του Ιάσονα Κωστόπουλου

Οι πυρκαγιές του φετινού Αυγούστου σε Εύβοια, Αττική, Ηλεία και Λακωνία έχουν ήδη κάψει πάνω από ένα εκατομμύριο στρέμματα δάσους, περνώντας και μέσα από δεκάδες χωριά και οικισμούς. Η Βόρεια Εύβοια έχει καεί ολοκληρωτικά, σε σημείο που είναι εύλογο να μιλά κανείς για πλήρη κατάρρευση του οικοσυστήματος της περιοχής. Αν και μικρότερης έκτασης, σημαντική είναι και η ζημία που έχει καταγραφεί στις υπόλοιπες περιοχές, ενώ στην περίπτωση της Αττικής η πυρκαγιά κατέστρεψε μεγάλο κομμάτι της δασικής έκτασης γύρω από την πρωτεύουσα. Αναμφίβολα, πρόκειται για μια τεράστια οικολογική καταστροφή, η μεγαλύτερη των τελευταίων δεκαετιών που μόνο ένα τμήμα των συνεπειών της είναι σήμερα ορατές.

Ωστόσο, μια τέτοιους μεγέθους φυσική καταστροφή όταν συναντά τον άνθρωπο, επιφέρει και μια αντίστοιχου μεγέθους κοινωνικο-οικονομική καταστροφή, αφού μαζί με τα δάση, κάηκαν εκατοντάδες σπίτια, δημόσιες υποδομές, επιχειρήσεις και καλλιέργειες. Επιπλέον, η ίδια η οικολογική καταστροφή έχει σημαντικές επιπτώσεις τόσο για τον κόσμο που απασχολούνταν σε δουλειές σχετικές με το δάσος (π.χ. ρητινοπαραγωγοί) όσο και για τον τουρισμό της περιοχής που είναι βέβαιο ότι θα πληγεί σημαντικά.

Βέβαια, το μέγεθος της κοινωνικής καταστροφής δεν είναι σε κάθε περίπτωση ανάλογο της έντασης μιας πυρκαγιάς, αλλά εξαρτάται κυρίως από την κατάσταση των υποδομών στη συγκεκριμένη περιοχή, που δίνουν τη δυνατότητα στον κόσμο να ανταπεξέλθει σε ένα τέτοιο φαινόμενο. Υποδομές, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι χρόνια παρατημένες στην τύχη τους, χωρίς ‒σχεδόν‒ κανένα σχεδιασμό, χρηματοδότηση και φροντίδα. Το νέο τοπίο που διαμορφώνεται σε αυτές τις περιοχές, εκκινεί με έναν πολύ μεγάλο ‒ακόμη άγνωστο‒ αριθμό ανθρώπων που έχουν μείνει κυριολεκτικά στο δρόμο, χωρίς δουλειές, σπίτια και μέρος να κατοικήσουν. Είναι εμφανές ότι σε αντίθεση με όσα διατείνεται ο κ. Μητσοτάκης τα σπίτια μπορεί να ξαναχτίζονται σχετικά εύκολα, όχι όμως και οι ζωές μιας ολόκληρης περιοχής. Γιατί, αν κάποιος μπορεί να φανταστεί μια λύση, για τους νέους ανθρώπους που όλοι είδαμε να μιλούν για το μέλλον τους που καταστράφηκε μαζί με τα δάση τους, δεν είναι το ίδιο εύκολα τα πράγματα για έναν αγρότη ή ρητινοπαραγωγό, μεγαλύτερης ηλικίας ή ακόμη χειρότερα για έναν συνταξιούχο που έχασε το μοναδικό του σπίτι. Ούτε όμως οι άνθρωποι και τα σπίτια τους είναι απλά και ασύνδετα σημεία πάνω στο χάρτη, που έτσι εύκολα μπορούν να βρεθούν κάπου αλλού. Με έναν τρόπο, όπως η κατάρρευση ενός οικοσυστήματος είναι μια διαδικασία που έχει χρόνιες και πολύπλοκες επιπτώσεις, έτσι είναι και η κατάρρευση μιας τοπικής κοινωνίας, άλλωστε και αυτή αποτελεί ένα οικοσύστημα.

ΑΥΤΌ ΑΚΡΙΒΩΣ το πρόβλημα δεν θέλει και δεν μπορεί να θεραπεύσει η κυβέρνηση, με βάση τόσο την πολιτική που επιλέγει να ακολουθήσει για την αποζημίωση των πληγέντων όσο και τα σχέδια της συνολικά για την αναζωογόνηση της περιοχής στα πλαίσια της «πράσινης» ανάπτυξης και του προγράμματος «Ελλάδα 2.0». Σε ότι αφορά την αποζημίωση των πυρόπληκτων η κυβέρνηση αντιμετωπίζει το κράτος σαν μια τράπεζα-χορηγό που θα δώσει μια ενίσχυση σε συνδυασμό με ένα δήθεν ευνοϊκό δάνειο, τα οποία μαζί θα προσεγγίζουν την αξία ενός κατεστραμμένου ακινήτου ‒ φυσικά με κόφτη στα 150.000 ευρώ. Η σύγκριση με αποζημιώσεις των τελευταίων ετών για καταστροφές πολύ μικρότερου βεληνεκούς αποτελεί χυδαία μεθόδευση, καθώς η έστω αποσπασματική αποκατάστασή τους ήταν μια σχεδόν διαχειριστική υπόθεση. Στην πραγματικότητα ο κόσμος έχει πικρή εμπειρία από αντίστοιχες καταστροφές, όπως οι φωτιές στην Ηλεία ή οι σεισμοί, όπου τα χρήματα είτε δεν έφτασαν ποτέ, είτε δόθηκε μόνο ένα τμήμα τους, πολύ αργότερα μόνο και μόνο για να ξεπληρωθούν τα χρέη που είχαν δημιουργηθεί εν τω μεταξύ. Είναι χαρακτηριστική η αλαζονική στάση του πρωθυπουργού που θεωρεί ως «ενδεδειγμένη» τη συγκεκριμένη οικονομική εισφορά, η οποία βέβαια δεν αρκεί για να ξαναχτιστούν σπίτια από την αρχή ούτε βέβαια για να επανεκκινήσουν επιχειρήσεις που έχουν χάσει τα πάντα και μέσα σε λίγους μήνες θα είναι πνιγμένες στα χρέη. Ωστόσο, το ζήτημα δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στο μέγεθος του ποσού που θα διατεθεί για κάθε σπίτι που καταστράφηκε. Θα έπρεπε να υπάρχει ένα συνολικό σχέδιο για την ανοικοδόμηση μιας περιοχής, τόσο σε επίπεδο κατοικιών όσο και σε επίπεδο υποδομών.

Η αποκατάσταση των ζημιών και του φυσικού περιβάλλοντος θα έπρεπε όχι μόνο να γίνεται σχεδιασμένα από το κράτος σε συνεργασία με επιστήμονες και περιβαλλοντικούς φορείς, αλλά θα έπρεπε και να δοθεί πρωταγωνιστικός ρόλος στις τοπικές κοινότητες για να ξαναχτίσουν όλα όσα χάθηκαν. Να νοηματοδοτήθει ως μια διαδικασία ανοικοδόμησης που θα αποτελέσει κληρονομιά για την επόμενη γενιά σε 20-30 χρόνια από σήμερα

Όσο δε για την αναδάσωση και αποκατάσταση της ευρύτερης περιοχής και του περιβάλλοντος, το μοτίβο είναι αντίστοιχο. Το κράτος παρουσιάζεται για μια ακόμη φορά ως ένας διαχειριστής ανίκανος να σχεδιάσει και να αξιοποιήσει έμπρακτα οποιοδήποτε οικονομικό πόρο. Αντ’ αυτού, η αναδάσωση τεράστιων εκτάσεων προβλέπεται να παραχωρηθεί σε ιδιώτες, εταιρείες και ιδρύματα που αντί για κάποια χορηγία θα αναλάβουν την αποκατάσταση και την προστασία αυτών των περιοχών ως ανάδοχοι αναδάσωσης. Κάτι τέτοιο, δημιουργεί σημαντικά προβλήματα που αφορούν αυτή καθ’ αυτή την αποκατάσταση των δασικών εκτάσεων αλλά και την συνολική χρήση και διάθεσή τους. Αρχικά, είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει σωστά η αναδάσωση μιας τόσο μεγάλης περιοχής χωρίς κεντρικό σχεδιασμό, με κάθε «ιδιώτη» να καταθέτει τη δική του μελέτη. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να έχει ολέθριες συνέπειες σε βάθος χρόνου, όπως ήδη προειδοποιούν επιστήμονες και περιβαλλοντικές οργανώσεις. Επιπλέον, η διεθνής εμπειρία ‒π.χ. ΗΠΑ και Τυφώνας Κατρίνα‒ δείχνει πως η ανάληψη τέτοιων ευθυνών από ιδιώτες, οδηγεί σχεδόν πάντα στην ιδιωτικοποίηση υποδομών αλλά και υπηρεσιών που μέχρι χθες ήταν δημόσιες, στην αξιοποίηση των εκτάσεων με διάφορους τρόπους από τους «ανάδοχους», στο gentrification της περιοχής και τη μετατροπή της π.χ. σε τουριστικό θέρετρο και τελικά στην εκδίωξη του πληθυσμού που κατοικούσε εκεί πριν την καταστροφή.

Αντίστοιχα, όσο κι αν ο πρωθυπουργός διαβεβαιώνει πως οι ΒΑΠΕ θα έμπαιναν είτε με δάσος είτε χωρίς, αφού είναι νόμιμο σε κάθε περίπτωση, είναι προφανές πως οι τεράστιες εγκαταστάσεις που απαιτεί μια τέτοια μονάδα καθώς και οι διανοίξεις δρόμων που χρειάζονται για να στηθεί π.χ. ένα αιολικό πάρκο, είναι απείρως ευκολότερο να συμβούν σε μια καμένη περιοχή, στο πλαίσιο της αναδάσωσης της από ένα ευαγές ίδρυμα παρά σε ένα κατάφυτο δάσος natura. Ουσιαστικά, με τον τρόπο αυτό ο φυσικός πλούτος τη χώρας περνάει σε ιδιωτικά χέρια που για 30-40 χρόνια θα ελέγχουν μια τεράστια περιοχή, όπως ακριβώς σε μια ΣΔΙΤ. Η συγκεκριμένη διαδικασία αναδάσωσης σε συνδυασμό με την απουσία κτηματολογίου και χάρτη δασικών εκτάσεων, επιτρέπει όχι μόνο την ριζική αλλαγή των συνόρων των «νέων» δασών αλλά και την εκ βάθρων παρέμβαση στο οικονομικό μοντέλο της περιοχής, επιφυλάσσοντας για τους ντόπιους το ρόλο του επιστάτη σε ιδιωτικές πλέον δασικές εκτάσεις και υποδομές που θα στηθούν σε αυτές.

ΣΕ ΑΝΤΙΠΑΡΑΒΟΛΗ με τα σχέδια της κυβέρνησης, η αποκατάσταση των ζημιών και του φυσικού περιβάλλοντος θα έπρεπε όχι μόνο να γίνεται σχεδιασμένα από το κράτος σε συνεργασία με επιστήμονες και περιβαλλοντικούς φορείς, αλλά θα έπρεπε και να δοθεί πρωταγωνιστικός ρόλος στις τοπικές κοινότητες για να ξαναχτίσουν όλα όσα χάθηκαν. Να νοηματοδοτήθει ως μια διαδικασία ανοικοδόμησης που θα αποτελέσει κληρονομιά για την επόμενη γενιά σε 20-30 χρόνια από σήμερα. Το κράτος να παρέχει τη δυνατότητα στον κόσμο που μπορεί και θέλει να επιστρέψει σπίτι του, να το κάνει με πλήρη και δωρεάν αποκατάσταση των ζημιών. Αλλά και για εκείνους που δεν μπορούν να επιστρέψουν είτε επειδή το σπίτι τους κάηκε ολοσχερώς είτε λόγω άλλων κινδύνων π.χ. πλημμύρας. Να δοθεί η επιλογή για αξιοπρεπή και πλήρη προσωρινή στέγαση, μέχρι να προχωρήσει η αναδάσωση και τα αντιπλημμυρικά έργα. Ώστε όσοι έχασαν το βιός τους και τη δουλειά τους από τις πυρκαγιές να αξιοποιηθούν και να αναλάβουν ρόλο στην αποκατάσταση του οικοσυστήματος και του τόπου τους.

Όσο και αν σήμερα, αυτό μοιάζει μακριά από την πραγματικότητα, είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να ανακάμψει ο τόπος. Σε αντίθεση με την κυβέρνηση που πάνω στα καμένα βλέπει τα «θεμέλια» της «Ελλάδας 2.0», με μπόλικη «πράσινη» ανάπτυξη και ιδιωτική πρωτοβουλία. Ο λαός είναι εκείνος που μπορεί να σώσει, όχι μόνο το λαό, αλλά και τον τόπο και τη χώρα του.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!