Τι οδηγεί αυτούς τους ανθρώπους, τα αγόρια και τα κορίτσια των 15, 16, 17 ή των 20 και 25 χρόνων να πάρουν μέρος σε τόσο μεγάλους αγώνες με τόσους μεγάλους κινδύνους και με τρομακτικές συνέπειες για τη ζωή τους; Να τα βάλουν με τους κατακτητές, τους δοσίλογους, τους εγκάθετους πολιτικούς και τη δολοφονική συμμορία του Σούρλα; Τι ρίζες έχει αυτή η αυθάδεια απέναντι στην εξουσία; Γύρω απ’ αυτό θέμα περιστρεφόταν η σκέψη μου στο δρόμο για τον Παγασητικό, όπου πηγαίναμε με τον εκδότη Κώστα Λιβιεράτο να μιλήσουμε για τα βιβλία της αντάρτισσας της ΕΠΟΝ και του ΔΣΕ, στο Βόλο και τον Αλμυρό απ’ όπου κατάγεται η συγγραφέας.

Στον Αλμυρό δεχτήκαμε μία αφοπλιστική επίθεση φιλίας και φιλοξενίας από την φιλόλογο Μαρία Ούτα και την οικογένεια της, τον δικηγόρο Βασίλη Φυτιλή που μείναμε στο καλόγουστο σπίτι του και από άλλους ανθρώπους που μας άνοιξαν τις καρδιές τους. Συνολικά 120 φίλοι παρακολούθησαν τις εκδηλώσεις που οργανώθηκαν από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» και το βιβλιοπωλείο «Πλαστελίνη».

Αυτός είναι ο δικός μας κόσμος. Ένας κόσμος που δεν υπάρχει στον κόσμο όπως τον βλέπει ο τηλεθεατής παρακολουθώντας τα κανάλια της τηλεόρασης. Τον κόσμο της τρομακτικής αγριότητας, εγκλημάτων, κακών τρόπων, κακής αγωγής και κακογουστιάς, με πολιτικούς χαμηλού επιπέδου, δημοσιογράφους φερέφωνα, παρουσιαστές γελοίους και ακατάσχετη παραπληροφόρηση. Τον κόσμο που αναδεικνύει τις χειρότερες πλευρές της κοινωνίας συσκοτίζοντας την άλλη της όψη.

Αυτή η άσχημη πλευρά καλλιεργείται γιατί η συστηματική και σχεδόν αποκλειστική προβολή αυτού του μελανού κόσμου είναι ταυτόχρονα μια προώθησή του ώστε να εκφοβίζεται ο πολίτης, να ζαρώνει στο κλουβί του και να αισθάνεται εντελώς ανήμπορος να τον διαχειριστεί και πολύ περισσότερο να τον αλλάξει. Αλλά και να εξοικειώνεται μ’ αυτό το δυστοπικό περιβάλλον που του παρουσιάζουν ως κανονικότητα. Αυτός ο κόσμος έχει σχέση, τροφοδοτείται και στηρίζεται απ’ αυτό που όλοι λίγο ως πολύ ξέρουμε ως «βαθύ κράτος» το οποίο, πέρα από τους δομημένους μηχανισμούς της εξουσίας, από το πολιτικό προσωπικό, το στρατό και τα ΜΜΕ μέχρι τις αμοράλ ελίτ και την καθεστωτική Εκκλησία, εν ευρεία εννοία περιλαμβάνει και τα καθυστερημένα και ανθρωποφοβικά τμήματα του λαού τα οποία χειραγωγεί και χρησιμοποιεί.

Σε αντίθεση μ’ αυτό το «βαθύ κράτος» που παράγει σκουπίδια, η ανθρωπιά, η φιλοξενία, η φιλία, η καλή προαίρεση και η ανιδιοτέλεια ενυπάρχουν μέσα στα λαϊκά στρώματα ανεξάρτητα από το επάγγελμα ή το μορφωτικό τους επίπεδο. Κι αυτό το αντίθετο είναι η «βαθειά Ελλάδα»!

Η οποία «βαθειά Ελλάδα» είναι υπαρκτή και ισχυρή. Κι αυτή κρατάει όρθιο τον τόπο διαχρονικά, ενώ είναι μονίμως περιθωριοποιημένη από την πολιτική, οικονομική και μιντιακή εξουσία. Αλλά το σύστημα δεν αναδεικνύει τους φορείς αυτής της «βαθειάς Ελλάδας». Κι όταν δεν τους αγνοεί, τους δυσφημεί και τους καταδιώκει γιατί χαλούν το μοντέλο που το σύστημα προβάλλει ως πρότυπο για να ελέγχει την κοινωνία.

Απάτριδες οι πατριώτες

Σ’ αυτή τη «βαθειά Ελλάδα» ανήκουν όλα τα παιδιά, στα οποία εντάσσεται και η Κατίνα Λατίφη, που πήραν μέρος στον αγώνα και σήκωσαν στην πλάτη τους ένα πελώριο εγχείρημα που δεν ήταν λιγότερο από το να αλλάξουν τον κόσμο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από το 1943, στην καρδιά της Κατοχής, που η παρέα της Κατίνας δημιουργεί τη λέσχη της ΕΠΟΝ στον Αλμυρό. Προσπάθεια ενταγμένη στη μαζική κινητοποίηση του ελληνικού λαού, ο οποίος έπρεπε για άλλη μια φορά να διαχειριστεί το μεγάλο διαχρονικό πρόβλημα του Ελληνισμού που ξεκινάει από το 1821, εφ’ όσον τα απελευθερωτικά αιτήματα της Επανάστασης δεν ικανοποιήθηκαν ποτέ.

Κι αυτό εξηγεί το πώς αυτό το κράτος, έτσι όπως διαμορφώθηκε, από τον τρόπο που διαμορφώθηκε, αντιμετωπίζει τους νέους που ανήκουν στους καλύτερους Έλληνες. Κι όχι μόνο εν καιρώ πολέμου. Γιατί εν καιρώ ειρήνης αφαίρεσαν από την Λατίφη την ελληνική υπηκοότητα. Νομικά άπατρις για πολλές δεκαετίες, επί δημοκρατίας και δικτατορίας. Κι αυτό δεν είναι σπάνιο. Το χρησιμοποιούν οι διεφθαρμένες και αυταρχικές κυβερνήσεις όχι εναντίον μεγάλων καταχραστών του δημοσίου και μεγαλεμπόρων ναρκωτικών, αλλά εναντίον όσων αγωνίζονται για την ελευθερία, τη δημοκρατία και την ανεξαρτησία της Ελλάδας∙ το έκαναν οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις που διορίζονταν από τους Άγγλους και τους Αμερικάνους εναντίον δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων που αγωνίστηκαν κατά της γερμανοϊταλικής Κατοχής, το έκαναν και οι δικτάτορες της 21ης Απριλίου που είναι υπεύθυνοι για την τραγωδία της Κύπρου.

Το ταπεινωτικό σοκ με την υπηκοότητα το συνέχισαν και οι μετέπειτα κυβερνήσεις της αβασίλευτης δημοκρατίας με έμμεσο τρόπο και με άλλες σκοπιμότητες, σε μεγάλη κλίμακα. Για παράδειγμα, η άρνηση και, στην καλύτερη περίπτωση, η μακρόχρονη ταλαιπωρία, για την απόκτηση της ελληνικής υπηκοότητας από Έλληνες ομογενείς υπεράνω πάσης υποψίας που προσήλθαν στη χώρα από τη Ρωσία, τη Γεωργία, την Ουκρανία, το Καζαχστάν, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία ή την Αλβανία. Σαν να μην είναι αυτό δικαίωμα των ομογενών, αλλά παραχώρηση από το «βαθύ κράτος»!

Μια τιμωρία σε βάρος των Ελλήνων, που την έζησα όταν από το 1958 που ήρθαμε στην Ελλάδα, ως συνέπεια του πογκρόμ των «Σεπτεμβριανών» στην Κωνσταντινούπολη, το «βαθύ κράτος» μου έκανε τη χάρη να μου δώσει την ελληνική υπηκοότητα το 1988! Επί τριάντα χρόνια δεν είχα ταυτότητα, δεν είχα καμία υπηκοότητα αφού και το τουρκικό κράτος απηυδισμένο με είχε διαγράψει από τα μητρώα του! Και δεν ήμουν ο μόνος. Μάλιστα, με την προσωπική μου τριακονταετή «αναμονή» έχω παρηγορήσει πάρα πολλούς ομογενείς της Μαύρης Θάλασσας τους οποίους βασάνισαν ακόμα και για την έκδοση του ειδικού δελτίου ταυτότητας που προβλέπεται για τους Έλληνες της Διασποράς βάσει νόμου που είχαν ψηφίσει όλα τα κόμματα της Βουλής.

Αυτό το κράτος, όπως φτιάχτηκε, από τη δολοφονία του Καποδίστρια και μετά, λειτουργεί μέχρι σήμερα με την ίδια σκοτεινή «φιλοσοφία», με εξαίρεση κάποιες βραχυχρόνιες εκλάμψεις.

Η ανάγλυφη αφήγηση της Κατίνας Λατίφη για τα χρόνια της ΕΠΟΝ και του ΔΣΕ…

 

Ανεξίτηλη νοσταλγία

Στα γραπτά της Κατίνας Λατίφη είναι ευδιάκριτος ο πυρήνας που βρίσκεται στην καρδιά της «βαθειάς Ελλάδας». Ένας αγνός, αφτιασίδωτος πατριωτισμός, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τον εθνικισμό που βασίζεται στην υποτίμηση των άλλων εθνών και πολιτισμών. Ο πατριωτισμός είναι, απλά, η ξεχωριστή αγάπη για τον τόπο σου. Κι αυτό επιβεβαιώνουν οι άνθρωποι που έφυγαν από τα χωριά τους, εντάχθηκαν στο ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ, την ΕΠΟΝ και τον Δημοκρατικό Στρατό της Ελλάδας, έχασαν πολλά μέλη από τις οικογένειές τους και το περιβάλλον τους, έχασαν τα σπίτια τους, τα χωράφια και τα ζωντανά τους∙ 50.000 άνθρωποι, όσοι επέζησαν από το μακελειό και τις φυλακές, ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους και βρέθηκαν διασκορπισμένοι σε άλλες χώρες, φιλοξενούμενοι. Σε κάθε σπίτι πολιτικών προσφύγων, στο ερώτημα γιατί επιστρέφουν στην Ελλάδα μετά από την τόσο καλή φιλοξενία των σοσιαλιστικών χωρών όπου οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας ήταν ασυγκρίτως καλύτερες από τα χωριά τους, με τα παιδιά τους στα πανεπιστήμια και τις συντάξεις στην ώρα τους χωρίς διακρίσεις, η απάντηση ήταν μία. Η νοσταλγία για την πατρίδα ήταν ισχυρή και ασυναγώνιστη. Αρτιμελείς και ανάπηροι, ήταν πρόθυμοι να εγκαταλείψουν όλα τα αγαθά, όλη την ηρεμία και ανεμελιά, για να γυρίσουν στην Ελλάδα όποια ταλαιπωρία συνεπαγόταν αυτό. Από το 1949, οι βαλίτσες τους ήταν μονίμως πίσω από την εξώπορτα για την πρώτη ευκαιρία που θα τους δινόταν να γυρίσουν. Κι ας μην είχαν την ελληνική υπηκοότητα που οι πολιτικοί τους είχαν αφαιρέσει. Σε κάθε γιορτή, εθνική, ονομαστική ή πρωτοχρονιάτικη και σε κάθε γλέντι και συνεύρεση, η κύρια και σταθερά επαναλαμβανόμενη πρόποση ήταν «άντε, και του χρόνου στην πατρίδα»!

Αυτοί οι άνθρωποι είχαν ευεργετηθεί από τα σοσιαλιστικά κράτη σε βαθμό αδιανόητο προερχόμενοι από πολύ φτωχά χωριά, όπως ήταν στην πλειονότητά τους τα χωριά στην Ελλάδα. Εντούτοις, το αίσθημα για την πατρίδα ήταν ανεξίτηλο και ακαταμάχητο. Ούτε τα σπίτια, ούτε οι δουλειές, ούτε η τύχη των παιδιών τους που ήταν διασφαλισμένη, τίποτα δεν τους συγκρατούσε, ακόμα και στην πιο φιλόξενη χώρα του κόσμου. Κι αυτοί όλοι, από το ελληνικό κράτος, ήταν στιγματισμένοι ως συμμορίτες και απάτριδες.

Εργαλειοποίηση των προσφύγων

Το κατεστημένο που συγκροτήθηκε σε σώμα από τη βαυαροκρατία, έσπρωχνε πάντοτε τους ανθρώπους με βαθιά και ειλικρινή πατριωτικά αισθήματα στο περιθώριο, τους θεωρούσε εχθρούς. Το 1922, στα επίσημα έγγραφα που αποστέλλει η κυβέρνηση στους Ευρωπαίους για συνδρομή στο προσφυγικό, επικαλείται τον κίνδυνο να γίνουν οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία μπολσεβίκοι εάν δεν τους παρασχεθεί άμεση και επαρκής βοήθεια. Αυτοί που καταστράφηκαν ολοσχερώς λόγω της άφρονος πολιτικής των βασιλικών και των βενιζελικών, θεωρούνταν εκ προοιμίου εν δυνάμει εχθροί στην εξουσία. Οι οποίοι θα είχαν κάθε λόγο να είναι εναντίον της γιατί κανένας δεν τους ρώτησε όταν έγινε η εκστρατεία με άμεση συνέπεια να αφανιστούν παραπάνω από δύο χιλιάδες ελληνικές κοινότητες που υπήρχαν στη Μικρά Ασία με εξαιρετικά αναπτυγμένους πολιτισμούς, με σχολεία, εκκλησίες, εμπόριο κ.λπ. Κανένας δεν τους έκλαψε στην Ελλάδα. Μάλιστα, οι ιθύνοντες πρόβαλαν ως επίτευγμα τους ότι έφεραν φτηνό εργατικό δυναμικό για να δουλέψει στα εργοστάσια και να ανεβάσει τη βιομηχανική παραγωγή ή ότι εγκατέστησαν σε ακατοίκητες περιοχές απ’ όπου αποχωρώντας οι μουσουλμάνοι Έλληνες υπήκοοι είχαν απομείνει σπίτια άδεια και χωράφια ακαλλιέργητα. Μια λογική που βλέπει τους ανθρώπους μόνο σαν χρήσιμα εργαλεία της πολιτικής. Δεν νοιάστηκε κανείς που καταστράφηκε ένας σπουδαίος πολιτισμός με ρίζες τριών χιλιάδων χρόνων. Ήταν αυτό αμελητέο; Μα χωρίς τον πολιτισμό μας είμαστε ένα μικρό ασήμαντο κρατίδιο και τίποτα παραπάνω. Αυτό που μας μεγεθύνει και μας δίνει διαστάσεις συμπαντικές είναι ο πολιτισμός και η ιστορία μας.

Σκότωσαν τον Καποδίστρια. Έφεραν τον Όθωνα και βαυαρικό στρατό για να κυβερνήσουν με πυγμή τη χώρα. Τριάντα χρόνια έμειναν οι Γερμανοί. Έφεραν τα ήθη και τους νόμους τους, έφεραν ακόμα και τις μουσικές τους για να τις επιβάλλουν στους Έλληνες. Η δημοτική μουσική θεωρήθηκε ανάξια λόγου, κατώτερο είδος, εξοστρακισμένη στα χωριά. Υποχρεωτικά ο ελληνικός λαός έπρεπε να ακούει μόνο όπερες και οπερέτες. Να αλλάξει εκ βάθρων κουλτούρα, να γερμανοποιηθεί, αγγλοποιηθεί, ιταλοποιηθεί και γαλλοποιηθεί.

Μετά, οι Άγγλοι εκδιώκουν τον Όθωνα που δεν τους έκανε όλα τα χατίρια και τοποθετούν τον Γεώργιο. Στο κτήμα τους. Και τότε οι βασιλιάδες δεν ήταν διακοσμητικοί, ασκούσαν τη μεγαλύτερη εξουσία. Στην Ελλάδα απαλλαχτήκαμε από το βραχνά μόλις το 1974!

…………….

Περνώντας στον 20ό αιώνα, από το 1900 μέχρι το 1923, πάνω από τρία εκατομμύρια Έλληνες ξεριζώνονται από τον τόπο τους. Το 1910 η Ελλάδα έχει δυόμισι εκατομμύρια κατοίκους. Και το 2013, με την κατάκτηση των βορείων εδαφών, έχει 4.7 εκατ. κατοίκους συμπεριλαμβανομένων των Τούρκων και Βουλγάρων που είναι πάνω από μισό εκατομμύριο. Κι άλλα δυόμισι εκατομμύρια περίπου Έλληνες κατοικούν στη Μικρά Ασία, την Πόλη, τα Βαλκάνια, τη Ρωσία κι αλλού. Στην αρχή του 20ου αιώνα, έχουν περάσει 70 χρόνια από την ίδρυση του κράτους, και οι αγρότες παραμένουν πάρα πολύ φτωχοί , αγράμματοι και πεινασμένοι, γι’ αυτό μεταναστεύουν μαζικά στην Αμερική για να κάνουν τις πιο βαριές δουλειές στα ανθρακωρυχεία, στις ρυπογόνες βιομηχανίες και στην έρημο όπου στήνουν σε αφόρητες συνθήκες τις γραμμές των τραίνων. Την ίδια περίπου εποχή ξεριζώνονται οι Έλληνες από τη Βουλγαρία.

Και οι πρόσφυγες του 1922 που καταφτάνουν κουρελήδες στην Ελλάδα ανέρχονται σε 1,2 εκατομμύρια, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι έχουν βρει καταφύγιο στην Αίγυπτο, τη Ρωσία, τη Γεωργία μέχρι και τη Λατινική Αμερική.

Τρία εκατομμύρια Έλληνες ξεριζωμένοι μέσα σε λίγα χρόνια. Κι αυτά εξαιτίας των πολιτικών. Ποιων πολιτικών και με ποιες πολιτικές; Και την ίδια περίοδο μαστίζεται ο τόπος από τον «εθνικό διχασμό», συγκρούονται οι βασιλικοί με τους βενιζελικούς και σχηματίζονται δύο κυβερνήσεις, στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Και κολλητά έρχεται η Μικρασιατική Καταστροφή. Και άλλο τι; Μια στρεβλή και επιφανειακή δημοκρατία με πρόσκαιρες αναλαμπές. Με αλλεπάλληλες χρεοκοπίες, πραξικοπήματα και δικτατορίες. Πάγκαλος, Κονδύλης, Πλαστήρας και στην κορυφή Μεταξάς, δικτατορία της 4ης Αυγούστου, φασιστική. Κι αμέσως πόλεμος και κυβέρνηση εγκάθετη, φιλοναζιστική! Για ποια Ελλάδα μας μιλούν οι ιθύνοντες;

Σε άλλη διάσταση, εκατομμύρια πρόσφυγες και γηγενείς που δεν έχουν ούτε πλούτη, ούτε προστατεύονται από την εξουσία, ούτε μπορούν να διαφύγουν με ανέσεις στο εξωτερικό, μένουν σε παράγκες και καλύβες, πολλοί μέχρι τη δεκαετία του 1950.

Διακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες πεθαίνουν στην Ελλάδα. «Γλιτώσαμε από το μαχαίρι του Τούρκου για να πεθάνουμε εδώ;» αναρωτιούνταν οι δύσμοιροι που έβλεπαν τα παιδιά και τους γέροντες να λιώνουν από την ελονοσία και τη φυματίωση καθώς τους εγκαθιστούσαν στα πιο αφιλόξενα και ανθυγιεινά μέρη.

Στο καινούργιο βιβλίο, ο έρωτας στο βουνό μέσα σε ένα ζεστό περιβάλλον συντροφικής αγάπης…

Δυσβάστακτο φορτίο

Αυτά όλα δημιούργησαν ένα τρομακτικό φορτίο στο σώμα των λαϊκών ανθρώπων από τις κακουχίες και φόρτισαν τη συνείδησή τους από την κάκιστη υποδοχή που τους επιφύλασσαν αυτοί που πραγματοποίησαν τον πόλεμο. Ένα δυσβάστακτο βάρος το οποίο κουβαλούν επί δεκαετίες. Ένα φορτίο που ενσωματώνεται στον κάθε απλό άνθρωπο, που όμως έχει μέσα του την ανάγκη να ξεφύγει από τον ασφυκτικό έλεγχο, την κακομεταχείριση και τη μιζέρια. Κι ο οποίος σε στιγμές όξυνσης, νιώθοντας ότι εξακολουθούν να μην τον υπολογίζουν και να τον χρησιμοποιούν, με έντονη την αίσθηση της αδικίας που υφίσταται, αποφασίζει να πάρει την αλλαγή της ζωής του στα χέρια του.

Πριν προλάβει, όμως, να σταθεροποιηθεί κάπου και να πάρει μια ανάσα, έρχεται νέο πελώριο τσουνάμι να τον σαρώσει. Του επιβάλλονται με πρωτοφανή αγριότητα οι Γερμανοί, Ιταλοί και Βούλγαροι. Ευρωπαίοι όλοι. Και πριν περάσει μια βδομάδα από την απελευθέρωση με την αναχώρηση των Γερμανών, οι Άγγλοι, ενώ ο πόλεμος δεν έχει ακόμα λήξει, αποβιβάζουν ένα τεράστιο στράτευμα στην Ελλάδα και με τα Δεκεμβριανά, χρησιμοποιώντας Ινδούς και Νεπαλέζους μισθοφόρους, εξολοθρεύουν δια πυρός και σιδήρου τους συμμάχους τους, τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Για να παραδώσουν στη συνέχεια τη σκυτάλη της κηδεμονίας στους Αμερικάνους με επακόλουθο τη νέα σφαγή των αγωνιστών και τις νέες άγριες διώξεις.

Όλα αυτά τα φοβερά μέσα σε μια δεκαετία; Σε μια μικρή χώρα; Σε ένα πληγωμένο λαό που ακόμα δεν έχει συνέλθει από τη Μικρασιατική Καταστροφή;

Δεν είναι το πιο φυσικό πράγμα, αυτός ο κόσμος, που υφίσταται διαρκείς καταστροφές, ξεριζωμούς, πολέμους και διωγμούς απ΄ όλη αυτή τη συμπαιγνία Ελλήνων και ξένων, να αντιδράσει δυναμικά σ’ αυτή την τεχνητή κακοδαιμονία; Και να ανέβει ακόμα και στο βουνό, δυο φορές, διεκδικώντας λίγη ανθρωπιά και δικαιοσύνη; Για να επαναφέρει και να διεκδικήσει τα ανεκπλήρωτα αιτήματα της Επανάστασης του ’21;

Όρια ανοχής

Κι όταν πλέον συντρίβονται οι αγωνιστές από υπέρτερες δυνάμεις, συνεχίζεται αμείλικτος ο διωγμός εναντίον τους. Αυτοί οι ήρωες, εργάτες, αγρότες, τεχνίτες, επιστήμονες, καλλιτέχνες και διανοούμενοι, η νεολαία, η αφρόκρεμα του πατριωτισμού, αντιμετωπίζονται από όλο το κρατικό οικοδόμημα, μαζί με τους παρατρεχάμενους της εξουσίας, ως «συμμορίτες» και «Βούλγαροι», μέχρι το 1981!

Τι άλλο χειρότερο να κάνουν στον ελληνικό λαό;

Ακόμα και τη γλώσσα του πολεμούν με μανία. Από την ίδρυση του κράτους μέχρι το 1976, δηλαδή πάνω από 140 χρόνια, έχουν αποκλείσει τη δημοτική γλώσσα ως κατώτερη και παράνομη! Και στην απογραφή του 1981, 1.7 εκατομμύρια πολίτες δηλώνουν ότι είναι αναλφάβητοι!

Πόσα να αντέξει αυτός ο κόσμος; Το ότι ξεσηκώθηκε και θυσιάστηκε είναι ο μεγαλύτερος τίτλος τιμής που του ανήκει.

Οι άνθρωποι που έχουν συναισθήματα, που έχουν τοπικά ήθη και έθιμα, έχουν ρίζες, που δεν έχουν ξεπουληθεί στους ξένους, που τραγουδούν και χορεύουν τσάμικα και ζεϊμπέκικα είναι γύρω μας. Αυτή η «βαθειά Ελλάδα» υπάρχει και πάντα εμφανίζεται δυναμικότερα στις κρίσιμες ώρες. Εξακολουθεί να είναι καταπιεσμένη, για μεγάλα χρονικά διαστήματα να παραμένει ανέκφραστη, αλλά διατηρεί ακόμα τους δικούς της τρόπους έκφρασης.

Στοιχείο αυτής της έκφρασης είναι και τα βιβλία της Κατίνας Λατίφη που, στην ευθεία για τα εκατό της χρόνια, εξακολουθεί να παρεμβαίνει στο δημόσιο διάλογο κρατώντας τη φλόγα αναμμένη γι’ αυτή τη «βαθειά Ελλάδα».

Δεν αξίζει στον Ελληνισμό να είναι αιώνια εξαρτημένος είτε με τις κατοχές και τις εξορίες, είτε με τις χούντες και τα μνημόνια και κάθε άλλο τρόπο που μηχανεύονται για να μας κρατούν πάντοτε σε καθεστώς υποτέλειας και εκμετάλλευσης. Κι αυτό είναι το κεντρικό νόημα της συνεισφοράς της Κατίνας Λατίφη. Αυτή γυναίκα, που ήδη ετοιμάζει το επόμενο βιβλίο της, συνεχίζει αυτό τον ωραίο αγώνα από το δικό της μικρό οχυρό.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!