Αν δε μούδινες την ποίηση…

Αν δε μούδινες την ποίηση, κύριε,
δε θάχα τίποτα για να ζήσω.
Αυτά τα χωράφια δε θάταν δικά μου.
Ενώ, τώρα, ευτύχησα νάχω μηλιές,

να πετάξουνε κλώνους οι πέτρες μου,
να γιομίσουν οι φούχτες μου ήλιο,
η έρημός μου λαό,
τα περιβόλια μου αηδόνια.

Λοιπόν; Πώς σου φαίνονται; Είδες
τα στάχυα μου, κύριε, είδες τ’ αμπέλια μου,
είδες πού φτάνουν οι γαλήνιες κοιλάδες μου;

Κι’ έχω ακόμη καιρό!
Δεν ξεχέρσωσα όλο το χώρο μου, κύριε.
Μ’ ανασκάφτει ο πόνος μου κι’ ο κλήρος μου μεγαλώνει.
Ασωτεύω το γέλιο μου σαν ψωμί που μοιράζεται.

Όμως,
Δεν ξοδεύω τον ήλιο σου άδικα.
Δεν πετώ ούτε ψίχουλο απ’ όσα μου δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι την ερμιά και τις κατεβασιές του χειμώνα.

Γιατί θάρθει το βράδυ μου. Γιατί φτάνει όπου νάναι

το βράδυ μου, κύριε, και πρέπει,
νάχω κάμει πριν φύγω την καλύβα μου εκκλησιά
για τους τσοπάνηδες της αγάπης.

Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές

Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές – χιόνι, λουλούδια του έρωτα,
άσπρισαν απ’ τα λόγια σου – έγειραν τα κλαδιά τους
γιόμισα το μικρό μου κόρφο – πήγα και στη μάννα μου.

Κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι – και με νοιάζονταν
κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι – και με μάλωνε:

Χτες σ’έλουσα, χτες σ’ άλλαξα – πού γύριζες
ποιος γιόμισε τα ρούχα σου – δάκρυα

και νερατζάνθια.

Αν σου λείψω μια νύχτα

Αν σου λείψω μια νύχτα, μην ανησυχήσεις
ως το άλλο πρωί, ως το άλλο βράδυ, ως την Κυριακή.
Εδώ κάπου θα βρίσκομαι σ’ έναν άρρωστο δίπλα,
μ’ ένα πικρό ραβδί θα ψάχνω να βρω μια πηγή,
πόρτα σε πόρτα θα γυρνώ μ’ ένα ψωμί στη μασχάλη.
Έχε αναμένη τη φωτιά πάντοτε, γιατί πάντοτε
θα σου γυρίζω μουσκεμένος. Έχε ζεσταμένο
στα γόνατά σου ένα πουκάμισο κι’ έχε το νου σου
στην πόρτα και στη δημοσιά μην ακουστώ, γιατί,
δίχως λειψό αποφέγγαρο κι’ άστρι, κάθε φορά,
από την άκρη θάρχομαι του κόσμου.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!