Στην Ελλάδα γνωρίσαμε τον Φατός Λιουμπόνια από άρθρα και κείμενά του, τα οποία μετέφρασε ο φιλόλογος και συγγραφέας Αχιλλέας Σύρμος. Στη συνέχεια παρακολουθήσαμε την αρθρογραφία του στην αλβανική, όπως και σε άλλες γλώσσες, και μας συνεπήρε το βάθος της σκέψης του. Το ελεύθερο πνεύμα του, που έχει δεχθεί επιθέσεις στη χώρα του, τον κάνει να βρίσκεται στη θέση του ανθρώπου που αγαπάει την πατρίδα του, γνωρίζει οριζόντια και κάθετα τις αντιφάσεις της, και δημιουργεί τις προϋποθέσεις ενός διαλόγου για τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει. Η γνώση της ιστορίας της Αλβανίας και η διεισδυτική σχέση του με την παγκόσμια φιλοσοφία, λογοτεχνία και πολιτική, τον τοποθετεί ανάμεσα στους κορυφαίους επικριτές του πολιτικού συστήματος της χώρας του, συνήθως στο πλαίσιο διατύπωσης μιας κοινωνικοπολιτικής εναλλακτικής. Η δε διαδρομή του τον εγγράφει στη σελίδα με τα πρόσωπα για τα οποία η αλήθεια και η ηθική στάση αποτελούν έμπρακτη απόδειξη ενός αδιάκοπου αγώνα για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη.

Ο Δρόμος, στο πλαίσιο της καλλιέργειας εποικοδομητικών σχέσεων με τον αλβανικό λαό, συνομίλησε με τον Φατός Λιουμπόνια σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης για τη χώρα του – και όχι μόνο. Ευχαριστούμε τους φίλους μας Αχιλλέα Σύρμο και Ορφέα Μπέτση, τον πρώτο για τη μετάφραση από τα αλβανικά στα ελληνικά των απαντήσεων και τον δεύτερο, έγκριτο αρθρογράφο της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία, για τη μετάφραση των ερωτήσεων από τα ελληνικά στα αλβανικά.

Ο Φατός Λιουμπόνια είναι γιος του Τόντι Λιουμπόνια, στενού συνεργάτη του Αλβανού ηγέτη Ενβέρ Χότζα και επικεφαλής της Αλβανικής Ραδιοτηλεόρασης μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Μετά την αποκήρυξη της ΕΣΣΔ από την Αλβανία, τη δεκαετία του 1960, ο πατέρας του διώχθηκε για την αντίθεσή του, όπως και για «λιμπεραλισμό» (επιρροή από δυτικά πρότυπα). Ο Φατός, που ήταν τότε σπουδαστής Φυσικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων, συνελήφθη λόγω της ανακάλυψης του ημερολογίου του στο οποίο ασκούσε κριτική στην κυβέρνηση, και καταδικάστηκε αρχικά σε 7 χρόνια φυλάκιση. Αργότερα κατηγορήθηκε ότι ανήκε σε φιλοσοβιετικό κύκλο στη φυλακή, και καταδικάστηκε σε άλλα 20 χρόνια. Μετά από 13 χρόνια σκληρής εργασίας στο κάτεργο του Σπατς, μεταφέρθηκε στην απομόνωση. Εκεί έγραψε το «Ημερολόγιο Φυλακής». Το 1991, μετά από 17 χρόνια στη φυλακή, αφέθηκε ελεύθερος.

Ήταν ένας από τους λίγους –αν όχι ο μόνος– Αλβανούς διανοούμενους που αντιτάχθηκαν στον διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, ένας από τους ελάχιστους που επέκριναν την ίδρυση και δράση του UCK, καθώς και όλων των εθνικιστικών τάσεων που ενδημούν στον αλβανικό χώρο. Άσκησε σφοδρή κριτική σε συμπατριώτες του, συγγραφείς και διανοούμενους, οι οποίοι, μετά την κατάρρευση του πολιτικού συστήματος, ενδύθηκαν τον μανδύα του αντιφρονούντα – με χαρακτηριστική την περίπτωση του πολυγραφότατου Ισμαήλ Κανταρέ, ο οποίος είχε αναδειχθεί μέσα από το περιβάλλον του δικτάτορα. Από το 1994 επιμελείται και εκδίδει το περιοδικό Përpjekja («Προσπάθεια») στα Τίρανα.

Στα έργα του Φατός Λιουμπόνια, που κυρίως ταλαντεύονται ανάμεσα στα σκληρά βιώματα, τον πόθο για την ελευθερία και την προσήλωσή του στους κλασικούς, περιλαμβάνονται «Η τελευταία σφαγή», η «Τελευταία Αποκάλυψη» (που μεταφράστηκε στα αγγλικά και εκδόθηκε στο Λονδίνο από την Istros Books), το «Ημερολόγιο Φυλακής» και η «Επανακαταδίκη» – το τελευταίο βιβλίο κυκλοφόρησε φέτος στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πληθώρα.

Αυτή καθαυτή η συνέντευξη δεν χρειάζεται κάποια εισαγωγή, «μιλά» από μόνη της. Στο σημερινό φύλλο δημοσιεύεται το πρώτο μέρος της. Για το δεύτερο μέρος θα χρειαστεί υπομονή μέχρι το επόμενο Σάββατο!

Γ.Κ.


Συνέντευξη στον Γιώργο Κυριακού

Α΄ ΜΕΡΟΣ

Ποια είναι η σχέση σας με το ελληνικό στοιχείο, με τους Έλληνες, με τον τόπο, την ιστορία, την λογοτεχνία της Ελλάδας;

Αυτή είναι μια ερώτηση που η απάντησή της θα μπορούσε να γραφεί εκτενέστερα, σε κεφάλαια. Το πρώτο θα περιέγραφε τη φάση της εκπαίδευσης και της ενηλικίωσής μου μέσα σε ένα περιβάλλον αντίφασης αναφορικά με την Ελλάδα. Από τη μία πλευρά, έχω μεγαλώσει με την ανθελληνική προπαγάνδα της εθνικο-κομμουνιστικής ιδεολογίας του Ενβέρ Χότζα, που θεωρούσε την Ελλάδα έναν εχθρικό τόπο τόσο με εθνικιστικούς όσο και με κομμουνιστικούς όρους. Πόσο μάλλον αν συνυπολογίσουμε ότι στα χρόνια της νεότητάς μου στην Ελλάδα κυβερνούσαν οι Στρατηγοί.

Η πιο πολυχρησιμοποιημένη φράση εκείνης της περιόδου ήταν «οι μοναρχοφασίστες Έλληνες». Από την άλλη πλευρά, έχω μεγαλώσει, παράλληλα, με την ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, με την ελληνική μυθολογία, τον Όμηρο, τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τους προσωκρατικούς, τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη κ.λπ. – οι οποίοι, αν και συχνά κακώς ερμηνευμένοι, ήταν αποδεκτοί από το καθεστώς. Συν τοις άλλοις, ήταν διάχυτος σε εμένα ένας θαυμασμός για τον Καζαντζάκη, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, για την ελληνική μουσική του Θεοδωράκη, όπως και για την ελληνική μουσική γενικότερα, για τον Κώστα Γαβρά, τη Μαρία Κάλλας, την Ειρήνη Παπά κ.ά. που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κατάφερναν να φτάσουν και στην Αλβανία.

Στη ζυγαριά αυτής της αντιφατικής αναφοράς με τις δύο εικονικές Ελλάδες, στη φαντασία μου ο ζυγός έγερνε προς την Ελλάδα των ποιητών, των φιλοσόφων, των συγγραφέων, των μουσικών, αλλά όχι χωρίς να γίνεται αισθητό και το βάρος της άλλης πλευράς.

Ένα δεύτερο κεφάλαιο θα περιέγραφε τη μεταγενέστερη γνωριμία μου με την ιστορία των δύο χωρών ως τμήμα της βαλκανικής χερσονήσου, με τα κοινά αλλά και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα κατά τη βυζαντινή περίοδο, την οθωμανική περίοδο, μέχρι και τη γέννηση των εθνικισμών των εθνών-κρατών. Αυτά είναι ζητήματα τα οποία έχω αναπτύξει, μετά την αποφυλάκισή μου, στα τεύχη του περιοδικού Përpjekja. Μία εκ των βασικών επιδιώξεων του περιοδικού υπήρξε, και εξακολουθεί να είναι, η εμφύσηση μιας κριτικής πνοής στην αλβανική κουλτούρα, η αποδόμηση των μύθων του εθνικο-κομμουνισμού και η αναθεώρηση της ιστορίας με τη μεθοδολογία της εποχής. Σε αυτό το έργο έχω συνεργαστεί και με Έλληνες διανοούμενους και ιστορικούς, κυρίως τη δεκαετία του 1990, κατά την οποία λαμβάνει χώρα η τραγωδία του διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας. Θυμάμαι αυτήν την περίοδο σαν μια εποχή γεμάτη ελπίδες και πίστη ότι η δική μας κριτική πνοή, του σκεπτόμενου ανθρώπου, θα ωριμάσει… Σήμερα διαψευσμένος διαπιστώνω πως μας έχει καταβάλει η κουλτούρα της κοινωνίας του θεάματος, του οικονομικώς υποστασιοποιημένου ανθρώπου, οι εκπρόσωποι του οποίου ηγεμονεύουν στην Αλβανία και παράγουν μια τρομακτική άγνοια, «γόνιμη» ακόμη και για την άνθιση αναχρονιστικών μύθων και στερεοτύπων.

Έχω επισκεφθεί την Ελλάδα μαζί με τη σύντροφό μου και την κόρη μου αρκετές φορές, διασχίζοντας σχεδόν όλες της τις περιφέρειες, και αυτά τα ταξίδια είναι αναπόσπαστο κομμάτι των πιο ευχάριστων αναμνήσεών μου. Από αυτά τα ταξίδια έχω στη σκέψη μου μια Ελλάδα των πιο αρμονικών συμμείξεων της ομορφιάς της φύσης με την ιδιαίτερη πολιτιστική κληρονομιά και με ανθρώπους που αγαπούν τη ζωή. Όμως έχω παρατηρήσει επίσης, κυρίως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, μια βίαιη αστικοποίηση και έναν άγριο μοντερνισμό, που έχουν ζημιώσει αυτήν την αρμονία. Έχω την αίσθηση ότι οι Έλληνες που ζουν την Ελλάδα στην καθημερινότητα των πολλών προβλημάτων, μπορεί να το κρίνουν αυτό υπό την οπτική της τουριστικής αναγνωρισιμότητας. Δεν θα μπορούσα όμως να μην το αναφέρω.

Προκειμένου να γνωρίσω τι σκέφτονται οι Έλληνες για την κατάστασή τους έχω παρακολουθήσει και παρακολουθώ, όχι συστηματικά, τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Βίωσα με ενθουσιασμό την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, τις πορείες διαμαρτυρίας του ελληνικού λαού ενάντια στην Ευρώπη των πολυεθνικών εταιριών και των τραπεζών, όπως και βίωσα μετά, με ένα βαθύ αίσθημα, τη διάψευση που έφεραν οι κατοπινές εξελίξεις. Το μήνυμα των οποίων –όχι μόνο για τους Έλληνες– εκφράζει το ρητό του Μαρκ Τουέιν: «Αν οι εκλογές έφερναν κάποια αλλαγή, δεν θα μας επέτρεπαν να τις κάνουμε»…

«Βίωσα με ενθουσιασμό την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, τις πορείες διαμαρτυρίας του ελληνικού λαού ενάντια στην Ευρώπη των πολυεθνικών εταιριών και των τραπεζών, όπως και βίωσα μετά, με ένα βαθύ αίσθημα, τη διάψευση που έφεραν οι κατοπινές εξελίξεις.»

Πώς «διαβάζετε» σήμερα την πολιτική κατάσταση στη χώρα σας, ιδιαίτερα στη νέα ψυχροπολεμική περίοδο στην οποία μπαίνουμε; Τι σημαίνουν οι διαρκείς παρεμβάσεις της πρεσβείας των ΗΠΑ στα Τίρανα, όπως η στοχοποίηση του Μπερίσα, οι οδηγίες για τον νέο πρόεδρο κ.λπ.;

Προκειμένου να δώσω στην απάντησή μου έναν κάποιο τόνο εμβάθυνσης έναντι αυτών των ερωτημάτων, θα μου ήταν απαραίτητο να μιλήσω για την εξουσία μέσα από ένα αλβανικό παράδειγμα, το οποίο ήταν και παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής σκέψης και συμπεριφοράς στην Αλβανία. Αναφέρομαι στο παράδειγμα εκείνο σύμφωνα με το οποίο δεν μπορείς να καταλάβεις και να διατηρήσεις την εξουσία χωρίς την υποστήριξη των μεγάλων δυνάμεων. Πρόκειται για μια αρχή που κατέχει κυρίαρχη θέση στην αλβανική πολιτική συνείδηση ήδη από την ίδρυση του κράτους, ύστερα από τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Τότε οι Αλβανοί, ακόμα χωρίς μια ταυτότητα εθνική, ενοποιητική, καθότι διαχωρισμένοι θρησκευτικά και ως επί το πλείστον διαμοιρασμένοι σε φατρίες στα διάφορα βιλαέτια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πιο πολύ έλαβαν ως δώρο το κράτος –κυρίως χάρη στην πολιτική της μεγάλης δύναμης εκείνης της εποχής, της Αυστροουγγαρίας, για την προώθηση των συμφερόντων της στα Βαλκάνια– παρά το ίδρυσαν από μόνοι τους. Ήδη από εκείνα τα χρόνια, όταν η πρώτη αλβανική κυβέρνηση τέθηκε αμέσως υπό την κηδεμονία των Μεγάλων Δυνάμεων, το παράδειγμα καλλιεργήθηκε διαμέσου των πολιτικών πρακτικών του βασιλιά Ζόγκου, που μετέτρεψε την χώρα σε αποικία σχεδόν της Ιταλίας, και κατόπιν του Ενβέρ Χότζα, που κατέλαβε την εξουσία χάρη στους Γιουγκοσλάβους (και στις αποφάσεις της Γιάλτας) και τη διατήρησε χάρη στους Σοβιετικούς και τους Κινέζους. Αυτή η πολιτική συνέχισε να καλλιεργείται και μετά το 1991, με τους δυτικούς συμμάχους, τις ΗΠΑ και την Ε.Ε.

Είναι γνωστό ότι αυτό δεν αποτελεί ίδιον της αλβανικής μόνο ιστορίας, και ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις συνέβαλαν αρκετά στην καλλιέργεια ενός τέτοιου παραδείγματος μεταξύ των λαών που έχουν κρατήσει στις ζώνες επιρροής τους. Ωστόσο, για λόγους ιστορικούς, μεταξύ των οποίων θα ξεχώριζα την οικονομική και πολιτισμική εξαθλίωση σχεδόν μισού αιώνα, συνέπεια της μακρόχρονης κομμουνιστικής απομόνωσης, όπως επίσης τον εκφυλισμό αυτής της εξαθλίωσης κατά τη διάρκεια ετούτου του άγριου καπιταλισμού μετά το 1990, οι Αλβανοί παραμένουν ο λιγότερο χειραφετημένος από αυτό το παράδειγμα ευρωπαϊκός λαός.

Ως απόρροια της κουλτούρας που παρήγαγε το εν λόγω παράδειγμα, το οποίο καθορίζει ακόμα και τον τρόπο θεώρησης και αξιολόγησης του εαυτού, οι αλβανικές ελίτ ακολουθούν μια οδό εδραίωσης της νομιμότητάς τους βασιζόμενες περισσότερο στην υποτέλεια προς τον εκάστοτε ισχυρό διεθνή παράγοντα, και λιγότερο στη δουλειά που πρέπει να γίνει για να οικοδομήσουν μια καλύτερη χώρα μαζί με τους Αλβανούς, και για χάρη τους.

Οι αμερικανικές παρεμβάσεις στις οποίες εσείς αναφέρεστε δεν μπορούν να εννοηθούν χωρίς να λάβουμε υπόψη αυτήν την κουλτούρα της υποτέλειας. Φανταστείτε ότι όταν ο Έντι Ράμα βρισκόταν στην αντιπολίτευση, αλλά και ο Λουλζίμ Μπάσα που τον διαδέχθηκε ως επικεφαλής της αντιπολίτευσης, ξόδεψαν δεκάδες χιλιάδες δολάρια μόνο και μόνο για να καταφέρουν να βγουν μια φωτογραφία με τον πρόεδρο των ΗΠΑ προκειμένου να τη δείξουν στους Αλβανούς κατά την προεκλογική εκστρατεία! Είναι αρκετοί εκείνοι οι Αλβανοί οι οποίοι, χωρίς να έχουν εμπιστοσύνη στο ίδιο τους το κράτος και στον εαυτό τους, λένε ότι μας έχει βοηθήσει η τύχη, κι ότι αυτή τη φορά είμαστε στο πλευρό της δημοκρατικής Δύσης που δεν θα επιτρέψει στους πολιτικούς μας να ενεργήσουν ασύνετα όπως οι προκάτοχοί τους… Αυτοί επιλέγουν να δουν ακόμα και την κήρυξη του Μπερίσα σε «persona non grata» από τις ΗΠΑ ως πράξη γενναιοδωρίας των Αμερικανών υπέρ του δικού τους καλού!

Κατά τη γνώμη μου, αυτή η αντίληψη είναι μια παιδαριώδης παραίσθηση. Το κίνητρο της κήρυξης «non grata» του Μπερίσα, εξαιτίας δηλαδή «της διαφθοράς που έχει θέσει σε κίνδυνο τη δημοκρατία», είναι μια δημαγωγία κάτω από την οποία κρύβονται άλλα συμφέροντα. Όχι γιατί ο Μπερίσα δεν υπέθαλψε τη διαφθορά, αλλά γιατί εννιά χρόνια μετά την αποχώρηση του Μπερίσα από την εξουσία ήταν αρκετά για να καταλάβει ακόμα και ο πιο αφελής ότι η διαφθορά, και ο αγώνας για την πάταξή της, δεν αποτελούν πρόβλημα ενός ή δύο ανθρώπων, αλλά ολόκληρου του ναρκω-ολιγαρχικού συστήματος που έχει εδραιωθεί στη χώρα. Στην πραγματικότητα, κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, σύμφωνα με σοβαρές μελέτες διεθνών οργανισμών, το επίπεδο της διαφθοράς έχει κινηθεί ανοδικά. Το ίδιο ισχύει για το επίπεδο του οργανωμένου εγκλήματος, αλλά και της εγκατάλειψης της χώρας από τους Αλβανούς. Ταυτόχρονα, οι πιο σημαντικοί δείκτες του επιπέδου της δημοκρατίας, όπως η ελευθερία των ΜΜΕ και η διάκριση των εξουσιών, έχουν υποχωρήσει όλο και πιο χαμηλά.

«Οι αλβανικές ελίτ ακολουθούν μια οδό εδραίωσης της νομιμότητάς τους βασιζόμενες περισσότερο στην υποτέλεια προς τον εκάστοτε ισχυρό διεθνή παράγοντα, και λιγότερο στη δουλειά που πρέπει να γίνει για να οικοδομήσουν μια καλύτερη χώρα μαζί με τους Αλβανούς, και για χάρη τους»

Από την άλλη, τι σημαίνουν οι σχέσεις του πολιτικού συστήματος της χώρας σας με την Τουρκία; Από πού αντλεί η Τουρκία αυτή τη δυνατότητα για «ζωτικό χώρο» στα Βαλκάνια;

Θεωρώ ότι η Τουρκία του Ερντογάν έχει απροκάλυπτα αυξήσει τις φιλοδοξίες για τη δημιουργία των δικών της ζωνών επιρροής στα Βαλκάνια, ειδικά στις χώρες με μουσουλμανικό πληθυσμό, αλλά και ευρύτερα. Ο Ερντογάν πορεύτηκε σε αυτήν την οδό έχοντας εργαλειοποιήσει την κληρονομημένη αυτοκρατορική νοοτροπία, αλλά και επιθυμώντας να μιμηθεί τις μεγάλες δυνάμεις, όπως τη Ρωσία του Πούτιν ή τις ΗΠΑ. Αν λάβουμε υπόψη ότι αυτή η εξέλιξη έπεται μιας περιόδου κατά την οποία η Ρωσία και η Τουρκία εποφθαλμιούσαν να διεκδικήσουν τον δικό τους ζωτικό ευρασιατικό χώρο, εκτιμώ ότι έχουμε να κάνουμε με μια διαφοροποίηση του οράματος του μέλλοντος.

Μία από τις αιτίες αυτής της διαφοροποίησης έχει να κάνει με το γεγονός ότι, δεδομένης της αδυναμίας τους να προσεγγίσουν τα δυτικά στάνταρτ, σε ό,τι αφορά τόσο την οικονομία όσο και το κράτος δικαίου, οι δύο ηγέτες στράφηκαν στην ένδοξη αυτοκρατορική παράδοση. Νομίζω όμως ότι αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή συνδέεται με την αποτυχία των δυτικών πολιτικών λόγω του ότι ο παγκοσμιοποιημένος νεοφιλελευθερισμός έχει προκαλέσει και στη Δύση ολοένα και πιο εντεινόμενα προβλήματα σε ό,τι αφορά την ίδια τη δημοκρατία – σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Colin Crouch κάνει λόγο για μια πορεία των χωρών προς τη «μεταδημοκρατία».

Η προσκόλληση του Έντι Ράμα στον Ερντογάν είναι προϊόν αυτής ακριβώς της διπλής αποτυχίας, η οποία έχει καταστήσει τη διάκριση μεταξύ Ερντογάν και κάποιου δυτικού ηγέτη αμελητέα – με αποτέλεσμα ο Έντι Ράμα να κάθεται αναπαυτικά ανάμεσά τους.

Δεν θα πρέπει ωστόσο οι σχέσεις των Αλβανών με τους Τούρκους να μεταφράζονται αποκλειστικά εν εξαρτήσει των δοσοληψιών Ράμα και Εντογάν, οι οποίοι χρησιμοποιούν ο ένας τον άλλο προς όφελος των συμφερόντων της εξουσίας τους. Θα έλεγα μάλιστα ότι αυτή η δοσοληψία έχει ζημιώσει τις σχέσεις των Αλβανών με τους Τούρκους, ενισχύοντας περισσότερο την αρνητική συνιστώσα της δυιστικής αντίληψης που έχουν οι Αλβανοί έναντι της κοινής ιστορίας με την Τουρκία. Τι έχω υπόψη με αυτό; Ότι, υπό την οπτική της εθνικιστικής μυθολογίας, που είναι υπεύθυνη για την κατασκευή της εθνικής ταυτότητας, οι Αλβανοί θεωρούν την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως κατακτητή για περίπου 500 χρόνια, και αιτία οπισθοδρόμησης. Αυτοί λοιπόν έχουν επιλέξει ως εθνικό ήρωα τον Σκεντέρμπεη ο οποίος, σύμφωνα με την εν λόγω μυθολογία, πολέμησε για την υπεράσπιση της ευρωπαϊκής πατρίδας απέναντι στον κατακτητή. Υπό μία άλλη οπτική, αισθάνονται αρκετά κοντά την Τουρκία και τους Τούρκους, όχι μόνο λόγω της θρησκείας, αλλά και εξαιτίας αυτών των πεντακοσίων χρόνων που δεν μπορούν να αποτιμηθούν ως κατακτητική περίοδος, αλλά ως περίοδος μακροχρόνιας συμβίωσης επί της οποίας ζυμώθηκαν κοινές πολιτισμικές ταυτοτικές διαστρωματώσεις.

«Αν αφαιρέσεις από τον Ράμα το κουστούμι με το οποίο προπαγανδίζει τον εαυτό του στη Δύση ως καλλιτέχνης που θυσιάστηκε προκειμένου να οδηγήσει τη χώρα του προς τη χειραφέτηση, θα βρεις τον μεγάλο του αδερφό, τον σουλτάνο Ερντογάν»

Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε και το γεγονός ότι ο αλβανικός εθνικισμός, ιδίως στη μουσουλμανική κοινότητα, που είναι και η μεγαλύτερη, γεννήθηκε και τράφηκε περισσότερο από την ανάγκη υπεράσπισης των κατοικημένων από Αλβανούς περιοχών από τη σερβική και ελληνική επέκταση, παρά ως έκκληση απαλλαγής από τον αυτοκρατορικό οθωμανικό ζυγό. Οπότε, τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο που έφερε την ανεξαρτησία στους Αλβανούς, οι Αλβανοί τον βίωσαν περισσότερο ως μία ήττα από κοινού με τους Τούρκους, που τους υποδιπλασίασε, παρά σαν απελευθέρωση.

Αυτός ο δυισμός ανάμεσα σε μια ταυτότητα δυτικά προσανατολισμένη και μια ταυτότητα οθωμανικών καταβολών είναι ισχυρός και στις μέρες μας. Οι Αλβανοί, έχοντας μεταστραφεί από εθνικο-κομμουνιστές σε εθνικο-ευρωπαϊστές, ισχυρίζονται πως αν ανασκαλίσεις λίγο τον μουσουλμάνο Αλβανό θα βρεις έναν χριστιανό∙ φαντάζει όμως πιο αληθινό το αντίθετο: αν ανασκαλίσεις λίγο τον Αλβανό εθνικο-ευρωπαϊστή, θα βρεις τον αδερφό του τον Τούρκο. Έτσι και με τον Ράμα: αν του αφαιρέσεις το κουστούμι με το οποίο προπαγανδίζει τον εαυτό του στη Δύση ως καλλιτέχνης που θυσιάστηκε προκειμένου να οδηγήσει τη χώρα του προς τη χειραφέτηση, θα βρεις τον μεγάλο του αδερφό, τον σουλτάνο Ερντογάν.

Σε αυτόν τον δυισμό, το ένα μέρος που μας ζυγώνει με τους Τούρκους έχει επηρεάσει σε ψυχολογικό επίπεδο ώστε πολλοί Αλβανοί, ιδίως οι μουσουλμάνοι, να αισθάνονται πιο αποδεκτοί από τους Τούρκους απ’ ό,τι, για παράδειγμα, από τους Έλληνες (αλλά και γενικότερα από τους Δυτικούς), στους οποίους καταλογίζουν ρατσιστική στάση εναντίον τους. Ναι αλλά, από την άλλη πλευρά, πολλοί εξ αυτών, όταν βλέπουν τον Ράμα να συμπεριφέρεται ως μικρός σουλτάνος, στρέφονται προς το άλλο μέρος, που μας συνδέει με το ευρωπαϊκό όραμα.

Ο Ερντογάν επιδιώκει να χρησιμοποιήσει εκείνο το ένα μέρος που μας θέλει κοντά, ενισχύοντας οικονομικά και πολιτικά τον μικρό αδερφό του ο οποίος, όποτε έρχεται, τον υποδέχεται με ειδικές τιμές και εγκαινιάζει τις χρηματοδοτήσεις του για τα έργα μετά τον σεισμό, για νοσοκομεία κ.ο.κ. Αυτό το καλοκαίρι αναμένεται να έρθει να εγκαινιάσει και το μεγάλο τζαμί στα Τίρανα… Εν τω μεταξύ, η Δύση αναγνωρίζει και σέβεται και τους δύο ως σημαντικούς συμμάχους, οπότε όλα εξελίσσονται ωραία και καλά για τους ίδιους, και από το κακό στο χειρότερο για τους λαούς που κυβερνούν.

«Κατά την περίοδο διακυβέρνησης του Ράμα, έχουν εγκαταλείψει τη χώρα γύρω στο μισό εκατομμύριο Αλβανοί. Επιπλέον, οι Αλβανοί κατέχουν τα πρωτεία στον αριθμό των συλληφθέντων για διακίνηση κοκαΐνης στην Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά, οι ΗΠΑ δεν διστάζουν να τον βοηθήσουν να καρατομήσει τους πολιτικούς αντιπάλους του.»Φ

Τι ενδιαφέρει, και τι όχι, τις ΗΠΑ

Πώς να εξηγήσουμε το γεγονός ότι οι Αμερικάνοι ασχολούνται με τον Μπερίσα των εννέα χρόνων πριν, και όχι με αυτό που συμβαίνει σήμερα;

Κατά τη δική μου εκτίμηση, αυτό συμβαίνει διότι οι προτεραιότητές τους ταυτίζονται με τις γεωστρατηγικές και τις οικονομικές τους επιδιώξεις και όχι με την πρόοδο της δημοκρατίας στην Αλβανία. Αυτό τους κάνει να νοιαστούν πρώτα απ’ όλα για τα πρότζεκτ που εκπονούν με τον Ράμα στην εξουσία, διατηρώντας τον εκεί, οπωσδήποτε και μέσω των διασυνδέσεων του τελευταίου με τα λόμπι. Δεν διστάζουν λοιπόν να του δώσουν κι ένα χέρι βοήθειας, ώστε να καρατομήσει εκείνους τους πολιτικούς αντιπάλους του που θα μπορούσαν να διακόψουν αυτά τα πρότζεκτ. Κατά την περίοδο διακυβέρνησης του Ράμα, έχουν εγκαταλείψει τη χώρα γύρω στο μισό εκατομμύριο Αλβανοί. Επιπλέον, σύμφωνα με το «InSight Crime» οι Αλβανοί κατέχουν τα πρωτεία στον αριθμό των συλληφθέντων για διακίνηση κοκαΐνης στην Ευρώπη μεταξύ των ετών 2018-2020, με 266 άτομα. Τους ακολουθούν οι Βραζιλιάνοι με 256 συλλήψεις∙ και ας μην ξεχνάμε ότι η Βραζιλία έχει 212 εκατομμύρια κατοίκους, ενώ η Αλβανία μόλις 2,7 εκατομμύρια*. Παρ’ όλα αυτά, τούτα τα στοιχεία δεν φαίνεται να σκοτίζουν τους Αμερικανούς. Ούτε που τα συναντάς μάλιστα σχεδόν καθόλου στα σημαντικότερα αμερικανικά ΜΜΕ. Αντίθετα, εκεί προβάλλεται διθυραμβικά η είδηση ότι ο Ράμα φιλοξενεί 3.000 Αφγανούς, κάτι για το οποίο ενδιαφέρθηκε η ίδια η Χίλαρι Κλίντον με σκοπό να του απονείμει κάποιο βραβείο ηρωισμού στις ΗΠΑ!

Για να συνεννοούμαστε, δεν αρνούμαι ότι η σύμπλευση της Αλβανίας με την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ δεν είχε και τις θετικές της επιρροές. Μια θετική επιρροή θα μπορούσε να είναι ακόμα και το γεγονός ότι έχει αποτραπεί η εγκαθίδρυση ακόμα πιο διεφθαρμένων και αντιδημοκρατικών καθεστώτων από ετούτο που έχουμε. Θέλω όμως να τονίσω το γεγονός ότι τα οικονομικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα της Δύσης συχνά έχουν συνδράμει την υποστήριξη και τη διατήρηση στην εξουσία αυταρχικών καθεστώτων. Ακόμη πιο μεγάλο βλέπω τον κίνδυνο αυτής της προσέγγισης στη νέα εποχή την οποία εγκαινιάζει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Δεν θα εκπλησσόμουν αν κάποια μέρα το ΝΑΤΟ, που διατείνεται ότι εξοπλίζει την Ουκρανία στο όνομα της υπεράσπισης της δημοκρατίας, βρει κάποιον τρόπο να εκδώσει τον Γκιουλέν και τους «τρομοκράτες» Κούρδους στον Ερντογάν.

Για να συνοψίσω με δυο λέξεις όλα όσα είπα ως τώρα: η Αλβανία βιώνει σήμερα την κακοδιακυβέρνηση από μια πολιτική ελίτ που ιστορικά αντιλαμβάνεται τους θεσμούς του κράτους ως όργανο εξυπηρέτησης των ιδιωτικών της συμφερόντων. Μια ελίτ που αυτή τη φορά έχει εγκαθιδρύσει ένα πολιτικό ναρκω-ολιγαρχικό σύστημα, παραδόξως με τη δυτική υποστήριξη, κυρίως την αμερικανική.

* Βλ. «Enduring Italians, Ambitious AlbaniansHow Cocaine is Changing Europes Criminal Landscape» («Ανθεκτικοί Ιταλοί, φιλόδοξοι Αλβανοί – Πώς η κοκαΐνη αλλάζει το εγκληματικό τοπίο της Ευρώπης», 21/9/2021, insightcrime.org).

Συνεχίζεται στο επόμενο φύλλο

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!