Για τη νέα ταινία του Χιλιανού Πάμπλο Λαρέν, Μυστική Λέσχη

 

Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Στην μετά Πινοσέτ Χιλή, ο 39χρονος Χιλιανός σκηνοθέτης Πάμπλο Λαρέν επέλεξε να ασχοληθεί με θέματα που θίγουν το πρόσφατο ιστορικό και πολιτικό παρελθόν της χώρας του. Στο μακάβριο και εμμονικά γεμάτο σταθερά πλάνα Post Mortem (2010), καταπιάνεται με τη διαστροφική συμπεριφορά ενός καταπιεσμένου σεξουαλικά μοναχικού πενηντάρη, τη νύχτα του πραξικοπήματος ενάντια στον Αλιέντε, σε μια κλειστοφοβική και υποφωτισμένη ατμόσφαιρα, που προμηνύει την καθηλωτική παράλυση της δεκαπενταετούς χούντας που μόλις ξεκινούσε. Σε προκλητική αντιδιαστολή, η επόμενη ταινία του Νο (2012) διαδραματίζεται στο παραδόξως αναίμακτο τέλος της σκληρής χούντας του Πινοσέτ, καταγράφοντας με εξοργιστική σχεδόν ελαφράδα, το χρονικό της προεκλογικής καμπάνιας του δημοψηφίσματος που καθαίρεσε τον δικτάτορα. Η ζωντάνια της «αλλαγής» μεταφέρεται σκηνοθετικά με πλάνα γεμάτα ήλιο και χρώματα, ενώ η αεικίνητη κάμερα αποπνέει με αμεσότητα την αγωνία της αναμέτρησης. Στο τέλος της ταινίας αναδεικνύεται εύστοχα η λαχτάρα για τις νεοφερμένες λαμπερές τηλεοπτικές σαπουνόπερες, που θα σβήσουν από τη μνήμη τα προηγούμενα βίαια χρόνια.

Στη νέα του ταινία Μυστική Λέσχη, που κέρδισε Αργυρή Άρκτο στην περσινή Μπερλινάλε, ο Λαρέν τολμάει να βάλει στο στόχαστρο την εκκλησία, μέσα από μια σαρκαστική ιστορία αστυνομικής πλοκής, παρά το ότι ο καθολικισμός, αποικιοκρατικό κατάλοιπο, έχει ισχυρή εξουσία.

Τέσσερις ώριμοι άντρες και μια γυναίκα ζουν κοινοβιακά, στην άκρη μιας μικρής παραθαλάσσιας κοινότητας. Πρόκειται για ιερωμένους που έχουν κριθεί ένοχοι «παραστρατημάτων» και τελούν σε εκτόπιση. Σε διαρκή περισυλλογή, επιδίδονται σε προσευχές και ομαδικούς ύμνους και καλλιεργούν την τροφή τους. Το εισόδημά τους συμπληρώνεται από τη συμμετοχή στις τοπικές κυνοδρομίες ενός αδέσποτου, που εκτρέφει και προπονεί ένας από αυτούς. Η αυτοκτονία, όμως, ενός νεοφερμένου μεσήλικα ιερέα που προστέθηκε στο κοινόβιο αναστατώνει συθέμελα τη ζωή τους και φέρνει στο κατώφλι τους εκτός από την αστυνομία και έναν νεότερο ιερέα-ψυχολόγο, με διαπεραστικό βλέμμα, επιφορτισμένο να διαλευκάνει την υπόθεση. Οι ανακρίσεις βγάζουν στο φως κρυμμένα μυστικά, όπως η αινιγματική παρουσία ενός νέου περιθωριακού γενειοφόρου, που ήταν παρών στην αυτοκτονία, χωρίς κανείς προηγουμένως να το έχει αναφέρει.

Ο Λαρέν, που γύρισε την ταινία σε πλήρη μυστικότητα στη Χιλή, ξεσκεπάζει τις μεθόδους της καθολικής εκκλησίας, που τόσα χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας εξακολουθεί να διατηρεί το παγιωμένο δικαίωμα να βρίσκεται στο απυρόβλητο της δικαιοσύνης, συγκαλύπτοντας υποθέσεις κατάχρησης της εξουσίας του εκκλησιαστικού λειτουργήματος. Οι ανακρίσεις, με σκηνές κινηματογραφημένες σε απλά πλάνα, με κάμερα που απομακρύνεται η πλησιάζει με αργούς ρυθμούς τα αντικριστά πρόσωπα, αποκαλύπτουν ατιμώρητα εγκλήματα, όπως παιδεραστία, παράνομο εμπόριο νεογνών, αλλά και υπόθαλψη στρατιωτικών, με κατηγορίες βασανισμού επί δικτατορίας, στους οποίους παρασχέθηκε το σχήμα του κληρικού, για να γλυτώσουν διαπόμπευση και φυλάκιση.

Στους αντιπαραθετικούς διαλόγους, από τη μια φανερώνονται τραυματικές αναμνήσεις και κατεστραμμένες ψυχές που συνθλίβονται σε μαζοχιστική παθητικότητα, κάτω από το βάρος και την ατιμωρησία τέτοιων εγκλημάτων και από την άλλη, αναδύεται η σαδιστική έπαρση που προκαλούν οι ανομολόγητες ενοχές. Ο σκηνοθέτης επανέρχεται στην παρατήρηση της ανθρώπινης διαστροφής που απελευθερώνει η δίχως όρια σαρκική και ψυχική εξουσία στον άλλον, ιδιαίτερα στα απολυταρχικά καθεστώτα, σπουδή που τον είχε απασχολήσει και στο Post Mortem, επιλέγοντας για τέλος της νέας του ταινίας την εξιλέωση, που υπογραμμίζεται από υπόκωφη βία, σοκάροντας τον θεατή.

Εκτός από τις εξαιρετικές ερμηνείες και το καλογραμμένο σενάριο, εντυπωσιάζει και ο σκηνοθετικός τρόπος που ο Λαρέν μεταφέρει κινηματογραφικά την ψυχολογική νοσηρότητα. Η ταινία κολυμπάει σ’ ένα φιλτραρισμένο, ψυχρό χειμωνιάτικο φως, ενώ τα συχνά μακρινά σταθερά κάδρα, στα μεγάλα κύματα του Ειρηνικού ωκεανού που βρέχουν τις ακτές της Λα Μπόκα, βγάζουν την βιαιότητα της ορμής της φύσης. Η πνευματική υπόσταση του θρησκευτικού στοιχείου αποδίδεται κυρίως μέσα από τις μουσικές επιλογές. Τα κομμάτια Fratres (1976) για κουαρτέτα εγχόρδων και κρουστά, του Εσθονού συνθέτη σύγχρονης θρησκευτικής μουσικής Άρβο Πέρτ, επανέρχονται ως απόκοσμο μοτίβο που στοιχειώνει την ατμόσφαιρα μυστηρίου, ενώ το Cantus in Memory of Benjamin Britten (1977) για ορχήστρα εγχόρδων και καμπάνα, του ίδιου, σφραγίζει το βίαιο τέλος, σε μια συναισθηματική κορύφωση. Τις δραστηριότητες των ιερέων πλαισιώνουν λατινικοί ύμνοι από γυναικεία φωνή, που τονίζουν, όπως και η Missa Criola (1964), την ιδιαιτερότητα του λατινοαμερικάνικου αποικιοκρατικού καθολικισμού.

Η παλιότερη γενιά Χιλιανών κινηματογραφιστών, όπως ο Πατρίτσιο Γκουζμάν, στράφηκε στο ντοκιμαντέρ και κατέγραψε σε εικόνα τα αδιάψευστα τεκμήρια των γεγονότων, αποτυπώνοντας παράλληλα και τις ψυχολογικές επιπτώσεις της χειραγωγημένης λήθης ενός πολιτικού εγκλήματος, για το οποίο αναμένεται ακόμα η απόδοση δικαιοσύνης. Ο Λαρέν, που γεννήθηκε μέσα στην παράνοια της χούντας και ωρίμασε σε χρονική απόσταση που επιτρέπει ψυχραιμότερη ματιά, παίρνει τη σκυτάλη για να μιλήσει για την πρόσφατη τραυματική ιστορία της χώρας του, μέσα από ένα μυθοπλαστικό ρεαλισμό, με ψυχολογικές προεκτάσεις, που σοκάρει, αντίστοιχα με το σινεμά του Χάνεκε, συμβάλλοντας στη συλλογική αποκατάσταση της μνήμης.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου ([email protected])

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!