του Θανάση Μουσόπουλου*
Ο Λίνος Πολίτης στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (1969) σημειώνει: «Η αναμφισβήτητη ηγετική φυσιογνωμία της ‘γενιάς του 1880’ είναι ο Κωστής Παλαμάς […] Έγινε για 50-60 χρόνια η κεντρική μορφή των γραμμάτων μας […] Τα δυο μεγάλα του συνθέματα στο κέντρο της ποιητικής του δημιουργίας, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου και Η Φλογέρα του Βασιλιά, με τα οποία η νεοελληνική ποίηση παίρνει ένα καινούριο ολότελα διαμέτρημα».
Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου γράφτηκε γύρω στα 1896 και εκδόθηκε το 1907. Αποτελείται από δώδεκα άσματα-λόγους που περιγράφουν την πορεία του Γύφτου «που περνά όλα τα σκαλοπάτια της άρνησης, για να τον συμφιλιώσει στο τέλος με τον κόσμο ένα βιολί. Το ιστορικό πλαίσιο του ποιήματος είναι τα χρόνια λίγο πριν και λίγο μετά την άλωση της Πόλης».
Οι δώδεκα λόγοι: Α΄ Ο ερχομός, Β΄ Δουλευτής, Γ΄ Αγάπη, Δ΄ Ο θάνατος των θεών. Ε΄ Ο θάνατος των αρχαίων, ΣΤ΄ Γύρω σε μια φωτιά, Ζ΄ Το πανηγύρι της Κακάβας, Η΄ Προφητικός, Θ΄ Το βιολί, Ι΄ Αναστάσιμος, ΙΑ΄ Το παραμύθι του Αδάκρυτου, ΙΒ΄ Κόσμος, ΣΤΕΡΝΟΣ ΛΟΓΟΣ Σε μια γυναίκα.
Ως μότο ο Παλαμάς χρησιμοποιεί την πλατωνική φράση «Μουσικὴν ποίει, καὶ ἐργάζου», ενώ στον Πρόλογο μότο είναι το Σολωμικό «Με λογισμό και μ’ όνειρο».
Θα παραθέσουμε στίχους από το Η΄ τον Προφητικό που παρασταίνει μια γιορτή στον Ιππόδρομο όπου αποτυπώνεται η παρακμή του Βυζαντίου, ενώ στο τέλος ο Προφήτης προμαντεύει το πέσιμο της Πόλης, αλλά και μια μελλοντική ανάσταση:
α
Ο Προφήτης που κοιτάζει με τα μάτια του Οραμάτου κι ο Προφήτης που κηρύττει με του Αύριο το στόμα, κι από ποιά πνοή δεν ξέρω τραβημένος, πνοή κι εκείνος, παρατώντας τα δικά του, τους αϊτούς και τα λιοντάρια, και τ’ απόκρυφα βιβλία, πήγε κάτου απ’ τη μονιά του κι ήρθε μέσα στους ανθρώπους, μες στον Τσίρκο τον απέραντο το μαρμαροστυλωμένο.
β
Κι είδε πλούσιο αρχοντολόι και βαρύ και φαντασμένο και σαν αλυσοδεμένο και σοφά βαλτό σε τάξη γύρω γύρω στο ρηγάρχη στο θεοδώρητο δεσπότη […] Και ήταν οι Ακρίτες, και ήταν σκόρπιοι και παρατημένοι, τρίψαλα κι απομεινάρια, τα στερνά τα παλικάρια. Κι ανατρίχιασε ο Προφήτης.
γ
Χώρα τρισκατάρατη, απ’ τα ύψη σε ποιά βύθη, χώρα αμαρτωλή! […] Κι η Ψυχή σου, ω Πολιτεία, κολασμένη από την αμαρτία, νεκρή αφήνοντας εσένα θα πλανιέται κυνηγώντας άλλη γέννα. […] Και θα ’ρθεί μια μέρα, μαύρη μέρα! Και η ψυχή σου, ω Πολιτεία, θα κατασταλάξει πέρα, πέρα στην καμαρωμένη Γη, στου ήλιου τη χαρά, στ’ Απρίλη τον αέρα. Και στο φως θα βγει, και ξαφνίζοντας τον ήλιο, σα θρεμμένο απ’ το δικό σου αίμα, ένα γέλιο, ένα παράλλαμα, ένα ψέμα, ένα κλάμα, ένα ΒΑΣΙΛΕΙΟ.
[…] Όσο να σε λυπηθεί της αγάπης ο Θεός, και να ξημερώσει μιαν αυγή, και να σε καλέσει ο λυτρωμός, ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα! Και θ’ ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή, θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα, και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή, θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί, σαν τον κόρφο το γυναίκειο, σαν το κύμα, και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί να κατρακυλήσεις πιο βαθιά στου Κακού τη σκάλα,— για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά! τα φτερά, τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!
***
Η Φλογέρα του Βασιλιά εκδόθηκε το 1910 και αποτελείται επίσης από δώδεκα λόγους, «όπου παρουσιάζεται ποιητικά το Βυζάντιο στη μεγάλη του ακμή κατά τη Μακεδονική δυναστεία, και η ιστορία του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου».
Όπως σημειώνει η Ζωή Δαρκοπούλου «Κεντρικό σημείο του έργου είναι το προσκύνημα του αυτοκράτορα στον Παρθενώνα, που έχει γίνει ναός της Παναγίας. Αυτό συμβολίζει για τον ποιητή τη σύνθεση και την ενότητα όλης της ιστορίας του Ελληνισμού, αρχαίας, βυζαντινής και σύγχρονης. Η έμπνευση της Φλογέρας του Βασιλιά είναι αποτέλεσμα και του ανανεωμένου τότε ενδιαφέροντος για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά κυρίως του Μακεδονικού Αγώνα».
ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ
α
Τρίστρατα και τετράστρατα και μονοπάτια. Εκείνος. Λίμνες, κορφάδες, πολιτείες, πόρτες, ποριές, κλεισούρες, στα Βοδενά, στο Σκούταρι, στα Σκόπια, στο Μπεράτι μακεδονίτικες λογγιές, όλα τα κατατόπια, κι ο κάμπος της Πελαγονιάς κι ο δρόμος της Τριαδίτσας, τον ξέρουν, και όπου σαγιτιά ρωμαίικη σαρκοφάγα χτύπησε τον αλλόφυλο και τον Αμαληκίτη.
β
Πίσω στα χίλια δεκοχτώ. Μπρος, πίσω, πάαινε κι έλα, λάλα, φλογέρα βάρβαρη και στοιχειωμένη γλώσσα στο στόμα του βρικόλακα, που κράζει κι ο ερχομός του πως αν η δόξα είναι καπνός, η δόξα είναι και βράχος. […] Εγώ η φλογέρα, η μία, στο αχείλι του βρικόλακα, κι αυτός μαντατοφόρος του κάτου κόσμου, απ’ τη νυχτιά της άβυσσος σταλμένος, ζει τη ζωή πιο δυνατά και πιο φωτολουσμένα κι απ’ των ανθρώπων τη ζωή που χαίρονται τον ήλιο. […] Σας πάω προς την Αθήνα.
Εσ’ είσαι που κορόνα σου φορείς το Βράχο; Εσ’ είσαι, Βράχε, που το ναό κρατάς, κορόνα της κορόνας; Ναέ, και ποιός να σ’ έχτισε, μες στους ωραίους ωραίο, για την αιωνιότητα, με κάθε χάρη Εσένα; […] Κι ακούστε! Πρέπει κι ο άνθρωπος, κάθε φορά που θέλει να ξαναβρεί τα νιάτα του, να ’ρχεται στο ποτάμι της Ομορφιάς να λούζεται. Σ’ όλα μπροστά τα ωραία να στέκεται αδιοφόρευτα και γκαρδιακά να σκύβει προσκυνητής, ερωτευτής, τραγουδιστής, διαβάτης. Κι αφού όλων πάει ταξίματα και μεταλάβει απ’ όλα, πάλι και πάντα να γυρνά σ’ εσένα μ’ έναν ύμνο. Μ’ εσένα το ξανάνιωμα του κόσμου ν’ αρχινάει, του κόσμου το ξανάνιωμα μ’ εσέ να παίρνει τέλος. Πού να τη βρω, και σαν τη βρω, πού να την καταλάβω της καλλονής σου την ψυχή, ναέ, και της ψυχής σου το μυστικό πώς να το πιω, τί δάχτυλα, ποιά χέρια θα μου το παίξουνε, και ποιά πνοή θα μου κυλήσει το μυστικό σου μέσα μου σα ροδοκόκκινο αίμα για να το κάμω λάλημα, που να τ’ αξίζει εσένα;
***
Ο Μάριο Βίττι σε συνέντευξη του 2013 για τη λογοτεχνία μας, ανάμεσα στα άλλα είπε: «Είναι μια δύναμη φοβερή ο Παλαμάς. Είχε ένα μοναδικό τρόπο να αφομοιώνει τις παραδόσεις της Ελλάδος και είναι εκείνος που μπόρεσε να διαμορφώσει ένα Νεοελληνισμό […] Εάν η Ελλάδα έγινε αυτό που έγινε πνευματικά από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ύστερα, οφείλεται σε πάρα πολύ μεγάλο μέρος στην παρουσία, τη δημιουργικότητα αλλά και την επεξεργασία τη διανοητική που μπόρεσε και έκανε αυτός ο εξαιρετικός άνθρωπος».
Στην επόμενη ενότητα θα παρουσιάσουμε δύο σημαντικούς ποιητές της περιόδου, τον Λορέντζο Μαβίλη (1860 – 1912) και τον Ιωάννη Γρυπάρη (1870 – 1942), ώστε στη συνέχεια να παρουσιάσουμε μεγάλους πεζογράφους.
* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής