Στον Καλλιτέχνη

Δημιουργία δεν είναι αυτή που δεν την σφράγισε ο πόνος.
Τι τάχα κι αν εχάραξες  στην πέτρα τα όνειρά σου;
Τεχνίτη δεν σου τάτριψε σε ψιλή σκόνη ο χρόνος;
Αυτή ειν’ η μοίρα σου ποιητή, δημιουργέ, θεούς να φτιάχνεις
κι’ αν οι θεοί σου είναι θνητοί το θάρρος σου μη χάνεις.
Πάρε πηλό από τη ζωή και φτιάξε το είδωλό σου
και δώστου από το αίμα σου και δώστου απ’ την καρδιά σου
και δώστου από τον πόνο σου να ζήσει κι ετοιμάσου,
ειδωλολάτρη, αν χρειασθεί, μαζί του να πεθάνεις.

Στη Λυβική την έρημο βραδυάζει

Οι Μπεντουβίνοι τέλειωσαν απ’ ώρα
το βραδυνό τους το ναμάζι.
Στη Λυβική την έρημο βραδυάζει.
Οι σαύρες, τα μαμούνια, τα ζουζούνια
στις τρύπες τους κρυφτήκαν, δεν σαλεύει
μήτε φτερό, μήτε πανί κι ατάραχα η γαλήνη βασιλεύει.
– Καθώς περνά η Σελήνη και κοιτά
με τη γλυκειά θωριά της κάτου
ριγά μπρος στην ασκήμια του θανάτου…

Χιλιάδες άταφοι νεκροί
μέσα στην έρημο σπαρμένοι
με τρύπια μάτια, δόντια ασπριδερά
σαρκάζουν τη φθορά που δεν τους παίρνει.
Κι η φρίκη ολόγυμνη γυρνά
στην ερημιά τα βράδια
μοιράζοντας στους άταφους νεκρούς τα κρύα της τα χάδια…
– Κι ενώ η Σελήνη πάει να κρυφτεί
το Λυβικό αντιμάμαλο παφλάζει
στις έρημες ακτές, σαν να φωνάζει
της αγωνίας βραχνά η κραυγή :
Κοιτάχτε πώς γλυκοχαράζει
Στην Λυβική την έρημο η Αυγή…

Γλυκοχαράζει

Γλυκοχαράζει. Αγλύκαντε ξύπνα κι ανακλαδίσου.
Γλυκό ’ναι το τραγούδι μου κι αν ειν’ η γεύση του πικρή
είναι γιατί ξενύχτησα την κάθε σου χαρά νεκρή
κι αγρύπνησα και πόνεσα σαν αδελφός μαζί σου.

Παπαρούνες

Ένα μπουκέτο παπαρούνες
φτιαγμένες  από σύρματα και φλος
αναστατώσαν την ψυχή μου.
Ο λογισμός ξαστέρωσε ο θολός
κι έπεσε φως μεσ’ στο κελί μου.

Ένα μπουκέτο πυρκαγιές
ένα μπουκέτο χείλη.
Ένα μπουκέτο ροδαμνιές,
σε τροπικό ένα δείλι.

Μα πούνε η αγάπη;

Πνίγηκε στο μίσος και στο ψέμμα
και στο κελί μου φτάσανε
σπαραχτικές κραυγές.
Κι οι παπαρούνες έγιναν

ένα μπουκέτο από πληγές
και στάζουν αίμα…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!