Ανθολόγος ο Λουκάς Αξελός

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ (1884-1951)

 

Άγραφον

Επροχωρούσαν έξω από τα τείχη
της Σιών ο Ιησούς και οι μαθητές του,
σαν, λίγο ακόμα πριν να γείρει ο ήλιος,
ζυγώσανε αναπάντεχα στον τόπο
που η πόλη έρριχνε χρόνια τα σκουπίδια,
καμένα αρρώστων στρώματα, αποφόρια,
σπασμένα, αγγεία, απορρίμματα, ξεκλίδια…

Κ’ εκεί, στον πιο ψηλό σωρόν απάνω
πρησμένο, με τα σκέλια γυρισμένα
στον ουρανό, ενός σκύλου το ψοφίμι,
που ως ξαφνικά ακούοντας τα κοράκια
που το σκέπαζαν πάτημα το αφήκαν
με τέτοια οσμήν ανάδωκεν οπού όλοι
σα μ’ ένα βήμα οι μαθητές, κρατώντας
στη φούχτα τους την πνοή, πισωδρομήσαν…

Μα ο Ιησούς, μονάχος προχωρώντας
προς το σωρό γαλήνια, κοντοστάθη
και το ψοφίμι εκοίταζε έτσι, πόνας
δεν κρατήθη μαθητής και του ’πεν
από μακριά: «Ραββί, δε νιώθεις τάχα
την φοβερήν οσμή και στέκεσ’ έτσι;»

Κι αυτός, χωρίς να στρέψει το κεφάλι
απ’ το σημείο που εκοίταζε, αποκρίθη:
«Την φοβερήν οσμή, εκείνος πόχει
καθάρια ανάσα και στη Χώρα μέσα
την ανασαίνει, όθ’ ήρθαμε… Μα τώρα
αυτό πού βγαίνει απ’ τη φτορά θαυμάζω
με την ψυχή μου ολάκερη… Κοιτάχτε
πώς λάμπουνε τα δόντια αυτού του σκύλου
στον ήλιο ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο,
πέρα απ’ τη σάψη, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι ακόμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κ’ ελπίδα!»

Έτσ’ είπ’ Εκείνος κ’ είτε νιώσαν ή όχι
τα λόγια τούτα οι μαθητές, αντάμα,
σαν εκινήθη, ακλούθησαν και πάλι
το σιωπηλό του δρόμο…

Και να τώρα,
βέβαια στερνός, το νου μου πώς σ’ εκείνα,
Κύριε, τα λόγια Σου γυρίζω, κι όλος
μια σκέψη στέκομαι μπροστά Σου: Α!… δώσε,
δος και σ’ εμένα, Κύριε, ενώ βαδίζω
ολοένα ως έξω απ’ της Σιών την πόλη,
κι από τη μια της γης στην άλλην άκρη
όλα είναι ρείπια, κι όλα είναι σκουπίδια,
κι όλα είναι πτώματα άθαφτα που πνίγουν
τη θεία πηγή τ’ ανασασμού, στη χώρα
είτ’ έξω από τη χώρα· Κύριε, δος μου,
μες στη φριχτήν οσμή οπού διαβαίνω,
για μια στιγμή την άγια Σου γαλήνη,
να σταματήσω ατάραχος στη μέση
απ’ τα ψοφίμια και ν’ αδράξω κάπου
και στη δική μου τη ματιάν έν’ άσπρο
σημάδι ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο,
κάτι να λάμψει ξάφνου και βαθιά μου
έξω απ’ τη σάψη, περά από τη σάψη
του κόσμου, ωσάν τα δόντια αυτού του σκύλου
που, ω Κύριε, βλέποντάς τα εκειό το δείλι,
τα ’χες θαμάσει, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι αντάμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κ’ ελπίδα!…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!