Για την αγωνίστρια Κίττυ Αρσένη. Του Περικλή Κοροβέση

Στο φουαγιέ, Τζον Νοξ, στη Γενεύη, ένα ίδρυμα που κατά κανόνα φιλοξενούσε διωκόμενους φοιτητές από όλο τον κόσμο και κυρίως από την Αφρική, βρισκόταν και ένας λευκός φοιτητής από την Νοτιοαφρικανική Ένωση, ονόματι Thorpon. Καθόταν όλη μέρα στη γραφομηχανή του και δεν χαιρόταν την ανεμελιά των άλλων, που ζούσαν την ελευθερία τους και το ωραίο περιβάλλον. Και όπως γίνεται πάντα σε όλες τις κλειστές κοινότητες, όποιος κάνει κάτι διαφορετικό, δημιουργεί προβλήματα. Και για τον Thorpon, η κατάσταση έπρεπε να εξομαλυνθεί. Η εξήγηση που δόθηκε ήταν πως οι παππούδες του, που είχαν εγκατασταθεί στην Νοτιοαφρικανική Ένωση, ερχόντουσαν από την Ελλάδα. Οι γονείς του είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα και ο ίδιος είχε ελληνικό όνομα και τον λέγαν Περικλή. Ο Τhorpon, ήμουν εγώ σύμφωνα με το πλαστό μου διαβατήριο που με είχε εφοδιάσει ο Πάμπλο, μέσω της Αμαλίας Φλέμινγκ, για να πάω να καταθέσω στο Συμβούλιο της Ευρώπης.
Είχα συνδεθεί με ένα φοιτητή από την Αγκόλα. Ο ίδιος από τρίχα γλύτωσε τη σφαγή. Και μου εξήγησε πως στην Αφρική δεν βασανίζουν συστηματικά όπως στην Ελλάδα, αλλά σκοτώνουν εύκολα. Ήταν βαθύς γνώστης της Αφρικής και από αυτόν ξεκίνησε το ενδιαφέρον για την «μαύρη» (με την έννοια που έχει η λέξη στο δημοτικό τραγούδι) Αφρική. Και ένα ωραίο πρωί, έρχεται ξεκαρδισμένος στα γέλια για να μου ανακοινώσει, πως με ζητούν δυό φίλοι μου, ο Πλάτων και ο Αριστείδης. Τον ρώτησα γιατί γελάει. Μα είναι γελοίο, μου είπε να χρησιμοποιείτε αυτά τα ονόματα. Όλος ο κόσμος θα καταλάβει πως είναι ψευδώνυμα. Στην πόρτα ήταν οι συγκρατούμενοί μου Αριστείδης Μπαλτάς και Πλάτωνας Ανδρεάδης. Είχαν έρθει με μια σακαράκα να με πάρουν για το Παρίσι γιατί θέλουν να με δουν κάποιοι φίλοι.
Κανονικά εγώ, δεν θα έπρεπε να πολυκυκλοφορώ, μέχρι την ημέρα που θα πήγαινα να καταθέσω στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Αφού με διαβεβαίωσαν πως δεν υπάρχουν τελωνιακοί έλεγχοι μεταξύ Ελβετίας και Γαλλίας (λάθος πληροφορία, γιατί είχαμε την περιπέτειά μας) πήρα την απόφαση να τους ακολουθήσω. Φτάνοντας στο Παρίσι, μου είπαν θα σε πάμε σε ένα σπίτι να μείνεις και μεις θα περνάμε κάθε μέρα να σε γυρίζουμε. Εμείς δεν έχουμε χώρο να σε φιλοξενήσουμε. Δεν μ’ άρεσε η ιδέα να μείνω σε ξένο σπίτι. Αλλά είχα εξοικειωθεί από την παρανομία. Και όταν χτυπήσαμε και άνοιξε η πόρτα ήταν μπροστά μου η Κίττυ Αρσένη. Αργότερα, μου είπε ο Αριστείδης, πως ήταν σαν να έβλεπε την σκηνή, που η Ηλέκτρα και ο Ορέστης ξανασυναντιούνται. Είχα να τη δω από την Ασφάλεια. Εμένα με πήγαιναν στην ταράτσα και την Κίττυ για ανάκριση. Ήταν κάτι μεταξύ φαντάσματος και οσίας. Κοιταχτήκαμε για λίγο στα μάτια και κάναμε σαν να μην γνωριζόμαστε.
Δεν ξέρω γιατί σε αυτό το μικρό δωματιάκι, με αυτοσχέδια έπιπλα, αλλά καλά νοικοκυρεμένα, μου φάνηκε σαν Ρωσίδα πριγκίπισσα που έφτασε στο Παρίσι για να γλυτώσει από τους μπολσεβίκους. Ανίερη σκέψη που δεν την είπα ποτέ.
Τώρα το θυμήθηκα που ανασκαλίζω το παρελθόν. Με την Κίττυ γνώρισα και τους υπόλοιπους εξόριστους, όλοι από τη μεριά του ΚΚΕ εσ. Την Επαναστατική Αριστερά και τις άλλες τάσεις του κινήματος, ελληνικές και ξένες τις γνώρισα αργότερα. Η Κίττυ ήταν συνδεδεμένη με τους ηγετικούς κύκλους του ΚΚΕ εσ. Και φυσικά έκανε παρέα με την υψηλή ελληνική διανόηση που βρισκόταν τότε στο Παρίσι. Αν και πιστή στο κόμμα, είχε πάντα μια δικιά της γνώμη που προερχόταν από δικιά της σκέψη.
Την Κίττυ την πρωτογνώρισα αρχές της δεκαετίας του ’60. Ιδιαίτερα γοητευτική γυναίκα, όχι από την ομορφιά της, αλλά από τον χαρακτήρα της και την προσωπικότητά της. Περήφανη και σεμνή μαζί με δυνατή προσωπικότητα. Και πάνω από όλα σταθερή στις αρχές της. Και αυτό αποδείχθηκε στην Μεταπολίτευση. Είχε τη δυνατότητα να κάνει μεγάλη πολιτική καριέρα, όπως θα μπορούσε να αναλάβει την διεύθυνση κάποιου κρατικού θεάτρου ή άλλου οργανισμού. Παρέμεινε ηθοποιός και δασκάλα θεάτρου. Στην πολιτική μετείχε ως πολίτης και όχι ως πολιτικός.
Ένας άνθρωπος που δεν είχε καμιά θέση με τα καριερίστικα λαμόγια της Μεταπολίτευσης, που έκαναν καριέρα εκεί που θα κέρδιζαν πιο πολλά και με πλαστούς αντιστασιακούς τίτλους.
Αν η Κίττυ δεν είχε γράψει το βιβλίο της Μπουμπουλίνα που εξιστορεί τα δεινά που πέρασε στα κολαστήρια της Ασφάλειας, ένας μικρός κύκλος θα ήξερε όσα τράβηξε. Και δεν θα μιλούσε ποτέ για αυτά, όπως δεν μίλησαν και πολλοί άλλοι που θεώρησαν πως οι φυλακίσεις, οι διωγμοί και τα βασανιστήρια δεν είναι ανταλλάξιμο είδος.
Μπορεί η Κίττυ να έφυγε αλλά το ήθος της αγωνίστριας, παραμένει παρακαταθήκη του κινήματος.

[email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!