροσερό
σα δέντρο κάτω από το φως
πιο πέρα τ’άλλα δέντρα κι η σιωπή
θα στρίψουν θα κοιτάξουν
το δέντρο με το φόρεμα της άνοιξης
να σκύβει ατάραχο ν’αγγίξει το ποτάμι
την ασημένια σου χορδή
ποτάμι σιγανό
ποτάμι.

Το Ποτάμι

Κάθε φορά που θα περάσεις το ποτάμι,
θάναι βαθύτερα νερά, βαθύτερο ποτάμι.
Έτσι είπε ο Φίλιππος.
Είχε ένα πρόσωπο γεμάτο από χαραματιές.
Οι πέτρες στην κάτω μεριά λοξά βουλιαγμένες,
φύτρωνε λίγο χορτάρι.

……………………………………….

Τι κάνει ο κήπος σου Ρωξάνη,
στο ποτάμι;
Ο ήλιος εχρύσωνε το σκούρο ποτάμι.
Ακούστε, είπε ο Φίλιππος, ενύχτωσε, δε
θα προλάβουμε τη γιορτή. Το μονοπάτι
σερνόταν αθέατο ανάμεσα στις φτέρες.
Κάτω στην όχθη φορτώνανε το φορτηγό
με τα πυροτεχνήματα,
λαχάνιαζε η μηχανή του στους άμμους
Η νύχτα ελόξευε κι έφευγε το ποτάμι
καθαρό μακρινό
διπλωμένο τη σκοτεινιά
του μεγάλου θεού.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!