Όσοι, καλοπροαίρετα, αναρωτιούνται ακόμα τί σήμαινε η επίσκεψη Ερντογάν και αν η στάση του πρόεδρου και του πρωθυπουργού «ψαλίδισε» τις επεκτατικές βλέψεις του σουλτάνου, δεν έχουν παρά να δουν τις τελευταίες εξελίξεις. Αμέσως μετά την επίσκεψη ομάδα «Γκρίζων Λύκων» με την ανοχή της κυβέρνησης εισέβαλαν στην Αγία Σοφία, το τούρκικο ναυτικό δέσμευσε το μισό Αιγαίο για στρατιωτικές ασκήσεις, ο Ερντογάν με δηλώσεις στο Βήμα της Κυριακής (10/12) επανέλαβε όλες τις διεκδικήσεις και ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, στη Βουλή, δήλωσε « Το Αιγαίο είναι υπό αμφισβήτηση μέχρι σήμερα».

Με απλά λόγια η κατάσταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι χειρότερη μετά το ταξίδι και η ένταση θα κλιμακωθεί.

Υπάρχουν μερικά συμπεράσματα.

Με αυτά τα δεδομένα είναι αναγκαίο να συζητηθούν ορισμένα, πιο γενικά, συμπεράσματα.

1 Ο Ερντογάν δεν ήρθε στην Ελλάδα να συζητήσει, να διαπραγματευθεί, να προτείνει διέξοδο στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Δεν ήρθε ως «απομονωμένος» από τον Δυτικό κόσμο ηγέτης που αναζητούσε τάχα επαναπροσέγγιση με δηλώσεις καλής θέλησης. Ήρθε ως επικεφαλής μιας μεγάλης χώρας, με σημαντική οικονομική και στρατιωτική δύναμη, που ασκεί, και φιλοδοξεί να αναπτύξει περισσότερο, μεγαλοκρατική και επεκτατική πολιτική σε ολόκληρη την περιοχή της Μ. Ανατολής. Ήρθε, με ύφος σουλτάνου, να επιβάλλει το «δίκαιο» του ισχυρού, περιφρονώντας κατάφωρα «πρωτόκολλα» και παρασκηνιακές διπλωματικές συμφωνίες και περιγελώντας «λεονταρισμούς» περί δικαίου και ισότιμων σχέσεων.

2 Ο Ερντογάν φρόντισε, πριν καν έρθει στην Αθήνα, να ξεκαθαρίσει ότι αμφισβητεί τη Συνθήκη της Λωζάννης στο σύνολο των προβλέψεων της για τη Μέση Ανατολή, ότι υπάρχουν γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο, ότι δεν αναγνωρίζει θαλάσσια και εναέρια σύνορα, ότι το Αιγαίο είναι ήδη διχοτομημένο, ότι για τη μη «επίλυση» του Κυπριακού ευθύνεται η ελληνοκυπριακή πλευρά που απέρριψε το σχέδιο Ανάν και μέχρι σήμερα κωλυσιεργεί, ότι το θέμα της εκμετάλλευσης του φυσικού πλούτου σε Αιγαίο και Μεσόγειο μπορεί να επιλυθεί με βάση την τουρκική ερμηνεία και ότι τα νησιά δεν δικαιούνται υφαλοκρηπίδας.

3 Ο Ερντογάν δεν ζήτησε να συζητηθούν τα θέματα αυτά. Θεωρεί δεδομένο το καθεστώς που επιβληθεί στην πράξη. Με τη δήλωση του ότι «δεν αποσκοπεί σε αλλαγή συνόρων σε Αιγαίο και Θράκη» εννοούσε ότι δεν επιθυμεί κάτι περισσότερο από αυτά που, ολόκληρο το τουρκικό πολιτικό σύστημα, θεωρεί τετελεσμένα. Η «συζήτηση ειδικών» που πρότεινε αποσκοπεί στη νομιμοποίηση όσων η Τουρκία έχει επιβάλλει στην πράξη.

4 Ο Ερντογάν στην Αθήνα, επιπρόσθετα, άνοιξε θέμα «Κυπροποίησης» της Θράκης. Η προκλητικά επαναλαμβανόμενη αναφορά στους «ομοεθνείς» της Θράκης, το «ενδιαφέρον» για την οικονομική τους κατάσταση, οι αναφορές στις θρησκευτικές διακρίσεις και στο θέμα εκλογής μουφτή αναδεικνύουν την πρόθεση της Τουρκίας να αναγνωρισθεί νομικά η ύπαρξη «τουρκικής μειονότητας» στην περιοχή. Αυτό θα έδινε προσχήματα να απαιτεί την έμπρακτη υποστήριξη των «ομοεθνών» και θα νομιμοποιούσε πολιτικές παρεμβάσεις. Θα έδινε τη δυνατότητα αναγνώρισης «ειδικού καθεστώτος» ή και αυτονομίας στην περιοχή. Όπως ακριβώς συμβαίνει στην Κύπρο, η Τουρκία επιχειρεί σταδιακά να αποκτήσει νομικά και πολιτικά δικαιώματα στη Θράκη, υπάγοντας την περιοχή στο σχέδιο συγκρότησης και ενδυνάμωσης ενός μουσουλμανικού τόξου στα Βαλκάνια στην υπηρεσία της νέο- Οθωμανικής πολιτικής της.

5 Ο Ερντογάν με την επίσκεψη του στην Αθήνα δεν άφησε σκιές. Η πολιτική των εντάσεων σε Αιγαίο- Θράκη- Κύπρο θα συνεχιστεί, θα συνδέεται, όλο και περισσότερο, με τις γεωπολιτικές επιδιώξεις της Τουρκίας στη Μ. Ανατολή και την ανάδειξη της σε ηγεμονική δύναμη του μουσουλμανικού στοιχείου. Άλλωστε ήδη από την Αθήνα το κύριο ενδιαφέρον του σουλτάνου ήταν στραμμένο στην Ιερουσαλήμ.

Η ελληνική εξωτερική πολιτική φέρνει βαθιά σημάδια μιας «φιλανδοποίησης», που την οδηγούν σε συνεχείς υποχωρήσεων έναντι της Τουρκίας που έτσι αποθρασύνεται περισσότερο. Αντί να αξιοποιήσει τη θέση της χώρας και το διεθνές δίκαιο για την προστασία της παραδίδεται στις επιλογές των ΗΠΑ και Ισραήλ εκθέτοντας τη χώρα σε τεράστιους κινδύνους.

Ένας «μπερδεμένος» πρωθυπουργός

Ο Αλ. Τσίπρας, μπροστά στις κάμερες, δήλωσε «μπερδεμένος» σχετικά με το τι ζητά ο Τούρκος πρόεδρος. Μεγάλη στιγμή για την ελληνική διπλωματία. Και όντας «μπερδεμένος» και ανακουφισμένος που ο Ερντογάν δεν επιθυμεί «αλλαγή συνόρων», πέρα από το μισό Αιγαίο, κατάπιε όλες τις τουρκικές προκλήσεις κάνοντας «επίδειξη ισχύος» ότι αν η Τουρκία φανεί νουνεχής θα εξασφαλίσει την επαναπροσέγγιση της με την Ε.Ε. Ο Έλληνας μπορεί να αισθάνεται τυχερός που ο Ερντογάν «έπνιξε» το γέλιο του… Υπάρχουν και εδώ όμως συμπεράσματα.

1 Η ελληνική εξωτερική πολιτική φέρνει βαθιά σημάδια μιας «φιλανδοποίησης», που την οδηγούν σε συνεχείς υποχωρήσεων έναντι της Τουρκίας που έτσι αποθρασύνεται περισσότερο. Αντί να διαμορφώσει μια πολιτική και να αξιοποιήσει τη θέση της χώρας και το διεθνές δίκαιο για την προστασία της, η κυβέρνηση βαυκαλίζεται με την ψευδαίσθηση ότι οι τουρκικές διεκδικήσεις είναι προϊόν μιας δήθεν εσωτερικής αντιπαράθεσης και άρα κάλπικες. Αδυνατεί να δει ότι ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της «γείτονος» έχει κοινή επεκτατική στρατηγική σε Αιγαίο, Θράκη και Κύπρο. Επιμένει να θεωρεί την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας παράγοντα «συνετισμού» ακόμα και τη στιγμή της πιο οξείας κρίσης των σχέσεων της με την Ε.Ε και τις ΗΠΑ. Η Τουρκία έχει εξασφαλίσει διμερείς οικονομικές και στρατιωτικές σχέσεις με τις περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και ουδόλως ενδιαφέρεται για πλήρη ένταξη στην Ε..Ε. Η Ελλάδα, δηλαδή, «προσφέρει» κάτι που η Τουρκία δεν επιθυμεί και, αντίθετα σήμερα, επιλέγει αντίθετη κατεύθυνση.

2 Η «ενεργητική» διάσταση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας είναι η πλήρης παράδοση στις επιλογές και προτεραιότητες των ΗΠΑ και του Ισραήλ, ως μοναδικό παράγοντα εξασφάλισης «προστασίας». Ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι υπάρχει, έστω και προσωρινά, ανάγκη οικοδόμησης σχέσεων ικανών να αποτρέψουν ένα μεγαλύτερο κακό, αυτό σε καμιά περίπτωση δεν υπηρετείται με την μετατροπή της χώρας σε υποχείριο των πιο επιθετικών δυνάμεων στην περιοχή. Ιδιαίτερα σήμερα που ο αμερικάνικος παράγοντας αποδεικνύεται αδύναμος να επιβάλει τη θέληση του. Η Ελλάδα παραδίδει «γη και ύδωρ» στις ΗΠΑ, χωρίς να τολμήσει να ζητήσει ένα ουσιαστικό χαλάρωμα του οικονομικού βρόγχου που της έχει επιβληθεί από την Ε.Ε, ως αντιστάθμισμα της στάσης της. Η χαριστική εκποίηση των υποδομών της στις ΗΠΑ δεν αποτελούν σε καμιά περίπτωση επιβοηθητικό οικονομικό αντάλλαγμα. Ίσως η χώρα να αποτελεί μοναδικό παγκόσμιο παράδειγμα που παραδίδει τα πάντα χωρίς να διεκδικεί τίποτα πέρα από τη μοίρα του προτεκτοράτου.

3 Η στάση αυτή οδήγησε και οδηγεί σε βαθύτερη ρήξη των σχέσεων της με τη Ρωσία, τη στιγμή που η τελευταία αναβαθμίζει τον ρόλο και την παρουσία της στην περιοχή. Η επιλογή αυτή δεν έχει μόνο οικονομικές συνέπειες, σε μια καθημαγμένη οικονομικά και κοινωνικά χώρα, αλλά οδηγεί και σε μια πολιτική και διπλωματική απομόνωση, μοναδική στην πρόσφατη ιστορία της χώρας, τη στιγμή που θα επιβαλλόταν η καλλιέργεια σχέσεων και επαφών με όλες τις δυνάμεις που επηρεάζουν τις εξελίξεις στην περιοχή

4 Το λάθος διάβασμα των μηνυμάτων των καιρών, και η φοβία έναντι ενός επιθετικού και απρόβλεπτου γείτονα καθιστούν την Ελλάδα έρμαιο στις επιλογές των ΗΠΑ και τους τυχοδιωκτισμούς του Ισραήλ όχι μόνο έναντι του τουρκικού επεκτατισμού. Την εκθέτει και τη στοχοποιεί έναντι μεγάλων δυνάμεων, τη στιγμή που τα σύννεφα του πολέμου πυκνώνουν στη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική και μια γενικευμένη σύρραξη δεν μπορεί να αποκλεισθεί.

Ποιός μπορεί να έχει ήσυχη τη συνείδηση του με όλα αυτά να βαραίνουν γύρω και εντός μας;

Φινλανδοποίηση

Στην διπλωματική γλώσσα ο όρος «φινλανδοποίηση» περιγράφει τη διαδικασία κατά την οποία μια μικρή χώρα, που συνορεύει με μια μεγαλύτερη, αποκτά με συγκεκαλυμμένο τρόπο εξαρτήσεις από την ισχυρή της γείτονα. Εξαρτήσεις που την κάνουν να αντιδρά αυτόματα και ευνοϊκά σε κάθε αίτημα της μεγαλύτερης χώρας. Η υιοθέτηση αυτής της στάσης είναι απότοκο του φόβου ότι η μικρή χώρα οδηγούμενο σε σύρραξη με το γείτονά της θα χάσει πολύ περισσότερα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!