Του Μάρκου Δεληγιάννη

Η πλατεία δεν ήταν γεμάτη από πρόσωπα νεανικά. Ακόμα δεν είχε κάνει την εμφάνισή του το πάθος, εκείνο το ξεχωριστό, αυτό που το αίμα μαστιγώνει και το κάνει ξέφρενα να καλπάζει μέσα στων αρτηριών τα στενά τοιχώματα. Κι ύστερα η σκέψη απαλλαγμένη απ’ της λογικής τα ηνία, πετάει στα ουράνια, βρίσκει μονοπάτια μοναδικά, που οδηγούν κατ’ ευθείαν στων υαινών τα εκτροφεία και εκεί αγωνίζεται. Τώρα που οι περιπολίες του θανάτου πύκνωσαν ενάντια στο αύριο, στη νιότη, μόνη ελπίδα είναι το πάθος μα και η γνώση. Η πλατεία ήταν γεμάτη από πρόσωπα ευγενικά. Μόνο που ο σκεπτικισμός σπάθιζε τα προβληματισμένα μέτωπα. Μελαγχολικά τραγούδια συνοδεύανε την κόπωση της προσμονής. Το σάλπισμα αργεί. Οι σημαίες αναδιπλώνονται άχρωμα. Η πλατεία αδημονεί. Λες και περιμένει την ήρεμη, μα σταθερή, φωνή κάποιου μηνύτορα να διαλαλεί εκείνο το πολυπόθητο: Επιτέλους νικήσαμε!
Όμως μηνύτορες δεν φάνηκαν. Ίσως να καταπάτησαν τον όρκο τους, ίσως πάλι να μην έφτασαν ποτέ στην πόλη μας. Να τους έφραξε το δρόμο η οσμή της σήψης, ή τα έκθετα πτώματα αυτών των ιδανικών αυτόχειρων – όπως θα έλεγε ο ποιητής- που τόσο γρήγορα της λήθης το πέπλο σκέπασε; Μπορεί πάλι, η σωρός της δολοφονημένης αξιοπρέπειας των συνταξιούχων, αυτών, που συνωθούνται κάθε πρωί έξω απ’ τα κατά τόπους γραφεία του ΙΚΑ. Ίσως η ανάσα τους να δυσκολεύτηκε από τη σκόνη και τον κονιορτό που ακολούθησε ύστερα απ’ την κατεδάφιση της δημόσιας περίθαλψης. Όλες οι είσοδοι της πόλης κλειστές. Παντού παρατεταγμένοι ραβδούχοι φρουρούν την μέχρι χθες σφύζουσα από ζωή και νιότη Ελληνική Ραδιοφωνία και Τηλεόραση, μήπως και δραπετεύσει και παραδοθεί ξανά στα έμπειρα χέρια του διωγμένου προσωπικού, που ακόμη αναπνέει. Κι έπειτα είναι εκείνο το τεράστιο ανθρώπινο ποτάμι των ανέργων, που κηδεύει σχεδόν κάθε μέρα, σε τάφους ομαδικούς, τα χαμένα όνειρα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Ζωές που χάθηκαν, πουλιά που δεν πρόλαβαν να φτερουγίσουν, γιατί τους αφαίρεσαν τα φτερά τους.
Βράδιασε για τα καλά. Κοιτάς με απορία τον ουρανό. Λες: Ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Πόσοι φίλοι χάθηκαν! Έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυνση. Πόσα ερωτήματα χωρίς απάντηση; Έτσι γίνεται. Άξαφνα σε κάποια στροφή του δρόμου όλα χάνονται. Κι η λήθη απλώνεται σαν σύννεφο βαθύ. Η σκόνη της παρακμής δυσκολεύει την όραση. Η πόλη κλειστή. Χιλιάδες νοικοκυριά καταδικασμένα στο σκοτάδι. Επίγεια κόλαση του Δάντη. Μόνο που οι κατάδικοι αμαρτήματα δεν έχουν διαπράξει. Μια μόνο λεπτομέρεια μικρή. Δεν έχουν χρήματα τα χαράτσια να πληρώσουν. Τι ειρωνεία! Πώς να’ χουν λεφτά οι άνεργοι και οι χρεωμένοι; Μα οι αδηφάγοι τοκογλύφοι δεν χωρατεύουν. Δίνουν εντολές στους ανθύπατους κι αυτοί τις εκτελούν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Τριακόσια πενήντα χιλιάδες ακίνητα χωρίς ηλεκτροδότηση! Νοικοκυριά σε απόγνωση. Ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο; Μήπως η αρπαγή της πρώτης κατοικίας; Τίποτα δεν αποκλείεται. Ο πόνος στάλαξε στη ματωμένη γη μας. Οι καρδιές γέμισαν φεγγάρια παγωμένα. Με θεμέλια τα αποκαΐδια της καρδιάς, πώς να κτίσεις το αύριο;
Φίλε μου, μην καρτερείς κανένα μηνύτορα, σταλμένο από θεούς, τη ζωή να σου χαρίσει. Έχε τούτο κατά νου: Ο φασισμός δεν ξεριζώνεται. Αγριόχορτο δεν είναι. Τον πολιτικό σου αντίπαλο δεν τον κατατροπώνεις διαγωνιζόμενος σε διελκυστίνδα. Φίλε μου, στην πολιτική αρένα, κονταροχτυπιέσαι με επιχειρήματα πολιτικά. Μιλάς γλώσσα ξεκάθαρη, κρυστάλλινη. Οι χιλιάδες άνεργοι, οι χρεωμένοι, οι κατεστραμμένοι, οι αυριανοί άστεγοι, ψάχνουν εναγώνια μια σανίδα να βρούνε, τον ωκεανό του νεοφιλελευθερισμού να διαπλεύσουν, να φτάσουν σε ακτή απάνεμη, να επιζήσουν. Η σανίδα σωτηρίας είναι τα λόγια τα σταράτα, που δεν κρύβουν την αλήθεια, που δεν καλλιεργούν ελπίδες φρούδες, που δεν υπόσχονται δώρα ανέφικτα. Λόγια που άπτονται της πραγματικότητας. Λόγια που εξηγούν με ανάλυση και σύνθεση ποιος είναι ο μεγάλος ένοχος αυτού του ναυαγίου. Ποιος μας έριξε καταμεσής του ωκεανού εκεί που δεν έρχονται ναυαγοσώστες.
Οι κοκορομαχίες κανένα δεν εξυπηρετούν, παρά μόνο αυτούς που στερούνται επιχειρημάτων. Οι στείρες αντιπαραθέσεις βοηθούν πάντα αυτούς που βασίζουν την πολιτική τους στον κουτσαβακισμό. Ποτέ μη στοχαστείς, φίλε μου, πως αυτοί, οι εντολοδόχοι της Ρώμης, είναι τόσο δυνατοί. Καρδιοχτυπούν και τρέμουν σαν το λαγό κι αυτοί. Αλλά ανάγκη μεγάλη είναι τα όπλα που εμείς διαθέτουμε, κι είναι πολλά αυτά, γιατί πλούσιο είναι το ιδεολογικό μας οπλοστάσιο, δεν πρέπει αχρησιμοποίητα να σκουριάζουν σε αποθήκες αραχνιασμένες. Οι ελπίδες της νιότης να μη μείνουν στη μέση του δρόμου.
Τον νεοφιλελευθερισμό θα τον ξεριζώσεις, φίλε μου, με τη βοήθεια της ιδεολογικής σου τσάπας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!