του Αντώνη Ανδρουλιδάκη*
Το άρθρο αυτό δεν είναι άρθρο που προτρέπει σε «επανάσταση», δεν είναι ένα άρθρο που προτρέπει σε ανυπακοή στις οδηγίες και υποδείξεις των αρμόδιων υπουργείων, δεν είναι ένα άρθρο που επιχειρεί να αμφισβητήσει τα συμπεράσματα των ειδικών επιδημιολόγων -ειδικά αυτό το κάνουν από μόνοι τους-. Το άρθρο αυτό επίσης δεν υπερασπίζεται την νεοφιλελεύθερη αποθέωση της οικονομίας σε βάρος της ανθρώπινης ζωής, ούτε επιχειρεί να «πουλήσει» μια κάποια βεβαιότητα, σε καιρούς μέγιστης ανθρώπινης ανασφάλειας, όπως προσπαθούν οι διάφορες θεωρίες συνομωσίας.
Είναι ίσως λίγο παράδοξο που ένα άρθρο ξεκινά με μια τέτοια «δήλωση νομιμοφροσύνης» ή με την ανάγκη να πει τι «δεν είναι» και όχι σε τι αποσκοπεί, αλλά να που φαίνεται αναγκαίο. Και αυτό ακριβώς, δηλαδή η ρητή ή άρρητη «υποχρέωση» συμμόρφωσης με την κυρίαρχη αφήγηση, δεν είναι καθόλου έξω από τα ζητούμενα του. Γιατί η αλήθεια είναι ότι όποιος δεν έσπευσε να υιοθετήσει πλήρως την κρατική αφήγηση σε σχέση με την πανδημία, όποιος τόλμησε να ψελλίσει έστω ενδοιασμούς ή να εκφράσει τον σκεπτικισμό και την ανησυχία του για τις συνέπειες των μέτρων περιορισμού ένοιωσε στη «γαλαρία του χαρτοπόλεμου τη βία» ή του διαδικτύου τη βία, για να είμαστε πιο ακριβείς.
Ξεκινώντας έτσι ας προτάξουμε ένα αφορισμό: δεν είναι ανάγκη να μισιόμαστε επειδή διαφωνούμε!
Παρ’ ότι λοιπόν δεν αποθαρρύνω τη συμμόρφωση με τις συστάσεις των αρμοδίων, χρειάζεται να θίξουμε το γεγονός ότι η κοινωνική απόσταση, η απομόνωση και η αυξημένη δυσπιστία που φορτίζει τις διαπροσωπικές μας σχέσεις λόγω πανδημίας, προφανώς υπήρχαν ως «πανδημία της α-σχετίας», πολύ πριν από την παρούσα κρίση.
Γνωρίζουμε επίσης, από τις σχετικές επιστημονικές έρευνες, ότι η κοινωνική αποστασιοποίηση, η μοναξιά και η κοινωνική απομόνωση είναι παράγοντες κινδύνου συσχετισμένοι άμεσα με την πρόωρη θνησιμότητα στον δυτικό κόσμο. Ειδικότερα, η Dr. Julianne Holt-Lunstad, καθηγήτρια Ψυχολογίας και Νευροεπιστήμης στο Brigham Young University και οι συνεργάτες της, διεξήγαγαν μια μετα-ανάλυση εξετάζοντας δεδομένα που συλλέχθηκαν μελετώντας πάνω από 3,4 εκατομμύρια συμμετέχοντες για μια περίοδο μερικών ετών και διαπίστωσαν ότι:
η μοναξιά σχετίζεται με πρόωρο θάνατο κατά 26%,
η κοινωνική απομόνωση σχετίζεται με πρόωρο θάνατο κατά 29%, και
το να ζει κανείς μόνος του σχετίζεται με πρόωρο θάνατο κατά 32%.
Αντίθετα, η κοινωνική σύνδεση είναι προστατευτικός παράγοντας, που μειώνει τον κίνδυνο θνησιμότητας κατά 50%.
Τι μας λέει αυτό; Ότι τα μέτρα που λήφθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι πιθανόν να αυξάνουν στατιστικά σημαντικά την πρόωρη θνησιμότητα, αν και αυτό θα εξαρτηθεί προφανώς από τον χρόνο έκθεσης του πληθυσμού σ’ αυτές τις συνθήκες περιορισμού.
Προκύπτει επίσης το επιστημονικό συμπέρασμα ότι η κοινωνική σύνδεση είναι ένας σημαντικός προστατευτικός παράγοντας της ανθρώπινης ζωής.
Ίσως όμως χρειάζεται στο σημείο αυτό να αποσαφηνίσουμε μερικές έννοιες. Η κοινωνική απομόνωση είναι το να βρίσκεται κανείς αντικειμενικά μόνος, έχοντας λίγες σχέσεις ή σπάνια κοινωνική επαφή. Ενώ η μοναξιά είναι το να αισθάνεται κανείς υποκειμενικά μόνος. Στην πραγματικότητα, το αίσθημα μοναξιάς ορίζει ένα χάσμα, μια απόσταση, ανάμεσα στο επιθυμητό και στο πραγματικό επίπεδο σύνδεσης που βιώνει κάποιος.
Με την έννοια αυτή μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί αρκετοί άνθρωποι ένοιωσαν και ανακούφιση με τα περιοριστικά μέτρα, καθώς το χρόνιο αίσθημα μοναξιάς που βίωναν ήδη βρισκόταν τώρα έξω από το πεδίο της προσωπικής τους ευθύνης (κάποιος άλλος το αποφάσιζε) και επίσης έλαβε μαζικά χαρακτηριστικά (όλοι πια ένοιωθαν μοναξιά). Άλλο τόσο μπορούμε επίσης να κατανοήσουμε την θυελλώδη συχνά αντίδραση τους σε όσους τολμούσαν να αμφισβητούν, έστω και κατ’ ελάχιστον, τα περιοριστικά μέτρα. Η ανακουφιστική απενοχοποίηση και η φυσιολογικοποίηση της μοναξιάς είναι «πολύ μεγάλο πράγμα» για να το χάσει κανείς έτσι εύκολα. Φαντάσου να διψάς για χρόνια, να νιώθεις πολύ ενοχικά γι’ αυτό, αλλά να έχεις παγιδευτεί στη δίψα σου – και μια ωραία μέρα να σου λένε «από εδώ και πέρα είναι υποχρεωτικό να διψάς» και επίσης «θα διψάμε όλοι μας». Που να δεχτείς να ακούσεις κουβέντα για νερό! Ούτε τσιμουδιά!
Ας είμαστε, λοιπόν, ειλικρινείς. Η μοναξιά υπήρχε από χρόνια και τώρα κάπως έγινε «νόμιμη», εύλογη και περίπου φυσιολογική συνθήκη επιβίωσης.
Η μοναξιά υπήρχε χρόνια πριν και ως προαπαιτούμενο, αλλά και ως συνέπεια της κυρίαρχης κουλτούρας της επίδοσης. Κι αυτό γιατί, μέσα σε μερικές δεκαετίες το σύστημα της άνευ ορίων επίδοσης υποκατέστησε-υπεραναπλήρωσε την υπαρξιακή ανάγκη της άνευ όρων Αγάπης. Η ανάγκη για άνευ όρων σύνδεση, δηλαδή, παρακάμφθηκε από την ανάγκη για άνευ ορίων επίδοση. Όμως με τον τρόπο αυτό, η αποδοχή, η αγάπη, συνδέθηκε σε μια παράδοξη και πρωτοφανή συνάρτηση με την πάσης φύσεως απόδοση. Η μητέρα που λέει θα σ’ αγαπώ άμα είσαι καλό παιδί, καλός μαθητής κ.λπ., ο πατέρας που λέει, με τον τρόπο του, θα σ’ αγαπάω άμα είσαι μάτσο άντρας, η/ο σύντροφος που θα σε αποδέχεται μόνο αν και στο βαθμό που θα έχεις διαφόρων ειδών επιδόσεις, αλλά και ο εργοδότης που ανακηρύσσει τον “υπάλληλο του μήνα”, έως και το κόμμα που πετυχαίνει στα εκλογικά ποσοστά του, η αποτελεσματική επίδοση ορίστηκε ως μοναδικό προαπαιτούμενο, όχι μόνο της αποδοχής ή/και της αγάπης, αλλά και αυτής ακόμη της ύπαρξης. «Αποδίδω, άρα υπάρχω» θα ήταν το νέο cogito.
Κι αυτό ακριβώς, η εναγώνια αναμέτρηση του Εαυτού με τον πρωταθλητισμό της επίδοσης, οδήγησε τον ανθρώπινο ψυχισμό σε μια άνευ προηγουμένου αυτο-εκμετάλλευση, μέχρι το τελικό burn-out. Όλοι έγιναν πια επενδυτές στον ίδιο τον Εαυτό τους! Η άνευ όρων αγάπη και αποδοχή, φάνταζε σαν “μια ιστορία που δεν συμφέρει”, ένα ανόητο ξόδεμα, κατάλληλο ίσως μόνο για εφήβους, αφελείς και παρηγορητικές συνεδρίες ψυχοθεραπευτών.
Το ατομικό συμφέρον έγινε ο βασικός πυροδοτικός κινητήρας της ανθρώπινης δραστηριότητας και οι διαπροσωπικές σχέσεις υποχρεώθηκαν να υπαχθούν, συνειδητά ή μη συνειδητά στο ίδιο ανελαστικό πλαίσιο. Η μοναξιά έγινε, ως εκ τούτου, το εύλογο τίμημα της με κάθε τρόπο επίδοσης.
Η ίδια αυτή κουλτούρα της επίδοσης είναι που πήγε χέρι-χέρι με την κουλτούρα της θετικότητας. Αυτή η αφάνταστη ανοησία που απαιτούσε με το στανιό από τους ανθρώπους να απαλλαγούν από τα όποια «αρνητικά» συναισθήματα τους, να μην πενθούν τις απώλειες τους, να μην εμφανίζουν τα αληθινά συναισθήματα τους, αν αυτά δεν ήταν ευχάριστα, και εν πάση περιπτώσει, αν δεν μπορούν τότε να απομονωθούν και να αφήσουν τους Άλλους να ζήσουν τη χαρά τους. Διότι ως γνωστόν «You Only Live Once (YOLO)» και «να είσαι ο Εαυτός σου» και «good vibes only» και λοιπά και λοιπά. Ή θα προσποιηθείς λοιπόν πως είσαι κάποιος ευχάριστος και θετικός άλλος ή καταδικάζεσαι σε απομόνωση. Μόνο που και στις δυο περιπτώσεις είσαι καταδικασμένος στην ά-σχετη μοναξιά, ακόμη κι αν «ζεις», «μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες». Κρύψαμε, με άλλα λόγια, τους αυθεντικούς εαυτούς μας κάτω από τόνους καταναγκαστικής θετικότητας, τέτοιας ισχύος που ούτε στο Facebook δεν επιτράπηκε να εκφραστεί ως dislike.
Ώσπου μια μέρα ήρθε ο Φόβος. Ο νέος θυμικός κινητήρας των πάντων. Κι εκεί οι άνθρωποι χρειάστηκαν και πάλι τις σχέσεις, τον έρωτα, την αγάπη, την αποδοχή. Γιατί, το ξέρουμε καλά, ήδη από την πρώϊμη σχέση με την μάνα μας, ότι μόνο έτσι νικιέται ο Φόβος. Αλλά, τι τραγικό! Τώρα ο Φόβος προέρχονταν από την ίδια τη σχέση, από το άγγιγμα, από την κοινωνικότητα με τον άγνωστο Άλλο. Τώρα ο φόβος προέρχονταν απ’ αυτό που μπορούσε να μας σώσει από τον Φόβο. Τώρα η πανδημία της μοναξιάς που είχε προηγηθεί έπαιρνε την εκδίκηση της. Η ίδια η περιφρονημένη αρνητικότητα έπαιρνε την εκδίκηση της, καθώς η ιδέα και μόνο να «ήσουν θετικός» (στον ιό) ήταν κάτι τρομακτικό.
Η παλιά επιδημία μοναξιάς που ήταν άμεση συνέπεια της δυσκολίας να επιβιώσει κανείς μέσα στην καπιταλιστική βαρβαρότητα, η παλιά επιδημία μοναξιάς εξ’ αιτίας της δυσκολίας των ανθρώπων να συγκροτούν αληθινές σχέσεις, μέσα στο τρεχαλητό αναζήτησης της αέναης θετικότητας, ενέσκηψε τώρα δριμύτερη και μάλιστα ως προϋπόθεση της επιβίωσης.
Η για χρόνια «σμιλεμένη» από τον καπιταλισμό κοινωνική αναπαράσταση, η ενσωματωμένη αντίληψη, ότι οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως «κακοί» και ανταγωνιστικοί, η κυρίαρχη «πιπίλα» των οικογενειακών και εκπαιδευτικών συστημάτων, το επαναλαμβανόμενο μοτίβο που μπόλιαζε με δυσπιστία έως και παράνοια κάθε ανθρώπινη σχέση, είναι πλέον όρος επιβίωσης.
Η κόλαση είναι όχι οι άλλοι, γενικώς και αορίστως, αλλά ο κάθε Άλλος, έξω από μένα. Και τα σύνορα της επικράτειας μου βρίσκονται πλέον στο κατώφλι του διαμερίσματος μου, για να μην πούμε στο δέρμα που περιβάλλει το σαρκίο μας.
Ο αόρατος εχθρός ιός, η απειλή χωρίς έναν ορισμένο χρονικό ορίζοντα τέλους, η ενσάρκωση της απειλής στο πρόσωπο του Άλλου, το πρόσωπο του Άλλου που οφείλει να κρύβεται, η αφή που πρέπει να διαμεσολαβείται από το πλαστικό γάντι ή το πλεξιγκλάς, η επι-κοινωνία που «τι καλά, ευτυχώς» διαμεσολαβείται-ρυθμίζεται-ελέγχεται από τον ψηφιακό μεσάζοντα «λαδέμπορα», όλα αυτά νομιμοποιούν ως αναγκαστική τη διαλυτική, για την ύπαρξη, σχέση καπιταλισμού-ατομικισμού. Η πιο ακραία μορφή εσωστρεφούς εξατομίκευσης, η καλύτερη τονωτική ένεση στον καπιταλισμό, είναι εδώ με την ανοχή μας, αν όχι και με τις ευλογίες μας.
Αυτό που συμβαίνει δηλαδή είναι ότι αν είχαμε μέχρι χθες μια ελπίδα οι άνθρωποι κάποια στιγμή να πάψουν να είναι θύματα του χρονοδιαγράμματος τους και της ακατάσχετης αυτό-εκμεταλλευτικής επίδοσης, οι νέες συνθήκες θα εξωθούν, μάλλον, όλο και περισσότερο σε μια εργασία ψηφιακού φασόν, με ακόμη περισσότερες ώρες κακοπληρωμένης εργασίες, ακόμη λιγότερο ελεύθερο χρόνο και ακόμη μεγαλύτερη μοναξιά. Και, κυρίως, με λιγότερες ελπίδες αποπαγίδευσης του ψυχισμού από το δίχτυ της επίδοσης και της μοναξιάς, επειδή αυτό, όχι μόνο δεν θα είναι εφικτό, αλλά επίσης περίπου θα απαγορεύεται.
Στην πραγματικότητα η πανδημία επιχειρεί να θέσει τον ανθρώπινο ψυχισμό μπροστά σ’ ένα συγκλονιστικό δίλημμα: επιβίωση ή κοινωνική σύνδεση-σχέση; Επιχειρείται, δηλαδή, να αλλάξει κυριολεκτικά η πίστα του καπιταλιστικού παιχνιδιού. Γιατί μια κουβέντα είναι το «είμαι μόνος, γιατί δεν προλαβαίνω να σχετιστώ» και άλλη κουβέντα είναι το «είμαι μόνος, για να επιβιώσω». Η μοναξιά αναδύεται, τώρα, ως όρος επιβίωσης, ως ζήτημα ζωής και θανάτου. Η μοναξιά διαδίδεται πλέον ως πολιτισμικό πρότυπο, μέχρις ότου να εγκαθιδρυθεί στις συνειδήσεις των ανθρώπων ως η νέα φυσιολογικότητα. Ο καπιταλισμός παράγει την μοναξιά και η πανδημία την επικυρώνει ως μονόδρομο ΤΙΝΑ. Και είναι τέτοια η ισχύς αυτού του πολιτισμικού προτύπου που απαλλάσσει πλέον τους ανθρώπους από την παλιά ντροπή να δηλώσουν την μοναχικότητα τους. Δεν ντρέπομαι πια για την μοναξιά μου. Δεν έχω λόγο να ντρέπομαι για την α-σχετία της ζωής μου. Αντίθετα μπορεί να είμαι και υπερήφανος γιατί αυτό είναι δείγμα υπευθυνότητας, σύνεσης και…αλληλεγγύης στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Η πολιτισμική φετιχοποίηση της απομόνωσης, η περίπου θρησκειοποίηση της, απενοχοποίησε την μοναξιά, αθώωσε την περίκλειστη απομόνωση, αποθέωσε τον επιβιωτικό ατομοκεντρισμό ενός «Ελάχιστου Εαυτού». Τώρα πια το να είσαι απομονωμένος δεν θα απασχολεί ούτε καν τους ψυχολόγους. Η πανδημία του Covid μετέτρεψε την πανδημία της μοναξιάς σε «υγιή» κανονικότητα.
Τώρα πια για την μοναξιά δεν θα φταίει κανείς. Ούτε ο καπιταλισμός, ούτε το άτομο που «κάτι κάνει λάθος». Τώρα θα φταίει ένας αόρατος εχθρός. Κι έτσι με δεδομένη την μοναξιά ή την επικινδυνότητα της σύνδεσης, δεν θα υπάρχει κάτι καλύτερο να κάνει κανείς από το να εργάζεται, όλο και πιο πολύ, όλο και πιο αποδοτικά.
Άλλωστε, είμαστε ήδη όλοι τόσο μολυσμένοι από τα πολιτισμικά πρότυπα που συσχετίζουν την αξία της ύπαρξης μας με την καπιταλιστική ή όποια άλλη επίδοση μας, που αυτό -η θετική μας επίδοση- μοιάζει να είναι το μεγαλύτερο διακύβευμα. Πόσες συνδέσεις δεν εγκαταλείψαμε άραγε, οι περισσότεροι, για να διατηρήσουμε την εκθεσιακή αξία μας στην επιδοσιακή αρένα!
Σε κάθε περίπτωση, η πανδημία κατέστησε σαφές το αυτονόητο ότι «χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο». Και την ίδια στιγμή περίπου το απαγόρευσε να συντελεστεί.
Και κάπως έτσι, η μη αγάπη, η μη αποδοχή, η ά-σχετη απομονωμένη ύπαρξη είναι πλέον αναγκαστικά δικαιολογημένη, αλλά και “νόμιμη”. Με τη σφραγίδα του αρμόδιου υπουργείου. Τώρα, επιτέλους, οι άνθρωποι θα μπορούν χωρίς ενοχές να πέσουν με τα μούτρα στην επίδοση.
Γιατί “αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καούμε εμείς…”στη δουλειά…δεν θα μας έχει μείνει και τίποτα άλλο να κάνουμε…για να επιβιώσουμε.
Αυτό οφείλουμε να σταματήσουμε. Και γι’ αυτό χρειαζόμαστε, εξαιρετικά επειγόντως, ο ένας τον άλλο. Να σπάσουμε δηλαδή το ψευδές κέλυφος της μοναχικής επιβίωσης και να ζήσουμε μαζί, παρ’ όλα αυτά. Κι’ αυτό σημαίνει πως ακόμη κι αν διαφωνούμε πρέπει να μάθουμε να αγαπιόμαστε.
*Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι αναπτυξιακός και κοινωνικός ψυχολόγος – Βοηθός διδασκαλίας στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου