Οι ζυμώσεις μέσα στο πολιτικό σκηνικό καλά κρατούν. Εδώ και μήνες. Σε όλο το πολιτικό φάσμα, και στην κεντροδεξιά και στην κεντροαριστερά μοχλεύονται καταστάσεις άλλοτε πιο ηχηρά άλλοτε πιο υπόκωφα. Τώρα φαίνεται ότι θα περάσουμε ένα διάστημα (μέχρι τις 5 Δεκέμβρη σε πρώτη φάση) που θα βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα οι εξελίξεις γύρω από την εκλογή προέδρου στο ΚΙΝΑΛ.

Ο φετινός χειμώνας φέρνει φουρτούνες

Ακόμα κι αν προς στιγμήν παραβλέψουμε τον διαρκώς αστάθμητο χαρακτήρα των ευρύτερων εξελίξεων που κυοφορούνται γύρω από τα ελληνοτουρκικά, η κυβέρνηση αλλά και γενικότερα οι πολιτικές ελίτ έχουν σοβαρούς λόγους να φοβούνται ανεξέλεγκτες κοινωνικές αντιδράσεις. Το μείγμα γίνεται εκρηκτικό. Από τη μια είναι η πανδημία και η πολλαπλών εκφράσεων υποβόσκουσα δυσφορία για τα όσα συσσωρεύει η διαχείρισή της ‒ οι συνέπειες του τιμωρητισμού, των φακελωμάτων, των αποκλεισμών, της εκτεταμένης καταστροφής μικρομεσαίων στρωμάτων κ.λπ. Αλλά στο ίδιο έδαφος και μια εντυπωσιακά ογκούμενη κοινωνική δυσπιστία απέναντι στους πάντες. Στο πολιτικό προσωπικό συνολικά, στους επιστημονικούς και άλλους θεσμούς (αποκαλυπτική είναι ακόμα και η υπολογίσιμη αρνητική κοινωνική διάθεση που δείχνει να εκδηλώνεται απέναντι στην απογραφή). Η καλπάζουσα ακρίβεια από την άλλη, που δεν αφορά μόνο την ενέργεια αλλά μεταδίδεται σε όλη την αγορά, φέρνει έναν χειμώνα με τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία να μην μπορεί να τα φέρει βόλτα αλλά και να μην βλέπει καμία προοπτική. Άλλωστε τελευταία έρχονται σαφή μηνύματα από τη γερμανική «Ευρώπη» ότι το διάλειμμα δημοσιονομικής χαλάρωσης λόγω πανδημίας τελειώνει και θα επιβληθούν νέοι γύροι λιτότητας (έλεγχοι, επιτροπεία, κόφτες) προκειμένου να εξασφαλιστούν τα πλεονάσματα που απαιτούν οι ρυθμοί αποπληρωμής του χρέους. Του χρέους που έχει εν τω μεταξύ αυξηθεί σημαντικά λόγω και της πανδημίας και ίσως δεχθεί πρόσθετη επιβάρυνση από μια πιθανή αυξητική πορεία των επιτοκίων.

Έτσι η επί του παρόντος σχετικά άνετη κυβερνητική κατίσχυση που έχει πετύχει ο Μητσοτάκης, βασιζόμενος στον συνδυασμό ανυπαρξίας αντιπολίτευσης και κοινωνικής αφωνίας και παθητικοποίησης, δεν φαίνεται αρκετή για να εξασφαλίσει πολιτική σταθερότητα σε μεσοπρόθεσμη βάση. Μια διαρκώς επαπειλούμενη αστάθεια τροφοδοτεί εν πολλοίς σχεδιασμούς από μεριάς διάφορων κέντρων ισχύος (από τις γνωστές ξένες πρεσβείες αλλά και από εγχώρια κέντρα) για την αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού προκειμένου να προκύπτουν ευχέρειες για πολιτικούς συνδυασμούς και σχήματα που εξασφαλίζουν μεγαλύτερες αντοχές απέναντι στα όσα έρχονται.

Φαίνεται να πριμοδοτείται πόλος ΠΑΣΟΚ / ΚΙΝΑΛ

Η σημερινή διάταξη του δικομματικού σκηνικού είναι κουτσή στο κεντροαριστερό της σκέλος και αυτό γεννά ανεπιθύμητους κινδύνους πολιτικής αστάθειας για τις ελίτ. Είναι πλέον απόλυτα εμφανές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε δομική αδυναμία – έχει περάσει η στιγμή του ως κεντρική έκφραση του κεντροαριστερού πόλου. Παραμένει γυμνός όσον αφορά τους δεσμούς του με την κοινωνία, δεν διαθέτει εφεδρείες ηγετικού προσωπικού και δεν μπορεί να βρει πολιτικό ρόλο μέσα στη νέα φάση που ανοίγεται. Τα όποια σχέδια της ομάδας Τσίπρα να εμφανιστεί μετά την ήττα του 2019, επικεφαλής ενός διευρυμένου κεντροαριστερού πόλου (σε μορφή Δημοκρατικού Kόμματος υπό την προεδρία του Τσίπρα), αναπληρώνοντας την έλλειψη κοινωνικής του διείσδυσης με τη μόχλευση των διαφόρων ΠΑΣΟΚ, έχουν ναυαγήσει.

Αυτή την περίοδο οι εγχώριες ελίτ πάνε να στερεώσουν μια νέα φάση «εκσυγχρονισμένου» μεταπρατισμού και παραπληρωματικής/εξαρτημένης θέσης της χώρας στο διεθνές σύστημα. Αυτό σημαίνει επιθετική πρωτοβουλιακή πολιτική βαθιών «τομών»-αναδασμών-μοιρασιών, ενδοσυστημικές εντάσεις και σοβαρές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα

Είναι εμφανές ότι το τελευταίο διάστημα δημιουργείται κλίμα αυξημένης ζήτησης για «ΠΑΣΟΚ». Ακόμα και αν δεν είναι σαφές ποιά κέντρα προωθούν τον καθένα από τους υποψήφιους για την προεδρία του ΚΙΝΑΛ. Ήδη πάντως τα σημαντικότερα συστημικά ΜΜΕ προβάλλουν ως επικρατέστερους τους Παπανδρέου, Λοβέρδο και Ανδρουλάκη και κάνουν εκτιμήσεις για σημαντική προσέλευση ψηφοφόρων για την εκλογή προέδρου αλλά και για ανάλογη εκλογική ενίσχυση του χώρου σε ενδεχόμενες βουλευτικές εκλογές (κάνουν λόγο για ποσοστά που αρχίζουν από 8% αλλά διαθέτουν διψήφια δυναμική). Οι παρούσες συνθήκες κάθε άλλο παρά αποκλείουν επαλήθευση των προγνωστικών. Πέραν της τρέχουσας προτίμησης που δείχνουν ισχυρές πλευρές του συστήματος, σε μια λογική ισχυροποίησης του «κέντρου» και αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού γύρω από αυτό (το Βήμα ίσως έχει εκφράσει την πιό σαφή εκδοχή της), μέσα στις σημερινές δυσμενείς για το κοινωνικό φρόνημα συνθήκες προκύπτει αντικειμενικά πρόσφορο έδαφος ώστε οι μηχανισμοί των διαφόρων ΠΑΣΟΚ (αυτοδιοκητικοί, συνδικαλιστικοί, πολιτευτές και βουλευτές) να ξαναμαντρώσουν κόσμο που ψάχνει διεξόδους προσαρμοζόμενος στα χαμηλοτάβανα όρια των «λύσεων» που προσφέρουν τα «δοκιμασμένα» πελατειακά δίκτυα. Είναι πρόδηλο ότι αυτός που στριμώχνεται και χάνει άμεσα από αυτές τις εξελίξεις είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι άλλωστε χαρακτηριστική μια στάση αναμονής των πολυπληθών πασοκικής κοπής παραγόντων στις γραμμές του που λέει πολλά για τα πλασαρίσματα που κυοφορούνται στο παρασκήνιο για να εκδηλωθούν ανάλογα με το τι συσχετισμούς θα βγάλουν οι κάλπες.

Ο κάθε υποψήφιος βέβαια προωθεί τη «δική του» ατζέντα. Ο ΓΑΠ παίζει στη λογική του κεντροαριστερού πόλου. Μιλάει περί προοδευτικής διακυβέρνησης (ποντάροντας σε ανακατανομή δυνάμεων ευνοϊκή για το χώρο του ΚΙΝΑΛ). Λίγο πριν εγκαινιάσει την εκστρατεία του πάντως, πρόλαβε να δηλώσει τη διαθεσιμότητά του (ως μελλοντικός ΥΠΕΞ άραγε;) για «διάλογο με όλα στο τραπέζι για μια συνολική διευθέτηση των διαφορών με την Τουρκία!» (στη συνάντησή του με τον Ιμάμογλου). Ο Λοβέρδος από την άλλη στέκεται απέναντι στον Παπανδρέου και ποντάρει στα πιό πολωμένα αντισυριζικά και κοινωνικά συντηρητικά πασοκικά ακροατήρια (γι’ αυτό παίζει με το ζήτημα της ασφάλειας και της αυστηροποίησης του ποινικού κωδικα). Επιδιώκει επαναφορά του ΠΑΣΟΚ ισχυροποιημένου δεόντως για να μπορεί να διαπραγματευτεί. Αφήνει ακόμα να εννοηθεί ότι υιοθετεί μια «πατριωτική στάση» σαν άλλο ένα σημείο που διευκολύνει την οριοθέτησή του απέναντι σε ΣΥΡΙΖΑ και ΓΑΠ. Απομένει στον καιροσκοπισμό του να αποφασίσει την τελική του κατεύθυνση ανάλογα με το τι θα βγάλει η κάλπη (η επικείμενη και οι επόμενες). Ο Ανδρουλάκης κυρίως δείχνει ότι διαπραγματεύεται τον ρόλο του στο σκηνικό της επόμενης μέρας με βάση τα σημαντικά οργανωτικά ερείσματα που διαθέτει εντός ΠΑΣΟΚ.

Δυo λόγια για κάποια γενικότερα συμπεράσματα

Τα όσα γίνονται πρέπει να τα δούμε μέσα στο πλαίσιο των όρων που θέτει μια νέα καθεστωτική φάση. Αυτή την περίοδο οι εγχώριες ελίτ πάνε να στερεώσουν μια νέα φάση «εκσυγχρονισμένου» μεταπρατισμού και παραπληρωματικής/εξαρτημένης θέσης της χώρας στο διεθνές σύστημα. Αυτό σημαίνει επιθετική πρωτοβουλιακή πολιτική βαθιών «τομών»-αναδασμών-μοιρασιών αλλά βέβαια φέρνει και ισχυρές ενδοσυστημικές εντάσεις και συγκρούσεις. Τροφοδοτεί παράλληλα και την επιδίωξη αντίστοιχα σοβαρών (και ίσως δομικών) αλλαγών στο πολιτικό σύστημα. Από αυτή την άποψη μάλλον βρισκόμαστε μόνο στην αρχή μιας πορείας μετασχηματισμών.

Μια δεύτερη ροπή «κοιτάει προς τα πίσω». Επιδιώκει την ολική επαναφορά του πολιτικού προσωπικού και των καταστάσεων που παρέσυρε η μνημονιακή περίοδος. Καθόλου τυχαία η επιχείρηση φουσκώματος του ΠΑΣΟΚ ανακυκλώνει μια σειρά πρόσωπα μοιραίου ρόλου στη διάρκεια της προηγούμενης περιόδου. Με τους ΓΑΠ και Λοβέρδο σε πρώτο πλάνο.

Τέλος όλα γίνονται στο έδαφος μιας τεράστιας συστημικής αστάθειας διεθνώς και εγχώρια. Παραμένει ανοιχτό ζήτημα ποιές θα είναι οι κοινωνικές αντιδράσεις απέναντι σε μια πολιτική από μέρους των κυρίαρχων που συμπιέζει αφόρητα και σε πολλαπλά επίπεδα τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Για ποια σταθεροποίηση μπορεί να γίνει λόγος ακόμα και αν παραμείνουμε στα όσα λίγα αναφέραμε πιο πάνω;

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!