«Τουρκαλάδες», «Εαμοβούλγαροι», «κλέφτες Αλβανοί», «Ουκρανέζες πουτάνες», «Ρωσίδες χορεύτριες» και τώρα «Γυφτοσκοπιανοί». Χαρακτηρισμοί φορτισμένοι εντελώς αρνητικά με τους οποίους δηλητηριάστηκαν οι σχέσεις του λαού μας με τους λαούς των Βαλκανίων και της Μαύρης Θάλασσας, δηλαδή τους φυσικούς μας γείτονες που κατοικούν στις περιοχές με τις οποίες συνδέονται οι καλύτερες στιγμές και επιδόσεις μας στην ιστορία. Αυτό, βέβαια, δεν ήρθε μόνο του. Συνδέθηκε με την άγνοια, τη στρέβλωση και την παραπληροφόρηση πάνω στην οποία οικοδομείται το σύγχρονο ευρωπαϊκό μας προτεκτοράτο. Και σ’ αυτό το σημείο, ο εθνικισμός συναντάει και διαπλέκεται με την αποικιοκρατική εξάρτηση. Όλοι αυτοί που εξέδιδαν τα πιστοποιητικά εθνικοφροσύνης, όλοι αυτοί που έστελναν τους πραγματικούς αντιφασίστες πατριώτες στα εκτελεστικά αποσπάσματα με συνοπτικές διαδικασίες ως κατασκόπους και προδότες, υποτελείς στον κάθε φορά ισχυρότερο αφέντη, τον Γερμανό, τον Άγγλο ή τον Αμερικάνο, εδραίωναν την αποικιακή εξάρτηση της Ελλάδας, διαστρεβλώνοντας σε βαθμό κακουργήματος την ιστορική αλήθεια και τα δεδομένα της τρέχουσας πραγματικότητας. Οι εθνικιστές έγιναν τα πιο φανατικά εκτελεστικά όργανα στην υπηρεσία των κατακτητών.

Το ίδιο έκαναν, τηρουμένων των αναλογιών, οι σύγχρονοί μας πατέρες του έθνους, ρίχνοντας την Ελλάδα μέσα στο λάκκο των λεόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Γερμανών, Άγγλων, Γάλλων, Ιταλών κ.λπ., καταλύοντας όλες τις αμυντικές γραμμές εκ των έσω και καταργώντας όλες τις δικλείδες ασφαλείας που πρέπει να έχει κάθε κράτος, κάθε κοινωνία, κάθε συλλογική οντότητα απέναντι σε δυνάμεις οι οποίες είναι από τη φύση του συστήματός τους και από το ποιον της ιστορίας τους επεκτατικές, αδηφάγες και σκληρά εθνικιστικές.

Είναι αλήθεια ότι πολλές κοινωνίες παρασύρθηκαν, από ένα σημείο και μετά, μάλλον εύκολα. Ειδικά μία χώρα σαν την Ελλάδα που προσπαθούσε να βγει από μία πολύ επώδυνη και ανώμαλη περίοδο, με πολέμους, κατοχές, ήττες, διώξεις, φτώχεια, μετανάστευση και χούντα, ήταν ευάλωτη. Η εσωτερική κόπωση σε συνδυασμό με την απογοήτευση από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού που έκλεισε ένα έστω υποθετικό δρόμο εναλλακτικής επιλογής, καθώς και άλλοι παράγοντες, διαμόρφωσαν το έδαφος για την αποδοχή του προτεινόμενου μεταπολεμικού δυτικοευρωπαϊκού μοντέλου. Η πρόοδος στις επιστήμες, την τεχνολογία, τις τέχνες και τα γράμματα, στην κοινωνική οργάνωση, τη διεύρυνση των δικαιωμάτων κ.λπ., ήταν πολύ δελεαστική. Προβλήθηκε, όμως, μονοσήμαντα και υιοθετήθηκε μάλλον άκριτα. Καλλιεργήθηκε παραπλανητικά η αντίληψη ότι η Ελλάδα θα γινόταν ένα ισότιμο μέλος αυτής της Ένωσης και θα απολάμβανε τα αγαθά της ενοποίησης με ασφάλεια και εγγύηση. Οι μηχανισμοί της ολιγαρχίας, συνεπικουρούμενοι από κοινωνικά σύνολα προσκολλημένα στην εξουσία, με ευεργετικά μέτρα, προπαγάνδα και παροχές, διέλυαν κάθε επιφύλαξη και αμφιβολία για το λαμπρό ευρωπαϊκό μέλλον της χώρας οδηγώντας σταδιακά την κοινωνία στην αιχμαλωσία και το κράτος στην πλήρη εξάρτηση.

Μαρξ ή Μπρεζίνσκι

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ο Μαρξ ή ο Μπρεζίνσκι για να αντιλαμβάνεται πώς λειτουργεί ο κλασικός καπιταλισμός και η νεοαποικιοκρατία. Για να γνωρίζει ότι καμία χώρα που είναι ή υπήρξε αποικία δεν πρόκειται να μετατραπεί σε μητρόπολη και να αναβαθμιστεί σε ισότιμο εταίρο των αποικιοκρατών. Σε καμία περίπτωση δεν έχει γίνει αυτό. Μόνο ορισμένες χώρες με επιβεβλημένους υπέρ του ιμπεριαλισμού ρόλους, όπως η Νότια Κορέα, ευνοήθηκαν οικονομικά, αλλά κι αυτό υπό όρους. Κάθε χώρα που επιθυμεί την αυτοδιάθεσή της θα συναντήσει αξεπέραστα εμπόδια και θα ανακοπεί βίαια η προσπάθειά της, όπως συνέβη με τη Χιλή, τη Λιβύη και το Ιράκ, ή θα είναι υπό συνεχή πίεση για να υποκύψει και να επανακαταταγεί στις υποτελείς χώρες, όπως η Κούβα, το Ιράν και η Βενεζουέλα. Στην καλύτερη περίπτωση, θα κατακτήσει την ανεξαρτησία της με πολύ οδυνηρούς και εξοντωτικούς αγώνες, όπως το Βιετνάμ.

Το ίδιο, με ανάλογες προσαρμογές, συμβαίνει στην Ευρώπη. Εκτός απ’ αυτούς που έχουν την υποτέλεια ως δεύτερη φύση τους, όλοι οι άλλοι αποδειχτήκαμε επικίνδυνα αφελείς που γοητευτήκαμε από τα προφανή επιτεύγματα των μητροπόλεων και νομίσαμε, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο, ότι οι Γερμανοί, οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, οι Ολλανδοί, οι Αυστριακοί και οι Βέλγοι είχαν αποφασίσει κατά παράβαση των αρχών και των συστατικών τους γνωρισμάτων να αναβαθμίσουν την Ελλάδα -και οποιαδήποτε άλλη χώρα εκτός του μητροπολιτικού πυρήνα- σε ισότιμο συνέταιρό τους. Και τσιμπήσαμε το δόλωμα χωρίς να φυλάξουμε τα νώτα μας. Μας κολάκευσαν ότι θα γίνουμε partners, ενώ ήμασταν και παραμέναμε δορυφόροι. Κι αφού προσαρμόσαμε τα πάντα στις οδηγίες και τα συμφέροντά τους, τα θεμελιώδη και ζωτικά για την αυτοτελή και αξιοπρεπή ύπαρξή μας, όπως για παράδειγμα, συρρικνώσαμε την αγροτική μας οικονομία στο 2,5% για να ευνοηθούν τα αγροτικά προϊόντα της Γαλλίας και της Ολλανδίας, από τα κρασιά μέχρι το γάλα και τα τυριά, ξεριζώνοντας τα αμπέλια, κόβοντας 14.000 αλιευτικά σκάφη κ.λπ., αποφάσισαν ότι ήρθε η ώρα, με το κατάλληλα διαμορφωμένο ξενόδουλο πολιτικό προσωπικό, να οικειοποιηθούν με δραστικό τρόπο όλο τον δημόσιο και ιδιωτικό μας πλούτο. Οι στατιστικές τους έδειχναν ότι αυτή η χώρα είχε συσσωρεύσει πολύ πλούτο. Και στήθηκαν μια σειρά μεγάλα «κόλπα», όπως η ληστεία του Χρηματιστηρίου με την οποία έγινε μία τεράστια μεταφορά κεφαλαίων από την Ελλάδα στο εξωτερικό, που περιλάμβανε ένα πολύ μεγάλο μέρος των αποταμιεύσεων, αλλά και τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων και των δημόσιων οργανισμών κοινής ωφέλειας. Επίσης, οι Ολυμπιακοί Αγώνες, που λίγοι μπήκαν στον κόπο να προβληματιστούν πώς τα διεθνή κέντρα εξουσίας αναθέτουν σε μια τόσο μικρή χώρα, χωρίς μεγάλη βιομηχανία, χωρίς να είναι χρηματοπιστωτικό κέντρο, χωρίς υποδομές, χωρίς πλεονάσματα, μια τόσο μεγάλη διοργάνωση. Και όλα τα υπόλοιπα, με κορύφωση την απόλυτα υποτελή αποδοχή από την άρχουσα πολιτειακή τάξη των καταστροφικών και ληστρικών μνημονίων μέσω των οποίων, με θεσμικό πια τρόπο, «νόμιμα», μεταβιβάζουν ιδιοκτησιακά το σύνολο της εθνικής περιουσίας στις μητροπόλεις καθιστώντας ξανά την Ελλάδα καθαρή αποικία υπό διαρκή επιτήρηση.

Διασπασμένα Βαλκάνια

Κατακερματίζοντας παράλληλα τα Βαλκάνια, ενισχύοντας απροκάλυπτα, με χρήμα και όπλα, τις εκδηλωμένες ή λανθάνουσες τάσεις διαχωρισμού και σύγκρουσης που ενυπάρχουν σε κάθε κοινωνία, προκάλεσαν μια ρευστή και σαθρή κατάσταση που εμπεριέχει απειλή διαρκείας για όλες τις χώρες και τα έθνη της περιοχής εμποδίζοντας την ομαλή ανάπτυξη των σχέσεών τους. Σήμερα, δεν υπάρχουν ούτε δύο χώρες στις δέκα που να έχουν καλές σχέσεις γειτονίας μεταξύ τους. Ίσως ποτέ άλλοτε δεν ήταν οι λαοί των Βαλκανίων τόσο εχθρικοί έναντι αλλήλων. Με διεφθαρμένα καθεστώτα, εγκεκριμένα, τοποθετημένα ή υποβασταζόμενα από τις μητροπόλεις, με αμφισβητούμενα σύνορα, να ακροβατούν επί δεκαετίες μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Με τους κηδεμόνες ικανοποιημένους έχοντας πάρει τον αφρό από κάθε χώρα, από τους μορφωμένους νέους μέχρι τα εσωτερικά δίκτυα, τα λιμάνια και τις τράπεζες. Χώρες σε ένα μόλις ανεκτό επίπεδο φτώχειας και στασιμότητας, υποχρεωμένες να αποτελούν προχωρημένα ορμητήρια του ΝΑΤΟ και να ξοδεύουν μεγάλο μέρος του μικρού τους προϋπολογισμού για να αγοράζουν όπλα από τις δυτικές βιομηχανίες. Έτσι μεταφράζεται το ευρωπαϊκό όνειρο στα διασπασμένα Βαλκάνια.

Δεν είναι οι λαοί των Βαλκανίων πιο βλάκες ή ανεπρόκοποι από τους Βέλγους και τους Γερμανούς. Είναι, όμως, υπό τον ασφυκτικό έλεγχο των μητροπόλεων, που αποφασίζουν για το στάτους κάθε χώρας και προωθούν και στηρίζουν με τα περίπλοκα μέσα που διαθέτουν τους εντόπιους πολιτικούς τους υπαλλήλους που θα υλοποιήσουν αυτές τις πολιτικές. Αυτή είναι η πραγματικότητα χωρίς καλολογικά επίθετα.

Δυστυχώς, η Αριστερά δεν εκπόνησε και δεν άσκησε μία εναλλακτική πολιτική πέρα από σκόρπιες αντιδράσεις. Δεν είχε την κρατική ευθύνη, αλλά ποτέ δεν αναζήτησε με σοβαρότητα, συνέπεια και συνέχεια, να δημιουργήσει σχέσεις με τις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές δυνάμεις των γειτονικών μας χωρών, πέρα από γενικόλογες διακηρύξεις και ελάχιστες αποσπασματικές δράσεις. Η επιθυμία για καλή γειτονία και ο διεθνισμός εξαντλούνταν φραστικά. Είναι παντελώς άγνωστοι οι λαοί των Βαλκανίων στην Ελλάδα. Ούτε η ιστορία τους, ούτε η κουλτούρα τους, ούτε η σημερινή τους ζωή είναι γνωστή. Δεν καταπολεμήθηκαν έμπρακτα και συστηματικά τα ανούσια στερεότυπα που καλλιέργησαν οι συντηρητικές εθνικιστικές δυνάμεις. Δεν αναζητήθηκαν και δεν οικοδομήθηκαν σχέσεις φιλίας και συνεργασίας σε μεγάλη, αισθητή, κλίμακα με τους προοδευτικούς ανθρώπους αυτών των χωρών και λαών.

Κι αυτοί που σήμερα τάσσονται αναφανδόν υπέρ της καθοδηγούμενης από τις ΗΠΑ συμφωνίας για την ονοματοδοσία της γειτονικής μας χώρας επικαλούμενοι τη φιλία των λαών, δεν έκαναν ποτέ τίποτα γι’ αυτή τη φιλία από το 1990 μέχρι σήμερα. Είχαν κάθε ευκαιρία να το κάνουν μέσα σ’ αυτά τα σχεδόν 30 χρόνια. Αλλά χρειαζόταν πάρα πολύ δουλειά, σε βάθος, γιατί ο πόλεμος για το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας άφησε πολλές πληγές στις διαβαλκανικές σχέσεις. Υπήρχε, όμως, σαν ανάγκη στους βαλκανικούς λαούς. Δυστυχώς, κανένας δεν νοιάστηκε, πλην ελαχίστων που η προσπάθειά τους δεν βρήκε μιμητές και συνοδοιπόρους.

Βαλκανικές εμπειρίες

Όταν περιοδεύσαμε στα Βαλκάνια το 1997 με την πολυμελή «Ελλήνων Ορχήστρα» (Ψαραντώνης, Μιχάλης Καλιοντζίδης, Χρόνης Αηδονίδης, Νίκος Οικονομίδης, Αργύρης Μπακιρτζής, Μαριώ, Μπάντα πνευστών Γουμένισσας κ.ά.) και στη συνέχεια με το θίασο της Άννας Βαγενά παρουσιάζοντας το έργο «Ο γάμος» σε σκηνοθεσία του Κώστα Τσιάνου, διαπιστώσαμε ότι το έδαφος ήταν πάρα πολύ ώριμο για την καλλιέργεια στενών σχέσεων με πολλούς προοδευτικούς ανθρώπους στη Γιουγκοσλαβία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Σκηνοθέτες, ηθοποιοί, μουσικοί, ζωγράφοι, ποιητές, πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι, άνθρωποι από όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, ήθελαν πάρα πολύ να αποκτήσουν σχέσεις με τους Έλληνες. Εκατοντάδες νέοι που μάθαιναν ελληνικά στα πανεπιστήμια και χιλιάδες άλλοι πολίτες πλημμύρισαν τις πελώριες αίθουσες για να παρακολουθήσουν με ενθουσιασμό τις παραστάσεις μας στο Βελιγράδι, το Νόβι Σαντ, τη Σόφια, τη Φιλιππούπολη, το Βουκουρέστι, την Κωστάντζα, όπως έγινε και στη Ρωσία και την Ουκρανία. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τους φοιτητές από το πανεπιστήμιο της Σόφιας που για να δουν την θεατρική μας παράσταση μεταφέρθηκαν με πούλμαν στη Φιλιππούπολη. Τι συγκίνηση! Και στα επόμενα χρόνια που ξαναγυρίσαμε για να κάνουμε ντοκιμαντέρ και να καταγράψουμε τις ελληνικές κοινότητες στην Αλβανία και τη Βουλγαρία, είχαμε μόνο βοήθεια και κανένα εμπόδιο από τους ντόπιους. Αλλά ούτε οι ταινίες μας που προβλήθηκαν κατ’ επανάληψη από την ΕΡΤ δεν δημιούργησαν κανένα ρεύμα συνεύρεσης και συμφιλίωσης με τους Βαλκάνιους γείτονές μας. Και στην Αριστερά, ενώ μας έδιναν συγχαρητήρια, κανένας δεν ένιωσε την ανάγκη να προσθέσει ένα λιθαράκι σ’ αυτή την προσπάθεια που άνοιγε δρόμους. Δεν ενδιαφέρθηκαν ούτε για την τύχη των βαλκανικών λαών ούτε για την τύχη των Ελλήνων στις βαλκανικές χώρες.

Και, βέβαια, πόσοι ενδιαφέρθηκαν για τους σλαβόφωνους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, όσους επέζησαν από τις σφαγές, τους βομβαρδισμούς, τις κακουχίες και τις εκτελέσεις στα βουνά και διέφυγαν μαζί με τους άλλους αντάρτες στις ανατολικές χώρες, το 1949; Πόσοι κινητοποιήθηκαν, στη μεταπολίτευση, για να τους επιτραπεί να γυρίσουν πίσω στα χωριά τους, στη Φλώρινα, τα Γρεβενά και την Ημαθία, μαζί με τους άλλους πολιτικούς πρόσφυγες; Αυτοί, ως σλαβόφωνοι Μακεδόνες, έμειναν αποκλεισμένοι από τους συγγενείς τους και από την ιδιαίτερη πατρίδα τους για να πεθάνουν εγκαταλειμμένοι στις χώρες φιλοξενίας όταν πια όλοι οι άλλοι είχαν φύγει. Μόνοι και έρημοι σε κράτη που είχαν εντωμεταξύ αλλάξει τα καθεστώτα και το κλίμα δεν ήταν πια τόσο φιλικό γι’ αυτούς.

Τους θυμάμαι έναν προς έναν στην Πολωνία. Τους έχω καταγράψει να παραπονιούνται με σπαραγμό ψυχής γι’ αυτή την αδικία, στο Βρότσλαβ, την Κρακοβία και το Ζγκορζέλετς, και να ζητούν ίση μεταχείριση, γέροι πια, ανάπηροι κάποιοι, να τους δοθεί η άδεια να γυρίσουν για να ταφούν στα χωριά τους. Πού ήταν όλοι αυτοί οι προοδευτικοί, οι αντιεθνικιστές, που φωνάζουν σήμερα και επιτίθενται στους άλλους, για το δικαίωμα των βορείων γειτόνων μας στο όνομα της Μακεδονίας, όταν επί τριάντα χρόνια δεν άκουσαν τις απελπισμένες φωνές των σλαβοφώνων συμπολιτών μας της Δυτικής Μακεδονίας που πολέμησαν για τα ίδια ιδανικά και έδωσαν τα πάντα σ’ αυτό τον αγώνα, ζητώντας μόνο να γυρίσουν στη γη τους για να μην ταφούν στην ξενιτιά;

Έλληνες και Αλβανοί

Και ποιος νοιάστηκε για τους Έλληνες της Αλβανίας; Ποιος αντιστάθηκε και αποδοκίμασε τις κυβερνήσεις, τους βουλευτές και τα κόμματα, για τις άθλιες, αλλοπρόσαλλες, ατελέσφορες και, εν τέλει, αποδομητικές πολιτικές τους σε σχέση με τον Ελληνισμό των Βαλκανίων;

Οι Έλληνες στη Χιμάρα και τις Δρυμάδες, τη Δερβιτσάνη, τις Βουλιεράτες και το Αργυρόκαστρο, ήξεραν τι έπρεπε να γίνει, τι χρειάζονταν για να παραμείνουν στη γη και τα σπίτια τους, να αναπτυχθούν και να ευημερήσουν συμβάλλοντας και στην ευημερία όλης της χώρας. Αλλά οι προκαταλήψεις, η εχθρότητα προς το αλβανικό κράτος και η αλαζονεία απέναντι στους Αλβανούς, η υπόθαλψη των φατριών μέσα στις ελληνικές κοινότητες και κάποια κίνητρα για να ξεριζωθούν προκειμένου να γίνουν ψηφοφόροι των κομμάτων εξουσίας στην Ελλάδα, υπονόμευσαν τη συνοχή των κοινοτήτων και δεν βοήθησαν τους συμπατριώτες μας να ξεπεράσουν τις αντιθέσεις τους με τους Αλβανούς και τις μεταξύ τους διαφορές. Οι αριστεροί, οι προοδευτικοί, δεν ασχολήθηκαν καθόλου και άφησαν ελεύθερο το πεδίο στην Άκρα Δεξιά, να οργανώνει επιδρομές και να διασπείρει διχαστικές απόψεις που ενίσχυαν την εχθρότητα των εθνικιστικών κύκλων της Αλβανίας εναντίον της ελληνικής μειονότητας. Τα αντιαλβανικά φέιγ βολάν που ρίχτηκαν από αεροπλάνο μέσα στην Αλβανία και η άνανδρη δολοφονία Αλβανών φαντάρων σε φυλάκιο από ακροδεξιό κομάντο είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου της εθνικιστικής δράσης που όξυνε την κατάσταση και χειροτέρευσε τη θέση των Ελλήνων της Βόρειας Ηπείρου σε μια εποχή μεγάλης αστάθειας και αβεβαιότητας. Κι εδώ η Αριστερά έλαμψε δια της απουσίας της.

Η εισροή στην Ελλάδα εκατοντάδων χιλιάδων Αλβανών αποτέλεσε μια μοναδική ευκαιρία για να ξεπεραστούν οι προκαταλήψεις και οι αντιπαλότητες ανάμεσα στους δύο λαούς, προς όφελος αμφοτέρων. Οι άνθρωποι που ήρθαν στην Ελλάδα θεωρώντας την παράδεισο, απαξιώθηκαν από μια πολιτική ηγεσία που τους έβλεπε μόνο σαν φτηνά χέρια για εκμετάλλευση και μια κοινωνία που χωρίς γνώση και αποπροσανατολισμένη από τα ΜΜΕ, έβγαζε όλα τα στερεότυπα που με μονομέρεια είχε διδαχτεί στο αστικό σχολείο και από φανατισμένους ιερωμένους. Που έμαθε ότι υπήρχαν «Τουρκαλβανοί» οι οποίοι πολέμησαν εναντίον της επανάστασης του 1821, αλλά δεν έμαθε ότι οι «Ελληναλβανοί» που πολέμησαν με την επανάσταση ήταν σημαντικότεροι, όπως η Μπουμπουλίνα κι ο Μάρκος Μπότσαρης. Που έμαθε ότι ο Χότζα ήταν αυταρχικός, αλλά δεν έμαθε ότι οι Αλβανοί επίσης πολέμησαν σαν παρτιζάνοι ενάντια στη φασιστική λαίλαπα. Πού είδαν με θολωμένη σκέψη όλους τους Αλβανούς σαν κακοποιούς και δεν είδαν τους Αλβανούς που ήταν ικανοί μαστόροι, που ξαναζωντάνεψαν την πέτρα από τη Ζίτσα μέχρι τη Μάνη και τη Μύκονο και εξαιρετικοί μουσικοί από το κονσερβατόριο που η δική μας χώρα δεν έχει ακόμα αξιωθεί να αποκτήσει.

Όχι πως οι αριστεροί δεν τάχθηκαν με το μέρος των μεταναστών και των προσφύγων, αλλά το έκαναν επιλεκτικά, σε επίπεδο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το οποίο είναι πολύ σημαντικό, αλλά δεν εντασσόταν σε ένα ευρύτερο όραμα πολιτικής φιλίας και συνεργασίας με τους λαούς των Βαλκανίων. Γι’ αυτό, σήμερα, η Αριστερά, κάθε απόχρωσης, είναι τελείως αποκομμένη από τις κοινωνίες των Βαλκανίων, των ελληνικών κοινοτήτων συμπεριλαμβανομένων.

Γι’ αυτό δεν μπορώ να ακούω τις κραυγές των προσκείμενων στον ΣΥΡΙΖΑ που ποτέ δεν ασχολήθηκε σοβαρά με τα Βαλκάνια και τώρα βιάζεται με αντιεθνικιστικές κορόνες να προωθήσει τη συμφωνία για το «μακεδονικό» κατ’ επιταγή των Αμερικάνων. Δηλαδή, πολιτική στα Βαλκάνια μόνο με τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ θα κάνουμε;

Φτάνει πια με την ασχετοσύνη και την υποκρισία, φτάνει!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!