Τα τρομαγμένα

Μαύρα μες στο χιόνι και την καταχνιά,
Στο μεγάλο φεγγίτη που ανάβει
Με τα πισινά τους γύρω-γύρω,

Γονατιστά, πέντε μικρά, ω δυστυχία!
Το φούρναρη κοιτάζουν να ζυμώνει
Το βαρύ, ξανθό ψωμί.

Βλέπουν το δυνατό, το άσπρο χέρι να γυρίζει
Τη σταχτιά ζύμη και να τη φουρνίζει
Σε μια τρύπα φεγγερή

Ακούνε το καλό ψωμί να ροδίζει.
Κι ο ψωμάς με το παχύ το γέλιο
Έναν παλιό σκοπό γρυλλίζει.

Έχουν κουρνιάσει, ούτ’ ένα δεν κουνιέται,
Στου κόκκινου φεγγίτη την ανάσα
Λες, αγκαλιά ζεστή.

Κι όταν, για κάποιο μεταμεσονύκτιο δείπνο
Πλασμένο σαν τσουρέκι
Βγάζουν το ψωμί,

Όταν, κάτω από τα καπνιστά δοκάρια,
Τραγουδάν οι μυρωδάτες κόρες
Κι οι γρύλλοι,

Κι η τρύπα η ζεστή ζωή ανασαίνει.
Την ψυχή τους έχουν τόσο γεμισμένη
Απ’ τα κουρέλια κάτω,

Νιώθουν να ζουν τόσο πολύ,
Φτωχοί Χριστοί ολοχιόνιστοι,
Που είναι όλα εκεί δα,

Με κολλητά τα ρόδινα μικρά μουσούδια
Στο δίχτυ, γρυλλίζοντας κουβέντες
Μέσ’ απ’ τις τρύπες,

Χαζά, λένε τις προσευχές τους
Και καμπουριάζοντας σ’ αυτά τα φώτα
Του ξάνοιχτου ουρανού,

Τόσο πολύ, που το βρακί τους σκίζουν
Και το πουκάμισο τρεμίζει
Στον άγριο βοριά.

Αίσθηση

Γαλάζιες του καλοκαιρού βραδιές, θα πάω στα μονοπάτια,
Στο κέντημα των σταχιών. Την κοντή θα πατώ χλόη
Ρεμβάζοντας, στα πόδια μου τη δροσιά της θα νιώθω.
Θ’ αφήσω τον άνεμο να λούζει το γυμνό μου κεφάλι.

Αμίλητος, κι ούτε σκέψη καμιά:
Μα ο άπειρος έρωτας την ψυχή θα μου πληρώσει,
Πέρα θα τραβήξω, μακριά πολύ, ίδιος τσιγγάνος,
Στη Φύση μέσα –ευτυχής ωσάν με γυναίκα.

Μετάφραση: Γιώργος Σπανός

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!