Γυμνός, Ιούλιο μήνα

Γυμνός, Ιούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. Σ’ ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.

Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Χάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.

Γεννήθηκα για να ’χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’αγγίξεις οπόταν η φύση σου υπακούει.

Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.

Σώμα του καλοκαιρού

Ω σωμα του καλοκαιριού γυμνό καμένο
Φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι
Σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς
Μεγάλο ανέμισμα της κόμης λυγαριάς
Άχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο
Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες
Σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας!

Εκείνο που δε γίνεται

Να ‘χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ’ το παράθυρο έξω !
Να τσακίσω εκείνο που δε γίνεται!
Κορίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδία
κάποτε μ’ έσωσε ο Θεός

Και ψηλά πάνω απ’ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγε
μην κι από δική μου

Ακριτομύθια φανερωθείς και οι Τύχες σε βάλουν
στο σημάδι. Όπως κι έγινε. Γιατί τέτοια θέλει κι
αγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι

Κι από τ’ άλλο μέρος της αγάπης
από τ’ άλλο μέρος του θανάτου
υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχτα περισφιγμένο
κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρκός
σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά
και ανάψει και ξυπνήσουμε

Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ’ ο έρωτας κάθετα
και ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέ
Αλλ’ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνη
κι έξω στο κατώφλι

Ο λύκος με το στρογγυλό το μάτι που ολολύζει πιθα-
νά φαίνονται όλα και προ πάντων τα βουνά της Κρή-
της που μικρός τα’χα στο χιόνι και τα ξαναβρήκα δρο-
σερά μα τι σημαίνει

Που κι ελεύθερος να μείνεις που και νικητής πάλι ο
ήλιος γέρνει κι είναι ολόγυρά σου

Σιγαλιά γεμάτη ακτές καταστραμμένες όπου ακόμη
κατεβαίνουν τα σύννεφα να φάνε χόρτο λίγο πριν
για πάντα σκοτεινιάσει

Σα να πήραν τέλος οι άνθρωποι και να μην έχει μείνει
άλλο τίποτα καίριο να ειπωθεί.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!