Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός

 

Γράμμα από το Μέτωπο

 

«Σου γράφω. κι όμως τόση ειν’ η σιγή που με κυκλώνει,
που, λέω, αν άνοιγα τα χείλη θ’ άκουες τη φωνή μου…

»Εχτές ακόμα όλο βροντούσε το κανόνι
σα να βρουχιόνταν γύρω γύρω στις κορφές λιοντάρια
σ’ άγρια σφαγή, κι απάνωθέ μας οι ατσαλένιοι
γυρνούσαν γυπαϊτοί, γυρνούσανε ολοένα,
τον ίσκιο ρίχνοντας του Χάρου, και το Χάρο
στα νύχια τους κρατώντας…
Αλλ’ απ’ όλα
είναι τρανότερη η σιγή π’ ακολουθάει
κατόπι από τη μάχη, σα βαθιά μας
το μεσότοιχο της ζωής και του θανάτου
γκρεμίζεται, κι ολόγυμνη η ψυχή μας
-θωρώντας ζωντανούς και πεθαμένους
να τους τυλίγει γύρα ένα σουδάρι
μονάχα, το σουδάρι του χιονιού – δεν απαντέχει
σαν άλλοτε ένα ξύπνημα, μα κάποιαν

ανάσταση από σάλπισμα μεγάλο,
μια ανάσταση σε ορίζοντες που πρώτα,
ξυπνώντας, δεν τους ζούσαμε…

 

» Και μήπως
θαρρείς που εδώ ψηλά κρατούμε αχνάρια
φτωχά του χρόνου, ή γνοιάστηκε η ψυχή μας
αν θε να λιώσουν κάποτε τα χιόνια –
αν είναι να γυρίσουμε στην ίδια
που ξέραμε άνοιξη;

»Από το’ να στ’ άλλο
που παίρνουμε ύψωμα, ο οχτρός κυλιέται
στα βάραθρα. μα τώρα έχουμε φτάσει
σε μια κορφή που λέω πως αγναντεύει
τα μέλλοντα… Τι, αλήθεια, τα κανόνια,
ειτ’ εχτρικά ’ναι είτε δικά μας, κάθε μέρα
γκρεμίζουν τους στενούς ορίζοντες από μπροστά μας,
κ’ η σκέψη μας, καθώς η λόγχη μας, πλαταίνει
τα σύνορα… Και να που απόψε, όπως στεκόμουν
φρουρός κ’ είχα τριγύρα μου κοπάδι
τα νέφη ως μπιστικός, (να με ρωτούσες
αν ήταν δείλι ή να’ ταν μεσημέρι,
δεν ξέρω να σ’το πω), μια αχτίδα ξάφνου
σαΐτεψε το διάστημα, κι ως πρώτα
στη λόγχη μου αντιχτύπησεν, ακέριες
τις κορυφές  εχρύσωσε, τα βάθη
ξεσκέπασε της άβυσσος, λαγκάδια,
νερά, ποτάμια. όμως απάνω απ’ όλα
σάμπως ρομφαία μου διάβη την καρδιά μου,
γυρίζοντάς τη μονομιά ξοπίσω,
απ’ τις κορφές του λυτρωμού στην έννοια
όλων εσάς που μένετε αυτού κάτου,
με κρυφοχτυποκάρδι καρτερώντας
την  άνοιξη από μας… Τι αλίμονό μας
αν καρτερείτε μια άνοιξη σαν πρώτα
κι όχι την άνοιξη που λέω πως θα’ ρτει
σπαθί κρατώντας δίστομο, φερμένη
με τα φτερά της Νίκης, να θερίσει
ό,τι δεν ειν’ ανάμεσό σας άξιο
να τη δεχτεί…

» Κι αυτό ’ναι που με κάνει
την ώρα τούτη να Σου γράψω, φίλε,
να Σε ρωτήσω: “Ειστ’ έτοιμοι, ή δεν είστε
να τη δεχτείτε τέτοιαν άνοιξη;”

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!