Η συλλογή διηγημάτων Μη το γελάς του Βαγγέλη Γονιδάκη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ταξιδευτής, είναι στην πραγματικότητα δύο βιβλία σε ένα. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει ναυτικές ιστορίες από την πλούσια εμπειρία ενός ανθρώπου που εργάζεται πάνω από τρεις δεκαετίες στη ναυτιλία κι έχει επισκεφθεί περισσότερες από εκατό χώρες στον κόσμο, ενώ στο δεύτερο μέρος έχουμε μια βουτιά στη μνήμη, αλλά και στον γενέθλιο τόπο του συγγραφέα, την Κύθνο.

Είναι πολύ ενδιαφέρον και απαιτεί ιδιαίτερο συγγραφικό ταλέντο αυτό που καταφέρνει ο συγγραφέας: Να μεταχειρίζεται διαφορετική γλώσσα και ύφος όταν μιλά για τη θάλασσα και άλλο όταν μιλά για τη στεριά. Είναι σαν να μην είναι μόνο δύο τα βιβλία που περιέχονται στη συλλογή, αλλά και δύο οι συγγραφείς τους!

Όπως γράφει στον πρόλογο ο Βασίλης Βασιλικός «η λογοτεχνία είναι πρωτίστως η τέχνη της γλώσσας. Και η γλώσσα του Γονιδάκη είτε αφορά τη θάλασσα (τη ναυτοσύνη), είτε αφορά τη στεριά (την αγροτιά) είναι πάμπλουτη, με το απαραίτητο Γλωσσάρι στην τελευταία σελίδα…»

Τον συγγραφέα είχαμε γνωρίσει πρώτη φορά από το διήγημα «Ο σκορπιός» το οποίο είχε περιληφθεί στα «Αδέσποτα», τις 45 αφηγήσεις για την παιδική και εφηβική ηλικία τής Κρυσταλίας Πατούλη, και περιλαμβάνεται και στην παρούσα έκδοση. Μια ανάμνηση από τη ζωή με τον παππού στο νησί που περιγράφεται με λιτό αλλά γλαφυρό τρόπο.

Όσο σε πικραίνει το πρώτο μέρος με τη σκληρή ζωή των ναυτικών, τόσο στο δεύτερο γεμίζεις εικόνες και ζεστασιά. Είναι σαν να ταξιδεύεις μαζί του σε εκείνα τα μακρινά καλοκαίρια, με τη θάλασσα και τον βυθό της, τα βράχια, τον ήλιο που σου καίει την πλάτη, τα παιχνίδια και τους ανταγωνισμούς των παιδιών.

Διηγήματα που θα μείνουν χαραγμένα στη μνήμη σας ακόμη κι όταν κλείσετε το βιβλίο…

Γιατί διαλέξατε να μοιραστείτε μαζί μας μέσα από τη μορφή των διηγημάτων κάποια μάλλον προσωπικά και οικογενειακά βιώματα; Είναι μια «αφήγηση ζωής»;

Είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι είμαστε εκ φύσεως αφηγηματικά όντα, κι αυτό που αφηγούμαστε είναι τα βιώματά μας. Είναι στιγμές της ζωής μας που θέλουμε να τις μοιραστούμε με τους άλλους. Κι αυτό είναι μια ανθρώπινη ανάγκη, γιατί δεν είμαστε μόνοι και δεν θέλουμε να νιώθουμε μόνοι σ’ αυτόν τον κόσμο. Γιατί οι εμπειρίες του ενός γίνονται μονοπάτια στα οποία βαδίζουν οι άλλοι, γίνονται κουβέντες παρηγοριάς, γιατί βαθιά μέσα μας γνωρίζουμε πως αν τα βιώματα δεν μοιράζονται, η ανθρώπινη υπόστασή μας χάνεται. Στο διάβα της δικής μου ζωής μάζεψα στο δισάκι μου πολλές ιστορίες. Κι αυτές τις ιστορίες που έζησα εγώ και άλλες που μου εμπιστεύτηκαν οι άνθρωποι που συνάντησα, θέλησα να τις ακινητοποιήσω στον χρόνο με τη μορφή διηγημάτων.Οι ιστορίες του βιβλίου μου είναι βασιμένες σε αληθινά γεγονότα και οι ήρωές μου είναι ή ήταν υπαρκτά πρόσωπα. Επέλεξα το διήγημα, γιατί είναι ένα είδος γραφής που αγαπώ ιδιαίτερα και με εκφράζει περισσότερο.

Πώς άνοιξε ο δρόμος της γραφής για σας;

Ψάχνοντας, όπως ο καθένας, την Ιθάκη μου, αφουγκραζόμενος τα πάθη των ανθρώπων, ακούγοντας και παρατηρώντας προσεκτικά, κρατώντας σημειώσεις από αυτά που άκουγα, διερωτώμενος για αυτά που μου συμβαίνουν, αφηγούμενος ιστορίες σε φίλους και διαβάζοντας λογοτεχνικά βιβλία, έμαθα να γράφω. Η συμμετοχή μου στο σεμινάριο «αφήγηση ζωής» της Κρυσταλίας Πατούλη, πριν μερικά χρόνια, αφύπνισε τον συγγραφικό μου εαυτό και όλες οι ιστορίες που βρίσκονταν μέσα στη μνήμη μου και δεν άντεχα πια να μην τις μοιράζομαι, άρχισαν να αποτυπώνονται στο χαρτί. Το συγγραφικό μου εργαστήρι έχει πολύ λίγα πράγματα. Έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, μερικές λευκές κόλλες χαρτί και δυο-τρία στυλό. Σβήνω και γράφω στο χαρτί και συνεχίζω να μαθαίνω να γράφω, γράφοντας. Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα, λέει ο Ελύτης.

Η ζωή των ναυτικών πιστεύετε πως έχει αποτυπωθεί επαρκώς στην λογοτεχνία; Εσείς ποια βιβλία ξεχωρίζετε;

Η ζωή των ναυτικών και το απέραντο γαλάζιο έχει εμπνεύσει κολοσσούς της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως ο Έρνεστ Χέμινγουει, ο Τζοζεφ Κόνραντ, ο Χέρμαν Μέλβιλ, ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, ο Ίαν Μακ Γκουάιρ, ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο Ιούλιος Βέρν για να αναφέρω μόνο κάποιους από αυτούς. Για μας, τους Έλληνες, ξεκινώντας από τον Όμηροκαι φτάνοντας στο σήμερα, η θάλασσα είναι αιώνια συνυφασμένη με τη μοίρα μας. Είμαστε λαός θαλασσινός. Δεν νομίζω να υπάρχει Έλληνας πεζογράφος ή ποιητής που να μην έχει χρησιμοποιήσει στα έργα του τη θάλασσα και τους ναυτικούς, είτε σαν σημείο έμπνευσης ή, άλλοτε, συμβολικά και αλληγορικά, γράφοντας για τους καημούς, τα πάθη, τους κινδύνους και τις δοξασίες των ναυτικών. Παπαδιαμάντης, Προβελέγγιος, Μυριβήλης, Ελύτης, Σεφέρης, Καβάφης, Ρίτσος, Καββαδίας, Αντωνίου, ποιον να πρωτοθυμηθώ; Αγαπώ ιδιαίτερα τον Α.Καρκαβίτσα και τα «Λόγια της Πλώρης», με τα οποία μεγάλωσα. Πιστεύω πως η θάλασσα και οι άνθρωποι που την ταξιδεύουν πάντα θα εμπνέουν και θα συγκινούν τους συγγραφείς και τους ποιητές, που θα συνεχίσουν να γράφουν, αποτυπώνοντας τον θαυμασμό τους για το υγρό στοιχείο και τη ζωή των θαλασσινών.

Πού τελειώνει ο μύθος και αρχίζει η πραγματικότητα τής ζωής των ναυτικών;

Υπάρχουν πολλοί μύθοι γύρω από το ναυτικό επάγγελμα, όπως ότι οι ναυτικοί κερδίζουν ξεκούραστα πολλά χρήματα, πίνουν και διασκεδάζουν στα λιμάνια με γυναίκες, ότι η μόνη τους δυσκολία είναι η απουσία από το σπίτι τους και την οικογένειά τους, κ.λπ. Θα χρειαζόταν δεκάδες σελίδες για να αναλύσουμε τον κάθε μύθο που οι στεριανοί, κυρίως, πιστεύουν, γιατί όποιος έχει μπαρκάρει έστω και για λίγο, είμαι βέβαιος πως γνωρίζει τη διαφορετική πραγματικότητα της λαμαρίνας. Οι μισθοί στη θάλασσα είναι καλύτεροι από τους αντίστοιχους στη στεριά, αλλά «ξεκούραστα»χρήματα, δεν βγαίνουν. Χρειάζεται πολύς κόπος και ιδρώτας, 24ωρη εργασία, μοναξιά και νοσταλγία. Μερικές δεκαετίες πριν, το αλκοόλ και η διασκέδαση στο λιμάνι ήταν μια πραγματικότητα για κάποιους. Όμως, στους σημερινούς καιρούς, όλες οι ναυτιλιακές εταιρείες παγκοσμίως εφαρμόζουν αυστηρές πολιτικές ελέγχου και συνήθως το αλκοόλ σερβίρεται στους ναυτικούς μαζί με το φαγητό, σε συγκεκριμένες ημέρες του μήνα και μόνο κατ’ εντολή του πλοιάρχου. Οι εφήμερες διασκεδάσεις στα λιμάνια τείνουν κι αυτές να εξαφανιστούν, αφού ο μέσος χρόνος παραμονής του πλοίου στο λιμάνι έχει ελαχιστοποιηθεί και δυσανάλογα έχουν αυξηθεί οι υποχρεώσεις του πληρώματος .Οι δε έλεγχοι από τα κατά τόπους λιμεναρχεία της κάθε χώρας έχουν αυξηθεί σε σημείο τέτοιο, που να θέλουν όλοι να αποπλεύσουν μια ώρα αρχύτερα. «Καλύτερα στο πέλαγο, παρά στο λιμάνι», είναι η φράση που ακούς συχνά στο καράβι. Η απουσία από το σπίτι είναι πράγματι μια σοβαρή δυσκολία, αλλά δυστυχώς δεν είναι η μοναδική. Οι ναυτικοί για να παραδώσουν το φορτίο τους με ασφάλεια στο λιμάνι, πρέπει να αντιμετωπίσουν τους τυφώνες, τα κύματα των ωκεανών, τους πάγους και τους ανέμους. Να είναι έτοιμοι να παλέψουν κάθε στιγμή με τα στοιχεία της φύσης, αλλά και με τον εαυτό τους, αφού πρέπει να είναι ψυχικά δυνατοί για να ξεπεράσουν κάθε αναποδιά, όπως μια ασθένεια. Κι ας μην ξεχνάμε πως ένα ναυάγιο θα μπορούσε να είναι το πιθανό αποτελέσμα μιας ναυτικής κακοτυχίας.

Υπάρχει μεγάλη αγάπη και νοσταλγία για το νησί σας, την Κύθνο. Τι είναι αυτό που έχετε στην καρδιά σας περισσότερο;

Εξαιτίας της εργασίας μου στη ναυτιλία, εδώ και τριανταπέντε χρόνια, έχω επισκεφθεί πάνω από εκατό χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο. Ταξιδεύοντας, γνώρισα κουλτούρες, θρησκείες και μουσικές διαφορετικές, αλλά και ανθρώπους αλλιώτικους. Κι όμως, παρ’ όλο που μ’ αρέσει να ταξιδεύω, αυτόματα το μυαλό πιάνει τον μίτο που με συνδέει με τις αναμνήσεις, τις εικόνες με τα λευκά σοκάκια, τους βασιλικούς και τα γεράνια, τις ξερολιθιές με τα αμπέλια και τους απλούς νησιώτες, που με τη ντοπιολαλιά τους διηγούνται τα παθήματα της ζωής και με την αφήγησή τους αντιστέκονται στην εκούσια ή ακούσια συλλογική μας αμνησία, χωρίς ίσως ούτε οι ίδιοι να το συνειδητοποιούν, αφού η αφήγηση είναι αντίσταση. Η ένταση της επιθυμίας και της νοσταλγίας είναι τέτοια, που,καθώς επιστρέφω με το καράβι της γραμμής στο νησί, έχω κάθε φορά την εντύπωση πως αυτός ο βράχος του Αιγαίου, δαρμένος από τον βοριά σαλεύει, σαν να είναι ζωντανός γεμίζοντας την ψυχή μου με γεύσεις, μυρωδιές και μνήμες αναντικατάστατες.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!