Πήγα στο προαύλιο της Βουλής, να παρακολουθήσω την εκδήλωση για τα 41 χρόνια της δημοκρατίας, δηλαδή από την πτώση της χούντας μέχρι σήμερα. Και ένας από τους λόγους που πήγα ήταν να ακούσω τον Μανώλη Γλέζο. Τον αιώνιο αγωνιστή. Δεν τον χορταίνω τον Γλέζο, ακόμα κι όταν δεν συμφωνώ με κάτι που λέει. Δεν ξέρω τι είναι περισσότερο αυτό που με τραβάει. Η δύναμή του; Η εμμονή του; Η διαύγειά του; Ή μήπως, σαν Ινδιάνος, αντλώ απ’ αυτό τον άνθρωπο, από την κοντινή επαφή, ενέργεια, αποφασιστικότητα, ζωντάνια; Ποιος ξέρει; Και ποιος μπορεί να ξεχωρίσει τα πολιτικά από τα ψυχολογικά. Πάντως, όπως και να έχει, ο Γλέζος και άλλοι άνθρωποι, απλοί, λαϊκοί, που σήκωσαν αυτή την παντιέρα, αυτό το λάβαρο του αγώνα, περνώντας μέσα από τόσες θύελλες, για τόσες πολλές δεκαετίες, με την ίδια φλόγα και το ίδιο όραμα, με μαγεύουν. Κι εκεί, στην εκδήλωση αυτή, ήταν και ο Στέφανος Στεφάνου, άλλος ένας ενενηντάρης, που αξίζει να διαβάσετε το βιβλίο του που βγήκε από το Θεμέλιο. Και χτες βράδυ γνώρισα και τον πατέρα της Αγλαΐας Κυρίτση, τον Λάζαρο Κυρίτση, αγωνιστή με χρόνια φυλακή, κατά τέσσερα χρόνια πιο μεγάλο από τον Γλέζο. Και μου έλειψε χτες βράδυ, ο Ευτύχης Μπιτσάκης, ο αγαπημένος μου Ευτύχης, ο σοφός και νηφάλιος βράχος ηθικής και αφοσίωσης στις αξίες της Αριστεράς και ο Αλέξης Πάρνης, που το βιβλίο του «Η Οδύσσεια των διδύμων», που έβγαλε ο Καστανιώτης πριν από τρία χρόνια, είναι ένα πελώριο ντοκιμαντέρ 950 σελίδων της ελληνικής μας περιπέτειας από την κατοχή και δώθε. Τρία βιβλία του Αλέξη Πάρνη βγήκαν μέσα σε τρία χρόνια, μαζί με την Οδύσσεια, το «Γεια χαρά, Νίκος» και «Ο άλλος εμφύλιος», ενώ έχοντας περάσει τα ενενήντα, εκεί ψηλά, στην Κάντζα, στα Γλυκά Νερά, γράφει τώρα τον επόμενο τόμο, αθόρυβα, όπως πάντα, χωρίς δημοσιότητες, χωρίς φανφάρες.

Και σκέφτομαι, τώρα, ότι μόλις είπα μερικούς ανθρώπους που θα πρότεινα, εάν με ρωτούσαν, για Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Άφθαρτους, ή καλύτερα, μια και είμαστε όλοι θνητοί και φθαρτοί ως προς τη φυσική μας ύπαρξη, ανθρώπους με μικρές φθορές και μεγάλη προσφορά στον συνάνθρωπο, με τις πράξεις, με τα ιδανικά και με την αυτοθυσία. Όχι μόνο γιατί τους αξίζει η τιμή, για την υπηρεσία τους στην κοινωνία και για τις σελίδες που προσθέτουν στην Ιστορία, αλλά και γιατί αποτελούν παραδείγματα για τις νέες γενιές, που άγονται και φέρονται από τους ψεύτικους σταρ, τους λαοπλάνους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους που διαλαλούν την υποτέλεια και προσκυνούν τα αφεντικά της διαπλοκής και διαφθοράς.

Σε μια κοινωνία λεηλατημένη, σε μια κοινωνία που η αλήθεια, η αγάπη, το ιδανικό, η αλληλεγγύη έχουν παραμεριστεί από την υποκρισία, το ψέμα, τον εγωισμό, την αδιαφορία, την κατανάλωση και τον ανταγωνισμό, τίποτα δεν θα ανθίσει χωρίς το υλικό που μεταφέρουν αυτά τα ανθρώπινα παραδείγματα. Η χειροπιαστή απόδειξη ότι ένας άλλος τρόπος ζωής είναι εφικτός, ακόμα και σε συνθήκες καπιταλιστικής βαρβαρότητας, πόσο μάλλον αν φτάσουμε σε συνθήκες ενός συστήματος εναλλακτικού που οι αξίες θα αναδείχνονται και δεν θα διώκονται, δεν θα φυλακίζονται, δεν θα εκτελούνται, δεν θα εξορίζονται, δεν θα περιθωριοποιούνται, δεν θα απαξιώνονται.

 

Άξιοι όσοι ανέβηκαν το Γολγοθά

Ήθελα έναν μεγάλο σε ηλικία Πρόεδρο της Δημοκρατίας, γιατί αυτό θα συμβόλιζε τη δημοκρατία, σαν ιδέα τη δημοκρατία και σαν ζητούμενο τη δημοκρατία και σαν αντιπρόταση τη δημοκρατία σ’ αυτό που συνηθίσαμε να αποκαλούμε δημοκρατία, ενώ ούτε είναι, και όσο περνάει ο καιρός, ούτε καν της μοιάζει. Αλλά και για έναν άλλο λόγο ήθελα έναν μεγάλο σε ηλικία Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Για να τιμήσουμε όχι μόνο αυτούς που θα τους γράψει η συλλογική Ιστορία, που είναι παγκοίνως γνωστοί, αλλά για να τιμήσουμε όλους εκείνους τους μεγάλους, τους υπερήλικες, που αγωνίστηκαν, όχι για παλάτια και χλιδή, αλλά για αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη.

Που αγωνίστηκαν όχι μόνο στα βουνά, στα χαρακώματα, στις γιάφκες, στους δρόμους, στα εργοστάσια, στην ξηρά και τη θάλασσα, αλλά και εκείνους που κάτω από αντίξοες συνθήκες έχτισαν αυτό τον τόπο, πετραδάκι-πετραδάκι, με ανεξάντλητη αγάπη και σθένος, που μεγάλωσαν παιδιά και εγγόνια, που μεταφέρανε από γενιά σε γενιά τα ιδανικά, που όσο κι αν οι άνθρωποι φθείρονται, αυτά, τα ιδανικά, μένουν άφθαρτα και αιώνια.

Κρίμα που δεν τιμήσαμε τις μανάδες και τους πατεράδες μας μ’ αυτή την ευκαιρία. Αφού ο θεσμός έχει κυρίως συμβολικό χαρακτήρα, με ανθρώπους-σύμβολα έπρεπε να τον εξωραΐσουμε. Για την κάθε γυναίκα που σκαρφάλωσε στο βουνό κουβαλώντας τρόφιμα και κάλτσες στους φαντάρους στα χιόνια, το 1940, για τον κάθε μεροκαματιάρη στις οικοδομές που ανεβοκατέβαινε με τον ντενεκέ στον ώμο γεμάτο λάσπη τις σκαλωσιές για να σπουδάσει τα παιδιά του, για τον κάθε δάσκαλο που μοχθούσε να μας μάθει γράμματα με ένα πενιχρό μισθό, για την κάθε εργάτρια, σαν τη θεία μου τη Χριστίνα, που δούλευε το πρωί στο καπνεργοστάσιο και το βράδυ στον αργαλειό με τις προκηρύξεις με το σφυροδρέπανο και την αλυσιδίτσα με το σταυρό στο ίδιο μέρος, στο στήθος της, για τη μάνα και τον πατέρα μου, τη Χρυσούλα και τον Κώστα, δύο ήρωες, πιο αυθεντικοί δεν γίνεται, που όπως εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι ανέβηκαν το Γολγοθά της προσφυγιάς και της μετανάστευσης, αγόγγυστα και με πίστη σε ένα καλύτερο αύριο που για πολλούς από τους συμπατριώτες μας δεν ήρθε ποτέ.

Αυτούς τους γέρους, που δεν είναι ποτέ γέροι, έπρεπε πρώτα και πάνω απ’ όλα να τιμήσουμε. Κι αυτή μας η επιλογή θα ήταν πραγματικά η πιο επαναστατική πράξη υπέρ της δημοκρατίας.

Και μην το πάρετε αυτό στραβά. Δεν είναι καμία μομφή, δεν στρέφεται εναντίον κανενός. Μια κραυγή είναι για όλους, για μια κοινωνία που έχει χάσει τον μπούσουλα, που δεν ξέρει πού πατάει και πού πηγαίνει. Που ανέχτηκε πάρα πολλούς πολιτικούς της πλάκας και της συμφοράς, που συμβιβάστηκε με τα πιο ντροπιαστικά πράγματα, που δεν έμαθε και πολλά από τη σπουδαία Ιστορία μας, που δεν σφυρηλάτησε τα παιδιά της με αρχές και αξίες απαραβίαστες. Που αφέθηκε να άγεται και να φέρεται από κλίκες που καταφάγανε τον τόπο, τον ρημάξανε, υλικά και ηθικά. Που επιβάλανε τους κανόνες τους, που δηλητηρίασαν τα μυαλά μας και κάμψανε τις αντιστάσεις μας με γυαλιστερές χάντρες και ψεύτικες υποσχέσεις.

Γιατί, σε μια κοινωνία που δεν είναι τόσο στραπατσαρισμένη, αυτός που αξίζει, αυτός που συμβολίζει την καλύτερη πλευρά της κοινωνίας μας, θα γινόταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας με ένα φυσικό τρόπο, χωρίς δεύτερη σκέψη. Αλλά έχουμε ακόμα δρόμο. Ζούμε σε τάχα μου δημοκρατίες, που ακόμα και οι καλύτεροι ανάμεσά μας, δεν μπορούν να αποδεσμευτούν από τα δεσμά αυτής της τάχα μου δημοκρατίας. Το βλέπουμε στους εαυτούς μας, το βλέπουμε στους γύρω μας. Ακόμα κι εμείς που πιστεύουμε στη δημοκρατία, ακόμα κι εμείς που προσπαθούμε, φοβόμαστε τη δημοκρατία. Φοβόμαστε, κι όχι εντελώς αδικαιολόγητα, τους συνανθρώπους μας, τους συμπολίτες μας, αλλά και τους ίδιους μας τους εαυτούς. Η δημοκρατία δεν είναι ρουτίνα. Ούτε τύπος. Η δημοκρατία είναι άλλος τρόπος σκέψης, άλλο είδος ζωής. Και, πριν φτάσουμε στην εφαρμογή της, η επιδίωξή της θέλει αρετή και τόλμη. Θέλει υπέρβαση. Θέλει όραμα που δεν το βρίσκεις στα παζάρια της πολιτικής.

 

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!