του Ηρόστρατου

 

«Δείξε ποιος είσαι» ή η αθλιότητα της ταχύτητας

«Γιατί χάθηκε η ηδονή της βραδύτητας; Α, πού είναι οι παλιοί αργόσχολοι; Πού είναι αυτοί οι φυγόπονοι ήρωες των λαϊκών τραγουδιών, αυτοί οι πλάνητες που χαζεύουν από μύλο σε μύλο και κοιμούνται στο ύπαιθρο; Άραγε χάθηκαν μαζί με τους χωματόδρομους, μαζί με τα λιβάδια και τα ξέφωτα, μαζί με τη φύση;»
Μίλαν Κούντερα, Η βραδύτητα

kunderaΣτον κόσμο της ταχύτητας και των ρεκόρ το ταξίδι δεν έχει καμιά απολύτως σημασία. Αυτό που μετράει είναι ο χρόνος. Όλα τα θέλουμε πιο γρήγορα. Το αυτοκίνητο, το φαγητό, το διαδίκτυο, την ερωτική επαφή. Όλα σε fast forward.

Το ταξίδι είναι μόνο αφετηρία και τέρμα.

Οι δρόμοι ευθείς να σε εθίζουν στην αυξημένη ταχύτητα, να σε σπρώχνουν να πατήσεις όλο και πιο δυνατά το γκάζι.

Να περηφανεύεσαι για τις λίγες ώρες που έκανες να πας από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη.

Προτιμάς το αεροπλάνο από το τρένο. Κι ας μην καταλαβαίνεις τίποτα από τη διαδρομή. Μια ελάχιστη θέα από τον ουρανό – κι αυτό αν έχεις την τύχη να είσαι σε παράθυρο.

Γρήγορες συναλλαγές. Γρήγορα κινητά.

«Δείξε ποιος είσαι» λέει η ηλίθια διαφήμιση εταιρείας κινητής τηλεφωνίας.

Αγόρασε ένα γρήγορο αυτοκίνητο. Ή ένα τεράστιο αυτοκίνητο.

Είσαι πλούσιος; Πρέπει και να φαίνεται.

Ένα γυαλιστερό τζιπ είναι ό,τι πρέπει. Ένα θηριώδες Χάμερ στα στενά της Πλάκας. Να παραμερίζουν όλοι στο διάβα σου.

«Δείξε ποιος είσαι»: Πάρε μια Πόρσε και τρέχα με 250 χιλιόμετρα. Κι όποιον πάρει ο χάρος.

Κι εγώ ο αδαής να αναρωτιέμαι βάσει ποιας λογικής επιτρέπεται να υπάρχουν αυτοκίνητα που κυκλοφορούν στους δρόμους μας και επιτρέπεται να φθάνει η ταχύτητά τους σε αυτά τα δολοφονικά όρια.

Είναι η «ελεύθερη αγορά». Πιο ψηλά. Πιο γρήγορα. Πιο δυνατά.

Είναι αυτά τα ρεκόρ που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στο ντόπινγκ. Κι ύστερα φταίνε οι κακοί αθλητές. Κι όχι αυτοί που δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον για να ανθίσουν τέτοιου είδους συμπεριφορές που οδηγούν στη δόξα, αλλά και στον θάνατο.

Είμαι από αυτούς τους αδαείς που ποτέ δεν κατάλαβαν γιατί είναι «άθλημα» οι αγώνες ταχύτητας αυτοκινήτων.

Είμαι από τους ηλιθίους που θεωρούν την αυτοκινητοβιομηχανία ηθικό αυτουργό του μακελειού που γίνεται στους δρόμους.

Δίνουν το όπλο στα χέρια του καθενός και το μόνο που μένει είναι να ρίξει τη σφαίρα.

Από εκεί και πέρα είναι που όλα πρέπει να γίνονται γρήγορα. Γιατί άραγε;

Αν αυτό ήταν για να μας προσφέρει περισσότερο ελεύθερο χρόνο θα είχε μια λογική. Όμως εμείς μοιάζει να τρέχουμε απλώς γύρω-γύρω. Να μην απολαμβάνουμε τίποτα τελικά:

«Κοιτάζω στο καθρεφτάκι: πάντα το ίδιο αυτοκίνητο, που δεν μπορεί να με προσπεράσει εξαιτίας της αντίθετης κυκλοφορίας. Πλάι στον οδηγό κάθεται μια γυναίκα. Γιατί δεν της διηγείται κάτι αστείο; Γιατί δεν ακουμπάει την παλάμη του στο γόνατό της; Απεναντίας, αναθεματίζει τον αυτοκινητιστή μπροστά του που δεν τρέχει γρήγορα, και η γυναίκα δεν σκέφτεται κι εκείνη να αγγίξει τον οδηγό με το χέρι, σοφάρει νοερά μαζί του και με αναθεματίζει κι αυτή…» (Μίλαν Κούντερα)

Το όνειρο του Φιλέα Φογκ κινδυνεύει – ή έχει ήδη γίνει – εφιάλτης.

Ο γύρος του κόσμου όπου δεν βλέπεις τον κόσμο, τι νόημα έχει;

«Δείξε ποιος είσαι». Αρκεί να μην κοιτάς γύρω σου.

Η ιδεολογία του ατομισμού σκοτώνει. Και εν τέλει όχι μόνο τους άλλους, αλλά κι εμάς τους ίδιους…

tethlasmenoi xronoi

Τεθλασμένοι χρόνοι

Αφήνω πίσω μου τη δολοφονική ταχύτητα και διαβάζω αργά- ργά απολαμβάνοντας την κάθε λέξη από τα ποιήματα της Χρυσάνθης Ιακώβου. Οι Τεθλασμένοι χρόνοι (εκδόσεις Βακχικόν) είναι ποίηση της βραδύτητας και της ατμόσφαιρας

«Σ’ ένα δρόμο ατελείωτο/ δίχως αρχή / και δίχως τέλος / και δίχως προορισμό, / τυχαίοι διαβάτες / που τολμήσαμε να διασχίσουμε / μια μέρα ωραία / την άγνωστη λεωφόρο, / μ’ ένα σακίδιο στους ώμους…»

«Σαν τον κρουστό ήχο / ενός λουλουδιού που ανθίζει, / σαν μια πένθιμη μελωδία / ενός λουλουδιού που μαραίνεται…»

Εκεί όπου

«ισορροπούμε / σε μια μονάδα του χρόνου, / πλέουμε / κι επιπλέουμε / σαν πεταλούδες / μέχρι να τελειώσει / το εικοσιτετράωρο/ μιας μέρας»

Και

«προσπαθούμε να υπάρξουμε / βανδαλίζοντας το φεγγάρι, / ματώνοντας τις λέξεις»

Ενώ «οι λύσεις / ω, οι λύσεις/ ένα κλειδί/ σε κάποιο συρτάρι / ξεχασμένο»

Έτσι στο τέλος

«κολυμπήσαμε σε ολόκληρο ωκεανό / και μια στάλα νερού / δε βρήκαμε»

Θα μπορούσα να γεμίσω και με άλλα τέτοια ποιητικά θραύσματα τη σελίδα, προσπαθώντας να μεταδώσω κάτι από τη μαγεία που με τύλιξε ένα απόγευμα που το πέρασα συντροφιά με τους στίχους της Χρυσάνθης Ιακώβου και πολλά μουσικά θέματα ως υπόκρουση, καθώς ο ήλιος έγερνε αργά προς την Πάρνηθα…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!