Ειλικρινά σας λέω, το προσπαθώ.

Βάζω τα δυνατά μου, όπως τότε πιτσιρικάς για να πιώ το μουρουνόλαδο.

Δεν τα καταφέρνω, όμως.

Δε μπορώ να προφέρω πια αυτές τις δυο μικρές τυπικές λεξούλες: Καλή Χρονιά!

– Καλά ρε φίλε, γιατί τόσο ζόρι;

Τόσο όμορφα πέρναγες επί δεξιάς και τώρα ζορίζεσαι τόσο, να ξεστομίσεις μια απλή ευχή, χρονιάρες μέρες;

– Δεν περνάγαμε καλύτερα φίλε. Περνάγαμε δύσκολα. Πολύ δύσκολα.

Όμως σε τούτα τα μαύρα χρόνια της δεξιάς, είχα κάτι σπουδαίο που με παρότρυνε, με διευκόλυνε, να ευχηθώ «Καλή Χρονιά» και να το πω χαμογελαστά.

Ήταν η ελπίδα!

Η ελπίδα πως θα έλθουν καλύτεροι άνθρωποι, αριστεροί άνθρωποι, που θα κάνουν παρελθόν τη δεξιά πολιτική και πιο ανθρώπινη τη ζωή μας.

Λάθεψα.

Όχι γιατί η πρώτη φορά «αριστεροί», είναι το ίδιο παλιοί και δεξιοί με τους προηγούμενους, αλλά γιατί τούτοι, μου τσαλαπάτησαν την ελπίδα.

Και το χειρότερο είναι, πως παριστάνουν τους σωτήρες της.

Πώς να ξεστομίσω τούτη την ευχή;

Πώς να μου βγει από το στόμα το «Καλή Χρονιά», με μια κοινωνία γονατισμένη και φοβισμένη, με μια πατρίδα ξεπουλημένο προτεκτοράτο, με μια «αριστερά» υπάλληλο του συστήματος, μ’ ένα μέλλον αλυσοδεμένο για χρόνια από τις υπογραφές χθεσινών «επαναστατών»;

Πόσο να ξανακοροϊδέψω τον εαυτό μου;

Ρώτησα τα εγγόνια, τι δώρο ζήτησαν από τον Άγιο-Βασίλη.

Ο Δημήτρης ζήτησε ένα ρομπότ, ο Σωκράτης ένα «τέτοιο που πετά», η κοκέτα Κάρμεν ένα ροζ φουστάνι «όχι κολλητό, αλλά να ανοίγει» και η πέντε μηνών Ευαγγελία μου με την πιπίλα, απλά χαμογέλασε.

– Εσύ παππού τι ζήτησες;

Ανάθεμά σε θείο-Παναγιώτη με τα κομμουνιστικά σου και το Λουντέμη, που μ’ έπεισες πως αν γράψω στον Αη-Βασίλη, το γράμμα θα γυρίσει πίσω και θα γράφει «παραλήπτης ανύπαρκτος»

Ανάθεμα σε και να ’σαι καλά όπου και να είσαι.

Έβλεπα τα εγγόνια να περιμένουν απάντηση και αποφάσισα να το τολμήσω μετά από τόσα χρόνια.

Τόσα και τόσα άλλαξαν, σκέφτηκα, τόσα ανύπαρκτα έγιναν υπαρκτά.

Ίσως κι ο θείος Παναγιώτης να μην είχε δίκιο.

Ας το τολμήσω.

Θα ’θελα λοιπόν, λέει, να ερχόταν ένα όμορφο, νεανικό, μαζικό, αποφασισμένο «λαϊκό κίνημα».

Ένα πολύβουο και πολύμορφο λαϊκό ποτάμι, με χιλιάδες χρωματιστά λάβαρα, που όμως θα βαδίζουν στους ίδιους δρόμους και θα ’χουν στο νου και στην καρδιά τους το ίδιο όνειρο, τον ίδιο «στόχο».

Να μαζεύονται, λέει, οι εργάτες στις πλατείες, οι φοιτητές στα αμφιθέατρα, στα χωράφια οι αγρότες και σε μεγάλες αίθουσες οι υπάλληλοι και όλοι μαζί, με μιας να αποφάσιζαν το ίδιο:

– Πάμε ν’ αλλάξουμε τούτον τον κόσμο που μας έφτιαξαν, πάμε να πάρουμε πίσω τη ζωή που μας έκλεψαν, πάμε να τους μηνύσουμε πως εμείς είμαστε οι πολλοί, οι πιο δυνατοί απ’ αυτούς.

Να ήταν, λέει, χιλιάδες τα ανθρώπινα ρυάκια, με χιλιάδες ονόματα και κάθε που οι «από πάνω» νόμιζαν πως μπορούν να μας τσαλαπατήσουν, να γινόντουσαν ένα ποτάμι και τα μύρια ονόματα να γινόταν ένα όνομα:

Λαϊκό, ταξικό, κίνημα.

Και κάποια στιγμή, λέει, τα συνδικάτα να ήταν γεμάτα από εργάτες και άνεργους και μαστόρους και επιστήμονες και γραφιάδες, από ντόπιους και ξένους και να ήταν, λέει, οι συνδικαλιστές μακριά από κάθε είδους αφεντικά και εξαρτήσεις και κάθε απεργία μια γιορτή και μια μάχη…

– Τελικά παππού τι ζήτησες από τον Αη-Βασίλη;

Τώρα τι λένε;

– Του ζήτησα κάτι που χρόνια τώρα το ονειρεύομαι, όμως φαίνεται είναι μεγάλο και δε χωρά στο τσουβάλι του.

– Παππού, μη στεναχωριέσαι. Η δασκάλα μας είπε πως αν κάτι το θέλουμε πολύ, κάποια στιγμή θα μας το φέρει. Εσύ να επιμένεις. Ξαναγράψτου του χρόνου…

Θα επιμένω αγόρι μου, όσο μπορώ και μου μένει ακόμα και μακάρι να ’χει δίκιο η δασκάλα σου.

Κι αν δεν το φέρει σε μένα, μπορεί να το φέρει σε σας.

Τότε, θα ξαναπώ Καλή Χρονιά, χαμογελαστά και με σιγουριά…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!