Του Δημήτρη Μπελαντή

 

Το ζήτημα των υπό εξέλιξη συγκεντρώσεων του Ερντογάν και άλλων ηγετών της Τουρκίας σε δυτικοευρωπαϊκές πόλεις και πρωτεύουσες ενόψει του δημοψηφίσματος στην Τουρκία, έχει τεθεί στο στόχαστρο της επικαιρότητας. Γύρω από αυτό, παίζονται σημαντικά παιχνίδια πολιτικής επιρροής, που συναρτώνται με την πολιτική σκηνή των χωρών οι οποίες απαγορεύουν ή επιφυλάσσονται για την νομιμότητα αυτών των συγκεντρώσεων.

Από την άποψη των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων τόσο των Τούρκων μεταναστών ή και πολιτών αυτών των χωρών τουρκικής εθνικότητας, και ιδίως του δικαιώματος στην συνάθροιση και στην ελεύθερη πολιτική έκφραση, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν αυτές οι απαγορεύσεις είναι συμβατές με τις διατάξεις των εθνικών Συνταγμάτων και το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την ελευθερία του συνέρχεσθαι (το οποίο μάλιστα αναφέρεται σε «παν πρόσωπο» και όχι μόνο σε πολίτες της κάθε χώρας, όπως αντίθετα το άρθρο 11 του Ελληνικού Συντάγματος) καθώς και άλλων Διεθνών Συμβάσεων για τα δικαιώματα του ανθρώπου. Βεβαίως, όλες αυτές οι διατάξεις ενέχουν επιφυλάξεις για ζητήματα δημόσιας τάξης, δεν έχει, όμως, διευκρινισθεί από την Ολλανδία, την Γερμανία ή άλλες χώρες ποια συγκεκριμένα ζητήματα ασφάλειας και τάξης θα έθετε η ομιλία των Τούρκων αξιωματούχων.

Όμως, η νομική διάσταση, όσο και αν είναι πολύ σημαντική και πρέπει να γίνεται σεβαστή (άλλωστε, σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν τίθεται ζήτημα αμοιβαιότητας, όπως είναι γνωστό), δεν μπορεί να μας κάνει να τυφλωθούμε για τις πολιτικές σκοπιμότητες από την πλευρά της Άγκυρας. Η τουρκική κυβέρνηση και ο Τούρκος Πρόεδρος σαφώς ανέμεναν αντιδράσεις για αυτήν την «εξωτερική» πολιτική εκστρατεία, δεδομένου ότι είναι ασυνήθιστο η προεκλογική εκστρατεία -και μάλιστα μονομερώς από την ηγεσία του κράτους- για ένα δημοψήφισμα να ασκείται σε μεγάλη κλίμακα στο εξωτερικό, κάτι που εδώ συνδέεται με τις μεγάλες τουρκικές εθνοτικές ομάδες σε αυτές τις χώρες. Προεξοφλώντας αυτές τις αντιδράσεις, αλλά και τις υπαρκτές ξενοφοβικές αντιδράσεις, η κυβέρνηση Ερντογάν φιλοδοξεί να γίνει ο πόλος αναφοράς ενός αντί-αντιισλαμικού ρεύματος στην Δυτική Ευρώπη και πιθανόν να αλληλοτροφοδοτηθεί με την ενίσχυση αντιισλαμικών και ξενοφοβικών πολιτικών ρευμάτων. Το να οικειοποιείσαι το «πρόσωπο» που σου αποδίδει ο πιθανός αντίπαλός σου και μάλιστα να το τραβάς στα άκρα για να αντλήσεις πολιτική υπεραξία είναι πια κάτι το πολύ συνηθισμένο, όπως βλέπουμε να γίνεται και σε άλλες χώρες, π.χ. στις ΗΠΑ, τόσο από τον Τραμπ όσο και από τους αντιπάλους του. Σε κάθε περίπτωση, αυτό το «παιχνίδι» στα χέρια του Ερντογάν συνδέεται άμεσα με την αξίωση αναβάθμισης της Τουρκίας σε περιφερειακή και πιθανώς και παγκόσμια γεωπολιτική δύναμη.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!