Ανθολόγος ο Λουκάς Αξελός

 

ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ (1937-1994)

Μην απορείς μητέρα

Μην απορείς μητέρα, μην τρομάζεις
τούτα τα ποιήματα διαβάζοντας, θα τα βρίσκεις, βέβαια,
λίγο στενάχωρα, σάμπως να θέλουν
από τις λέξεις μέσα να βγουν. Ίσως, ακόμα,
το γιο σου μέσα τους να μην αναγνωρίζεις. Κι όμως
δικά του είναι μητέρα· αυτόν εικονίζουν.
Πάσχουν κι αυτά όπως κι αυτός από ασφυξία,
χάνονται  μέσα τους, γυρίζουν,  επιστρέφουν,
πάσχουν να βγουν από τις λέξεις όπως κι εκείνος
πάσχει να βγει από το πετσί του μέσα.

Μην απορείς μητέρα, μην τρομάζεις· προ παντός
μη σε κυριέψει απελπισία· κάτι στηρίζει
το γιο σου, που εσύ δε βλέπεις:
μέσα του, από τα πόδια ως την κορφή, είναι μια κολόνα
που τον στυλώνει, τον κρατά μ’ όρθιο κεφάλι,
που τον ψυχώνει, βήμα με βήμα, αγκώνα με αγκώνα,
μες απ’ τα ερείπια ν’ ανοίγει δρόμο και να προχωράει.

Παράξενο πουλί μου

Παράξενο πουλί μου, μαθημένο
στα σκοτεινά

σου στήσανε παγίδες, σε κυνήγησαν
σου ’κοψαν με γυαλιστερά στιλέτα τα φτερά
νόμισαν πως σε σκότωσαν.

Έσκυψα ταπεινά, με δάχτυλα που τρέμαν,
το στήθος μου άνοιξα κι ευλαβικά
σε πήρα και σ’ απίθωσα βαθιά.

Η φωνή σου
θαυματουργά ραντίζει τώρα τις πληγές μου
γίνεται φίλτρο μαγικό

παράξενο πουλί μου, μαθημένο
στα σκοτεινά.

Σιγά σιγά θ’ ανάψει η φωτιά

Σιγά σιγά θ’ ανάψει η φωτιά —
με μιας, μην περιμένεις, φίλε, να φουντώσει.
Να δεις τον ουρανό μια νύχτα να φωτίζεται,
σα μέρα να γίνεται, παράξενα, εκπληκτικά —
μην περιμένεις.

Όταν, ένα πρωί, το πιο απόμακρο,
ασήμαντο κλαδί του δέντρου σου, πάρει φωτιά,
μην πεις κλαδάκι είναι φτενό κι ας καίγεται,
μην πεις: είναι μακριά πολύ,
το δέντρο μου
δεν κινδυνεύει.

Σιγά σιγά θ’ ανάψει η φωτιά.
Το ’να φτενό κλαδί θα κάψει τ’ άλλο,
από τη μια κορφή στη διπλανή η φλόγα θα πηδήξει,
κι όταν το δέντρο, σύγκορμο, θα λαμπαδιάσει,
δε θα ’ναι, φίλε μου, καιρός, δε θα ’ναι.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!