Ενώ ο επίσημος αριθμός των νεκρών από τον κορωνοϊό στις ΗΠΑ έχει ξεπεράσει τις 50.000 μέσα σε ένα μήνα, η πολιτική τάξη της μεγαλύτερης δύναμης της Δύσης παραμένει διχασμένη – και ταυτόχρονα δείχνει σαστισμένη και αποπροσανατολισμένη. Ο διχασμός διαπερνά και διασπά τα παλιότερα κοινωνικά και πολιτικά στρατόπεδα, υποδαυλιζόμενος από σπασμωδικές κινήσεις που χαρακτηρίζουν τις αντιδράσεις του πολιτικού κατεστημένου. Το πώς θα αντιμετωπιστεί η πανδημία και ταυτόχρονα η ορατή απειλή περαιτέρω διεθνούς υποβάθμισης των ΗΠΑ ενώ η κρίση –υγειονομική και οικονομική– βγαίνει εκτός ελέγχου, είναι ένας γρίφος στον οποίο δίνονται αντιφατικές και επιεικώς ανεπαρκείς απαντήσεις.

Παροξύνεται η αντιπαράθεση του Τραμπ, που πιέζει για πάση θυσία επανεκκίνηση της οικονομίας, με τους κυβερνήτες πολιτειών οι οποίοι επιχειρούν να επιβάλουν μέτρα περιορισμού της επιδημίας. Η κατάσταση αποκαλύπτεται με γελοιογραφικό τρόπο στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης χάρη στις εικόνες κινητοποιήσεων ακόμη και ένοπλων πολέμιων του «ύπουλου σχεδίου υφαρπαγής των ατομικών ελευθεριών», οι οποίοι αμφισβητούν δυναμικά οποιαδήποτε έννοια lockdown – βρίσκοντας απέναντί τους γιατρούς και νοσοκόμους που βγαίνουν κι αυτοί αγανακτισμένοι στους δρόμους ως αντιδιαδηλωτές!

Απόπειρες αποπροσανατολισμού από το στρατόπεδο Τραμπ

Όμως τα πράγματα δεν είναι διόλου αστεία, με τις εκατόμβες να πολλαπλασιάζονται και τη στρατιά των ανέργων να εκρήγνυται (22 εκατομμύρια Αμερικανοί έχασαν τη δουλειά τους μέσα στον τελευταίο μόνο μήνα!), και μάλιστα ενώ πλησιάζουν οι προεδρικές εκλογές. Οι τεράστιες ουρές Αμερικανών που προσπαθούν να εξασφαλίσουν στις μεγαλύτερες πόλεις των ΗΠΑ μια μερίδα από τα συσσίτια τα οποία μοιράζουν δήμοι και φιλανθρωπικές οργανώσεις (που λυγίζουν κάτω από την εκτίναξη της ζήτησης) είναι μια εικόνα χαρακτηριστική της τραγικότητας της κατάστασης στην πλουσιότερη και ισχυρότερη χώρα του κόσμου…

Έτσι η κυβέρνηση Τραμπ και γενικότερα το ρεπουμπλικανικό στρατόπεδο επιχειρεί απελπισμένα να τραβήξει την προσοχή των πολιτών από την πανδημία εξαπολύοντας απειλές προς κάθε κατεύθυνση στη διεθνή σκακιέρα. Οι Ιρανοί αποτελούν έναν από τους σταθερούς και προσφιλείς στόχους, με τελευταίο παράδειγμα την εντολή του Αμερικανού προέδρου για βύθιση των ιρανικών πλοίων που «παρενοχλούν» τον αμερικανικό στόλο, ο οποίος περιπολεί… στις ακτές του Ιράν. Ένας τυχοδιωκτισμός με άγνωστες συνέπειες καθίσταται όλο και «ευκολότερος», πόσο μάλλον που η Τεχεράνη (αν και βαριά πληγωμένη κι αυτή από την επιδημία και το συνεχιζόμενο εμπάργκο) τολμά να απαντά ειρωνικά: προχθές οι Ιρανοί συνέστησαν στον Τραμπ «να ασχοληθεί καλύτερα με τη διάσωση των στρατευμάτων του από τον κορωνοϊό». Πράγματι, η επιδημία κάνει θραύση στις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, με κορυφαίο παράδειγμα τη θέση σε αχρηστία του πυρηνοκίνητου αεροπλανοφόρου «Ρούζβελτ».

Και οι Δημοκρατικοί δεν τα πάνε πολύ καλύτερα

Άλλο ένα επεισόδιο ενδεικτικό της σπασμωδικής, έως και γελοίας απόπειρας αποπροσανατολισμού των Αμερικανών είναι η μήνυση που κατέθεσε ο γενικός εισαγγελέας της πολιτείας του Μισούρι εναντίον κινεζικών επαρχιακών διοικήσεων και ερευνητικών οργανισμών, αλλά και κατά του… Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος(!), ζητώντας από τα αμερικανικά δικαστήρια να τιμωρήσουν τους μηνυόμενους διότι «προκάλεσαν μια αχρείαστη πανδημία»… Ίσως τέτοιες κινήσεις να υποβοηθούν την εκλογική καμπάνια του Τραμπ, αλλά σίγουρα δεν αποτελούν σοβαρή αντιμετώπιση των προβλημάτων που βασανίζουν την βαριά τραυματισμένη μικρομεσαία «ραχοκοκαλιά» της αμερικανικής κοινωνίας..

Αλλά και στο «απέναντι» στρατόπεδο, των Δημοκρατικών, οι πονοκέφαλοι δεν είναι λίγοι. Στην αδυναμία και αυτών να συμφωνήσουν σε μια συνεκτική πολιτική διεξόδου από την διογκούμενη υγειονομική, οικονομική και κοινωνική κρίση, προστίθεται η δυσαρέσκεια μεγάλου τμήματος της εκλογικής βάσης τους. Έτσι υπονομεύεται σοβαρά η επιδιωκόμενη νίκη του Δημοκρατικού Κόμματος στις επικείμενες προεδρικές εκλογές. Το μεγαλύτερο αγκάθι είναι οι υποστηρικτές του θεωρούμενου «ακραίου» Μπέρνι Σάντερς. Απογοητευμένοι ή και θυμωμένοι από την οριστική ήττα του, και τη δήλωσή του ότι υποστηρίζει τον Μπάιντεν «για να φύγει ο Τραμπ», αρκετοί φυλλοροούν προς άλλες επιλογές: ένα 10-15% δηλώνει ότι θα ψηφίσει… Τραμπ, 5% στρέφεται προς υποψηφίους μικρότερων κομμάτων, και 10-15% δεν σκοπεύει να ψηφίσει. Πρόκειται για μια μειοψηφία μεν, αλλά αρκετά μεγάλη για να ανησυχεί το Δημοκρατικό επιτελείο.

Η γενική εικόνα που διαγράφεται από όλα αυτά είναι η επιβεβαίωση μιας υπερδύναμης δύουσας, με τον από επιλογή αδύναμο κοινωνικό ιστό της να θρυμματίζεται κι άλλο, σε επικίνδυνο βαθμό, και με το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο της να αδυνατεί να βρει ένα κοινό βηματισμό ανακοπής της περαιτέρω υποβάθμισής της.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!