Μέσα στο κλίμα διαπραγματεύσεων, υπαναχωρήσεων και υποταγής ερωτήματα προκάλεσε η επιλογή της κυβέρνησης να θέσει θέμα για τη συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα και η ανταλλαγή δηλώσεων με τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Σόιμπλε. Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν η κυβέρνηση και ο Α. Τσίπρας επέλεξαν μια σε βάθος και διάρκεια αντιπαράθεση με τα σχέδια του Γερμανού υπουργού. Το άτακτο μάζεμα της αντιπαράθεσης με τις δηλώσεις της Όλγας Γεροβασίλη δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών. Το ερώτημα είναι γιατί επιλέχθηκε αυτή η στιγμή και τι σήμαινε -αν σήμαινε κάτι- η κυβερνητική πρωτοβουλία.

Δεν είναι η πρώτη φορά που το κυβερνητικό επιτελείο εναγωνίως αναζητά (λάθος) συμμάχους για να καταστήσει πειστική την εμμονή του να διατηρηθεί στην κυβέρνηση και να πείσει ότι υπάρχουν «μαξιλαράκια», μέσω ενός παράλληλου προγράμματος. Να θυμίσουμε τις κυβερνητικές αναζητήσεις πρώτα με την ανάδειξη του ΔΝΤ σε βασικό σύμμαχο για το κούρεμα του ελληνικού χρέους, έναντι της ακαμψίας της Ε.Ε., στη συνέχεια στο κλίμα κατανόησης που δείχνει η Κομισιόν έναντι των υπαλλήλων της τρόικας, στη συνέχεια της καλής Μέρκελ έναντι του Σόιμπλε κ.λπ. Όλες αυτές οι περιπλανήσεις οδήγησαν, βέβαια, στο 3ο Μνημόνιο αλλά αυτό είναι λεπτομέρεια για τους κυβερνητικούς επιτελείς.

Τώρα επέλεξε μια ευθεία αντιπαράθεση για το ρόλο του ΔΝΤ που συνοδεύτηκε από τη βεβαιότητα ότι το κλίμα στην Ευρώπη έχει αλλάξει με τη εκλογή της νέας κυβέρνησης της Πορτογαλίας και την αλλαγή στάση των Ολάντ-Ρέντσι. Είχε προηγηθεί η συνάντηση Τσίπρα-Κέρι και οι συζητήσεις για το καθεστώς και την επέκταση των αμερικανικών βάσεων, με αφορμή τον πόλεμο στη Μ. Ανατολή, το Κυπριακό, το Μεταναστευτικό, το ενεργειακό και η συμμετοχή των ΗΠΑ στο σχέδιο επανεκκίνησης της οικονομίας. Η κυβέρνηση φαίνεται ότι ερμήνευσε τις προθέσεις και τις εγγυήσεις των ΗΠΑ ως ευκαιρία διατύπωσης ενός αιτήματος χαλάρωσης του μνημονίου και ιδιαίτερα των αυστηρών απαιτήσεων του ΔΝΤ. Υπερεκτίμησε τις δυνατότητες που έχει στην, από το παρελθόν, διελκυστίνδα μεταξύ ΗΠΑ- Ε.Ε. για το ποιος θα πληρώσει το κόστος της ευρωπαϊκής (όχι μόνο της ελληνικής) κρίσης και των υποτροπών της. Η εμμονή της Γερμανίας και της Ε.Ε. για τη παρουσία του ΔΝΤ στα προγράμματα εξυγίανσης χωρών της Ε.Ε. δεν αφορά, βέβαια, την τεχνογνωσία που διαθέτει, αλλά κυρίως τη συμμετοχή του στο κόστος και τους κινδύνους δανεισμού. Είναι το τίμημα που απαιτεί το ευρωπαϊκό ιερατείο έναντι των απόλυτης πρόσδεσης της Ε.Ε. στο ατλαντικό άρμα και στην αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας- Κίνας, στο σύνολο των οικονομικών και γεωστρατηγικών αντιπαραθέσεων στη περιοχή και στον πλανήτη. Ο πρωθυπουργός αντιλαμβάνεται τα μηνύματα της εποχής και προσπαθεί να αδράξει την ευκαιρία. Αλλά κάθε θαύμα διαρκεί ελάχιστα… Μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο Κομισιόν και Μοσκοβισί δηλώνουν την υποστήριξή τους στη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα της Ελλάδας και η ανακάλυψη νέων «στρατηγικών συμμάχων» διαλύθηκε αυθωρεί και παραχρήμα.

Όπως και να το κάνουμε, σε τέτοιας τάξης διπλωματικά παιχνίδια δεν έχουν θέση χώρες νεοαποικίες ούτε πρωθυπουργοί που τα έχουν υπογράψει όλα. Οι γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις δεν έχουν σχέση με τα παραμύθια για «παράλληλο πρόγραμμα», στα οποία ειδικεύονται οι επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ.

 

Σ.Π.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!