Του Τρύφωνος Χρυσοφρύδη. Τη φετινή Ημέρα της Ποίησης οι ποιητές (έτσι, γενικά, όπως λέμε: οι ταξιτζήδες) την εόρτασαν, ως γνωστόν, απαγγέλλοντας στίχους Καβάφη, Ελύτη και Σεφέρη σε κεντρικά σημεία της πόλης των Αθηνών – και Όμηρο στην Ομήρου

. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ενδημική στο επάγγελμα κοινοτοπία αναβαθμίστηκε, η ταχύτητα σφαίρας με την οποία οι ποιητές (έτσι, γενικά) προσαρμόζονται στο περιβάλλον, στην εποχή, αλλάζοντας πεποιθήσεις και σχήμα, πιστοποιήθηκε πάλι  – και αποδείχτηκε ότι κάθε ποίηση είναι τελικά poesie pure: Γιατί η αληθινά «καθαρή ποίηση» δεν προκύπτει, όπως εσφαλμένα πίστευαν ο Καλλίμαχος κι ο Εμμανουήλ, όταν ο ποιητής «σικχαίνει πάντα τα δημόσια», αλλά όταν απαγγέλλοντας νίπτει τας χείρας του για τον τρόπο με τον οποίο ως «πνευματικός άνθρωπος» πολιτεύτηκε ώς χθες στο δημόσιο χώρο…
Το θέαμα ήταν συγκινητικό, πρέπει να πω: Οι άστεγοι, οι ρακοσυλλέκτες, τα πρεζόνια, οι γέροι που σκαλίζουν σκουπίδια, τα πλήθη που δέρνονται κι απλώνουν το χέρι για μισό κιλό πατάτες, δεν με συγκλόνισαν τόσο όσο η μπoντλερική εικόνα των ποιητών που, χτυπημένοι από την κρίση, μες στα γιγάντιά τους φτερά χάναν τα βήματά τους. Ένα αλμπατρός παράδερνε στους δρόμους των Αθηνών, αψηφώντας το βέλος του Μνημονίου, απαγγέλλοντας στίχους… Το λυπήθηκα και ταυτοχρόνως το ζήλεψα, βέβαια. Γιατί πολύ νωρίς συνειδητοποίησα ότι μιλάω σαν τον κύριο Ιορδάνη σε πρόζα – και σε πρόζα τι μπορείς τάχα να πεις; Ό,τι και να πεις σε εκθέτει, μια και δύσκολα μπορείς να ισχυριστείς την επαύριο ότι άλλο έλεγες. Ενώ οι στίχοι, οι στίχοι… Κανείς πια δεν τους καταλαβαίνει στ’ αλήθεια  και να σε τι έγκειται η ουσιώδης αμφισημία τους! Η πολύτιμη, για τους ποιητές που διαδηλώνουν, αμφισημία τους. Εξού και η χρήση επικεφαλίδας που ε πιφυλάχτηκε στην Αποικία του Καβάφη: Επιτέλους, ένα ποίημα που μπορεί κατεξοχήν να ερμηνευτεί κι έτσι κι αλλιώς, αν ζορίσουν τα πράγματα…
Ως άνθρωπος της πρόζας μπορεί και να σφάλλω, αλλά εξίσου αμφίσημο μου φαίνεται ένα ποίημα του Εγγονόπουλου. Επιτρέψτε μου να το παραθέσω. Ζήλεψα και για μια στιγμή θα ήθελα να αισθανθώ κι εγώ ποιητής και να τη βγάλω καθαρή, για μια στιγμή έστω, με στίχους:  
«Kατάρα -Kύριε- σ’ όποιον επιβουλεύτηκε / το ψωμί του ποιητού / κατάρα –Kύριε- σ’ εκείνον οπού έβαλε βέβηλο χέρι / στα λιγοστά χρήματα του / πτωχού ζωγράφου / που ‘κλεψε τη δεκάρα / από την τεταμένη / την ταπεινή / του διακονιάρη / φούχτα / κατάρα! // χαράμι! / φαρμάκι θα γένη το ψωμί! / και το κλεμμένο νόμισμα: / καρφί πυραχτωμένο στ’ άσπλαχνα τα στήθη / αυτών που έστερξαν τις ανομίες /  σ’ αυτούς π’ αδίκησαν τη φτωχή χήρα / που εβαρέσαν το απροστάτευτο παιδί / που σπάσανε το πήλινο του διψασμένου τάσι / π’ αρνήθηκαν στον άρρωστο συμπόνια / που κοροϊδέψαν το λεπρό / χτύπησαν τον τρελό / και τον τυφλό παραπλανήσαν / που δυσκολέψαν τη ζωή τ’ ανήμπορου / στους ψεύδορκους / στους ατιμάσαντες / σ’ αυτούς που βασανίσανε Oβραίους είτε Xριστιανούς / μεσ’ στ’ άνομα στρατόπεδα της Γερμανίας // υπάρχει Θεός! // ε! συ επίορκε / –ναι συ οπού ψευδόρκησες– / εσύ που έβλαψες με τόσην αλαφριά -τον πλησίον σου- συνείδηση / από τώρα ακούς στης νεκρικής σου ακολουθίας / τα ψαλσίματα / του πονηρού του πνεύματος τα γέλια / να σαρκάζουν; / ε! ψεύτη αστέ όσο κι αν προσπαθείς / τη μούρη σου / για συμπαθητική -κι ωραία ακόμη- να μας δείξεις / μη χάνεσαι: / τη λούζει αλάκερη / της έρημης ψυχής σου / η βρώμα / κι η ανανδρία / κι η ψευτιά // υπάρχει Θεός! // όπως του δίκαιου το κάθε τι θε να γενή χαλάλι / ο ανομήσας -μη σας νοιάζη- θα κριθεί // ακούσατε τα λόγια αυτά του ποιητή: / το άνομο ψωμί δεν ωφελεΞ27ί / υπάρχει οπωσδήποτε Θεός: // τι κρίμα όμως νάν’ οι ανθρώποι τόσο λίγοι!».

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!