Η κυβέρνηση επενδύει στην καθυστέρηση της αξιολόγησης, λόγων γερμανικών εκλογών, και συσσωρεύει «θετικές ενδείξεις» – Μεγάλες προσδοκίες από αβέβαιους συμμάχους

Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

 

Η πρώτη αμυδρή ένδειξη της πολυαναμενόμενης από κυβέρνηση και δανειστές επιστροφής στην ανάπτυξη έπειτα από οκτώ, σχεδόν αδιάλειπτα, χρόνια ήρθε χθες, με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που κατέγραψαν άνοδο 0,5% του ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο του έτους και ετήσια άνοδο 0,8%. Η ένδειξη αυτή διασταυρώνεται και με τα στοιχεία ενίσχυσης της μεταποίησης με παράλληλη αύξηση της απασχόλησης σ’ αυτήν στο υψηλότερο επίπεδο εδώ και εννιά χρόνια. Ωστόσο, ακόμη και μ’ αυτές τις ενδείξεις δεν επιβεβαιώνεται η δημοφιλής θεωρία του ελατηρίου (σ.σ. περί ισχυρής ανάκαμψης έπειτα από πολύχρονη συρρίκνωση του ΑΕΠ), ενώ φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να πιαστεί ο –ήδη υποβαθμισμένος– στόχος δανειστών και κυβέρνησης για ανάπτυξη 1,8% το 2017. Μ’ αυτόν τον στόχο συναρτώνται στενά οι μνημονιακές δεσμεύσεις για το πρωτογενές πλεόνασμα και, κυρίως, οι ισχυρές αμφιβολίες του ΔΝΤ για τον ρεαλισμό αυτών των δεσμεύσεων. Πάνω σ’ αυτές τις αμφιβολίες, άλλωστε, το ΔΝΤ έχει στηρίξει τα τροχιοδεικτικά πυρά που έχει ήδη εκτοξεύσει για πρόσθετες απαιτήσεις στο πλαίσιο της τρίτης αξιολόγησης.

Ωστόσο, η τρίτη αξιολόγηση τυπικά ακόμη αργεί. Οι εκπρόσωποι του κουαρτέτου, με εξαίρεση μια προπαρασκευαστική επίσκεψη τεχνικών κλιμακίων (περί τις 10/9) που θα επιχειρήσουν να συγκεκριμενοποιήσουν την ατζέντα της αξιολόγησης, δεν πρόκειται να έρθουν στην Αθήνα πριν από τις γερμανικές εκλογές (24/9) και τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης στο Βερολίνο που θα απαιτήσει πρόσθετο χρόνο, ανάλογα με τα αποτελέσματα και τους κυβερνητικούς εταίρους με τους οποίους θα διαπραγματευτεί η Α. Μέρκελ. Τη Δευτέρα, στο EuroWorking Group και την Τρίτη, στη συνάντηση Τσακαλώτου με τον επίτροπο Μοσκοβισί στις Βρυξέλλες θα επιχειρηθεί ένα πρώτο αδρό χρονοδιάγραμμα της τρίτης αξιολόγησης, ωστόσο η πραγματική εκκίνησή της δεν αναμένεται πριν από τα μέσα Οκτωβρίου.

 

«Παρα-μνημονιακή» ατζέντα

Κατά κάποιο τρόπο, λοιπόν, το καλοκαιρινό διάλειμμα πίεσης από τους δανειστές παρατείνεται για τουλάχιστον ένα ακόμη μήνα. Κι αυτό δίνει στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ χώρο και χρόνο να συνεχίσει να προβάλλει τη θετική, «παρα-μνημονιακή» της ατζέντα με νομοθετικές και άλλες πρωτοβουλίες που, προς το παρόν, δεν μπαίνουν στο μικροσκόπιο του κουαρτέτου, αφού δεν θίγουν τον πυρήνα του τρίτου Μνημονίου. Αυτό τον χαρακτήρα έχουν τα νομοσχέδια του υπουργείου Παιδείας για το Λύκειο, του Εργασίας για την αδήλωτη-απλήρωτη εργασία και τα δικαιώματα των ΑμεΑ, του Διοικητικής Μεταρρύθμισης για την ανασυγκρότηση του Δημοσίου, οι περιοδείες και συναντήσεις Τσίπρα ενόψει ΔΕΘ, τα περιφερειακά αναπτυξιακά συνέδρια κ.α. Το πολιτικό μείγμα αυτών των παρεμβάσεων επιχειρεί να διαμορφώσει μια ισορροπία ανάμεσα σ’ ένα φιλο-επενδυτικό προφίλ και σε μια ελεγχόμενη δόση «στοργής» προς τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα που έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα από τα μνημονιακά μέτρα. Ουσιαστικά όμως, η ισορροπία αυτή είναι μάλλον ανέφικτη, αφού τα ελκυστικότερα στοιχεία για υποψήφιους επενδυτές παραμένουν η διατίμηση της εργασίας και οι ιδιωτικοποιήσεις, ωστόσο η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει ένα θετικό, έστω συγκυριακό, επικοινωνικακό αντίκτυπο, πριν επιστρέψει στη βασανιστική ρουτίνα της αξιολόγησης.

 

Η αντιπολίτευση και η ύπνωση

Ο κυβερνητικός σχεδιασμός στοχεύει κυρίως στην ανάκτηση του χαμένου εδάφους στο εσωτερικό και στη διατήρηση της πρωτοβουλίας των κινήσεων έναντι της αντιπολίτευσης, και σ’ ένα βαθμό το πετυχαίνει: η Ν.Δ. του Κυρ. Μητσοτάκη δυσκολεύεται να αντιτάξει μια διακριτή «θετική ατζέντα», αφού εξαντλείται στην επαναλαμβανόμενη αόριστη υπόσχεση μείωσης της φορολογίας και του κράτους, ενώ η λεγόμενη κεντροαριστερά βρίσκεται μπροστά σε μια ακόμη απόπειρα ανασυγκρότησης με πολλούς υποψήφιους ηγέτες, αλλά άνευ κόμματος και κυρίως άνευ προγράμματος διακριτού από της νεοφιλελεύθερης Ν.Δ. Ωστόσο, ο κυριότερος σύμμαχος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι η κατάσταση ύπνωσης που επικρατεί στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, παρά τα συντριπτικά πλήγματα που έχουν δεχθεί και από το τελευταίο κύμα μνημονιακών μέτρων.

Το να μετασχηματιστεί αυτή η ύπνωση, που στις δημοσκοπήσεις αποτυπώνεται μέχρι στιγμής με συρρίκνωση των ποσοστών των κομμάτων της συγκυβέρνησης, σε πολιτική ανοχή ή ενεργό στήριξη προϋποθέτει ότι τίποτε δεν θα πάει στραβά μέχρι τον Αύγουστο του 2018, οπότε αναμένεται το τυπικό τέλος του τρίτου Μνημονίου. Δηλαδή, ότι το βασικό κυβερνητικό αφήγημα θα επιβεβαιωθεί χωρίς μεγάλες αναταράξεις και παρενέργειες και, κυρίως, χωρίς εκτροπή προς ένα 4ο, έστω και ήπιο μνημόνιο. Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει η τρίτη αξιολόγηση δεν θα επιφυλάξει δυσάρεστες εκπλήξεις είτε από την πλευρά του ΔΝΤ είτε από την πλευρά της επόμενης γερμανικής κυβέρνησης. Κανένα από τα δυο δεν είναι δεδομένο.

 

Ο γερμανικός παράγοντας

Από τη μια πλευρά το ΔΝΤ έχει καταστήσει σαφές ότι, μεταξύ άλλων, θα εξετάσει τις ανάγκες των τραπεζών για νέα ανακεφαλαιοποίηση και θα πιέσει την κυβέρνηση να μην υλοποιήσει την υπόσχεσή της για επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων. Απ’ την άλλη πλευρά, ο Β. Σόιμπλε για πολλοστή φορά εκμηδένισε την υπόσχεση του Eurogroup για μια ακόμη δέσμη μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Ακόμη κι αν υποθέσει κανείς ότι δεν θα βρίσκεται στη θέση του υπουργού Οικονομικών στην επόμενη κυβέρνηση Μέρκελ, οι Ελεύθεροι Δημοκράτες, που θεωρούνται επικρατέστεροι κυβερνητικοί της εταίροι, κάνουν τα πράγματα ακόμη χειρότερα: παρ’ ότι το ελληνικό ζήτημα δεν βρίσκεται πια στην προεκλογική ατζέντα, ο ηγέτης του FDP, Christian Lindner, στην προσπάθεια να ενισχύσει τον δημοσκοπικό αέρα στο κόμμα του, προειδοποιεί ότι ενδεχόμενη ελάφρυνση του ελληνικού χρέους πρέπει να συνοδευτεί με έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα τοποθετηθούν στο ζήτημα Μέρκελ και Σουλτς στο debate της Κυριακής. Εκτός αν έχει συμφωνηθεί να λογοκριθεί το σχετικό ερώτημα.

 

Ο νέος γαλλογερμανικός άξονας

Με δεδομένες αυτές τις αβεβαιότητες, η κυβέρνηση επιχειρεί να συσσωρεύσει όσο το δυνατό περισσότερες θετικές ενδείξεις «επανεκκίνησης». Οι επισκέψεις Μακρόν και Τζεντιλόνι (την ερχόμενη και τη μεθεπόμενη Πέμπτη αντίστοιχα) προετοιμάζονται εδώ κι ένα μήνα με στόχο να προσθέσουν «ειδήσεις» στο πεδίο των επενδύσεων, αλλά και να εμπεδώσουν τις κυβερνητικές συμμαχίες στο Eurogroup. Το γεγονός ότι τόσο ο Γάλλος πρόεδρος όσο και ο Ιταλός πρωθυπουργός βρίσκονται σε αντιπαράθεση με τα συνδικάτα και την κοινή γνώμη των χωρών τους για προωθούμενες αντεργατικές ρυθμίσεις τα κυβερνητικά στελέχη το αντιπαρέρχονται διακριτικά. Αλλά, πολύ πιο αντιφατικό είναι το γεγονός ότι κυρίως ο Μακρόν και σε μεγάλο βαθμό ο Τζεντιλόνι έχουν κυριολεκτικά προσδεθεί στο άρμα του Βερολίνου, προσχωρώντας στη γερμανική στρατηγική της Ε.Ε. των πολλών ταχυτήτων – για «Ευρώπη των πολλών σχημάτων» και για «πυρήνα των πρωτοπόρων» μίλησε προ ημερών ο Γάλλος πρόεδρος-. Καθώς στον υπό επανίδρυση γαλλογερμανικό άξονα διαμορφώνεται μια βασική συναίνεση γύρω από το πώς θα ολοκληρωθεί η εμβάθυνση της Ευρωζώνης (με «Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο», κοινό υπουργό Οικονομικών και δραστικό περιορισμό της κυριαρχίας), είναι ένα ερώτημα αν η γαλλική ή ιταλική «συμμαχία» στην οποία προσβλέπει η κυβέρνηση θα διακινδυνεύσουν τις μείζονες προτεραιότητές τους και τις σχέσεις τους με το μεγάλο «αφεντικό» της Ευρωζώνης. Και το επόμενο ερώτημα είναι αν η «νέα Ευρωζώνη», με τα νέα θεσμικά εργαλεία της θα πειραματιστεί πάλι στο αγαπημένο της εδώ και επτά χρόνια πειραματόζωο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!