Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Δυο άντρες, ένας σκύλος και ο θάνατος, που παραμονεύει στη γωνία, είναι τα βασικά σεναριακά συστατικά της βραβευμένης με πέντε Γκόγια ισπανικής ταινίας Τρούμαν, του Γκεσκ Γκάι, πλάι στις εκπληκτικές ερμηνείες του πρωταγωνιστικού διδύμου.

Θεατρικός ηθοποιός, ο πενηντάρης Χουλιάν (Ρικάρντο Ντάριν), με καρκίνο σε τελικό στάδιο, βιάζεται να κλείσει τις υποθέσεις του, με τη βοήθεια του κολλητού του φίλου Τόμας (Χαβιέ Καμάρα), από τον Καναδά, που τον επισκέπτεται για το στερνό αντίο. Στην ολιγοήμερη συνάντησή τους, που σηματοδοτεί και το σύντομο χρονικό περιθώριο ζωής του πρωταγωνιστή, ο Χουλιάν, συνοδευόμενος διαρκώς από τον Τόμας, που μαγικά πληρώνει για όλα, ενημερώνει τον γιατρό πως διακόπτει τις χημειοθεραπείες, ψάχνει ανάδοχη οικογένεια για το σκύλο του Τρούμαν, που ονοματοδότησε και την ταινία, αποχαιρετά τον φοιτητή γιο του, ενώ διαλέγει ο ίδιος το φέρετρό του, σε μια από τις πιο χιουμοριστικές σκηνές.

Σε τυχαίες συναντήσεις με φίλους αναδεικνύεται η αμηχανία μπρος σε κάποιον που δηλώνει ωμά ότι φεύγει από τη ζωή, γιατί, σε μια κοινωνία που έχει φετιχοποιήσει τα νιάτα και παινεύεται για τη σπουδαιότητα της στιγμής, καταναλώνοντας συναισθήματα και εμπειρίες εδώ και τώρα, ο θάνατος παραμένει εκτός θέματος, και αγνοείται επιδεικτικά, ως ανύπαρκτη πιθανότητα, όπως ένα ανεπιθύμητο σκουπίδι που κρύβουμε κάτω από το χαλί.

Παρακάμπτοντας τον δακρύβρεχτο μελοδραματισμό, η ταινία κρατιέται σε απόσταση από την αναπόφευκτη φθορά και τη σπαραχτική κατάληξη, που πολλοί δεν αντέχουν και ούτε επιλέγουν να δουν στο σινεμά. Ο τετριμμένος αφηγηματικά τελευταίος αποχαιρετισμός αποκτά βαρύτητα, όταν φιλτράρεται από την εμπειρία του θανάτου. Αποφεύγοντας κλισέ νοσταλγικών σκηνών και αναδρομής στο παρελθόν, το καλοζυγιασμένο σενάριο κλειδώνει τον άξονα της αφήγησης στο παρόν, σχολιάζοντας το εφήμερο της ζωής μέσα από μελετημένα χιουμοριστικά στιγμιότυπα, ως ανακουφιστικές παύσεις. Η συγκίνηση εδράζεται στις εξαιρετικές ερμηνείες και στη σωστή χημεία δύο έμπειρων ηθοποιών, με τη φυσιογνωμική επιμέλεια δυο ακέραιων και συμπληρωματικών χαρακτήρων, που διαχωρίζει την ανεκτικότητα του ευγενικού, που αναγκάζεται να ακούσει, από τον κυνισμό του γενναίου, που αναγκάζεται να δράσει.

Σε ισορροπία με όλα τα επιμέρους αφηγηματικά στοιχεία, τα λίγα αλλά σταράτα λόγια σμιλεύουν μια «αντρική» φιλική σχέση βαθύτερης κατανόησης, σε αντίθεση με το πρόσφατο, αντίστοιχης μακάβριας θεματικής Μου λείπεις ήδη (2015), όπου η συμπαράσταση μιας γυναίκας στον καρκίνο της φίλης της αντιμετωπίζεται μέσα από το πρίσμα του καταναλωτισμού, στο πλαίσιο του άγχους μιας ενδεχόμενης εμφανισιακής μετάλλαξης, συμβάλλοντας έτσι στη διακοσμητική διάσταση του γυναικείου φύλου και στη στερεοτυπική υποτίμησή του.

Σεναριακό εύρημα στην ταινία Τρούμαν αποτελεί η αγνότητα της αγάπης ενός σκύλου για το αφεντικό του, μια άδολη φιλία δίχως τις σκοτεινές πλευρές συναισθηματικής τριβής των πολύπλοκων ανθρώπινων σχέσεων. Η αίσθηση της παρουσίας του σκύλου, χωρίς να εστιάζει στην εικόνα του, κουβαλάει όλο το συναισθηματικό φορτίο. Η σκέψη και μόνο της αβάσταχτης θλίψης που θα κατακλύσει το γέρικο πιστό μπουλμαστίφ, μετά την απώλεια, αρκεί για να εκφράσει το πένθος του θανάτου, πριν καν συμβεί. Ο ψυχολογικός χειρισμός, όμως, έγκειται στην ώθηση του θεατή να συνεχίσει να σκέφτεται την ταινία, πέρα από το φιλμικό χρόνο και τα στοιχεία που προμηθεύει το σενάριο, για να την ολοκληρώσει σε νοητικό επίπεδο, καθώς ο πρωταγωνιστής «πρόκειται» να πεθάνει. Στην ταινία επιλέγονται όλα προσεχτικά, ώστε να μην φορτίζουν στενάχωρα το κοινό.

Η επιτυχία της απολαυστικής αυτής ταινίας δεν είναι λοιπόν η «ειλικρινής» διάθεση όσων δείχνει, αλλά το ότι τα δείχνει έμμεσα, αναφερόμενη στο θάνατο δίχως την απεικόνισή του. Σύμφωνα με τους κώδικες του θεάματος, θάνατος με αξιοπρέπεια αποτελεί την κατασκευασμένη, ωραιοποιημένη κινηματογραφική προσέγγισή του, που αρνείται την ανθρώπινη σαρκική φθορά, καλλιεργώντας συστηματικά τη δυσφορία απέναντι στη βία του θανάτου. Πολλοί δεν άντεξαν ταινίες όπως η φλύαρη και σχεδόν μαζοχιστική Η θάλασσα μέσα μου (2004), οσκαρική ταινία του επίσης Ισπανού Αλεχάντρο Αμεναμπάρ, για την αληθινή ιστορία ενός τετραπληγικού που διεκδικεί το δικαίωμα στην ευθανασία. Άλλοι θεώρησαν αποκρουστική την εμπνευσμένη κινηματογραφική διάσταση μιας αληθοφανούς υποκειμενικής οπτικής, στο συγκλονιστικό αντιπολεμικό δράμα Ο Τζόνι πήρε το όπλο του (1973), του στιγματισμένου από τις μακαρθικές διώξεις Ντάλτον Τράμπο. Αντίστοιχο σκηνοθετικό τέχνασμα υιοθέτησε και ο Τζούλιαν Σνάμπελ στην ταινία του Το σκάφανδρο και η πεταλούδα (2007), για μια αληθινή περίπτωση ολικής παράλυσης, όπου ο τραγικός ασθενής επικοινωνεί μονάχα με την κίνηση των ματιών. Εξάλλου, ταινίες όπως η Αγάπη (2012) του Μίκαελ Χάνεκε, που απεικονίζουν τη φθορά των γηρατειών, θεωρήθηκαν σαδιστικά ωμές, όπως και όλη η αυστριακή σχολή, ίσως επειδή, σε αντίθεση με το χολιγουντιανό υπερθέαμα, αποφεύγει να δείξει καθαυτή τη βία, υπερτονίζοντας την ψυχική ένταση που αυτή περικλείει, με στόχο να ενεργοποιήσει τη σκέψη του κοινού γύρω από τα περίπλοκα ζητήματα ενός ιεραρχικού κοινωνικού συστήματος.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
[email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!