του Γιώργου Κοντογιώργη

Όταν οι Λακεδαιμόνιοι θα εγκαλέσουν τους Αθηναίους ότι η ηγεμονία τους επί των συμμάχων πόλεων είναι τυραννική οι τελευταίοι θα τους αντιτείνουν ότι η δική τους ηγεμονία δεν διαφέρει από αυτήν που εγκαθίδρυσαν οι ίδιοι, αφού παντού μεταξύ των συμμάχων τους επέβαλαν την ολιγαρχική πολιτεία ενώ δεν παρέλειψαν να καταφύγουν στη βία οσάκις απαιτείτο για λόγους συμφέροντος.

Ο Θουκυδίδης αποδίδει την ανάδειξη της Αθήνας σε ηγεμονική δύναμη σε σειρά παραγόντων που ακολούθησαν τα Περσικά. Πρώτον, στην αποχώρηση των Λακεδαιμονίων από την ηγεσία των Ελλήνων. Δεύτερον, στην προθυμία των Αθηναίων να καλύψουν το κενό που άφησε η σπαρτιατική υποχώρηση. Τρίτον, στην ανάγκη των μικρασιατικών και νησιωτικών πόλεων να ελευθερωθούν και να προστατευθούν από την περσική απειλή.

Με τον καιρό, ωστόσο, η συμμαχία εξελίχθηκε σε ηγεμονία, με την έννοια ότι οι Αθηναίοι την κατέστησαν αναγκαστική, κατέλυσαν τη συλλογικότητά της, συγκρότησαν τους εσωτερικούς όρους μιας κλειστής πολιτικής «κοινότητας», ενώ έθεσαν αυτοί μόνοι τις κανονιστικές παραμέτρους και τον έλεγχο της εφαρμογής των. Ο Θουκυδίδης αποδίδει ευρέως τη μεθάρμοση της Αθήνας από ηγέτη σε ηγεμόνα στο γεγονός ότι οι σύμμαχοι παραιτήθηκαν συν τω χρόνω από τις δεσμεύσεις τους και επαναπαύθηκαν στη μέριμνα των Αθηναίων να τους προστατεύει.

Οπωσδήποτε, η διαλεκτική μεταξύ ηγεμονίας και ελευθερίας διέρχεται από την προσέγγιση της διακρατικής πολιτικής ως σχέσης δύναμης, όχι μόνο από πλευράς ηγεμόνα αλλά και από πλευράς του διεκδικούντος την ελευθερία και την αυτονομία του, συμπεριλαμβανομένης και της εξόδου του από τη συμμαχία. Κατά τούτο, διατρέχει το σύνολο του θουκυδίδειου έργου.

Χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις σε επίπεδο τεκμηρίωσης του δικαίου της ισχύος αποτελούν οι δημηγορίες που εκφωνήθηκαν στο πλαίσιο του διαλόγου μεταξύ Αθηναίων και Λακεδαιμονίων, με αφορμή υποθέσεις όπως εκείνες της Σάμου, της Μυτιλήνης, της Μήλου, της Σικελίας…. Ουδείς εκ των εμπόλεμων αρνείται ότι οι διακρατικές σχέσεις ανάγονται στον νόμο της ισχύος, οποιοδήποτε και αν είναι το πολιτειακό σύστημα της πόλης

 ΣΤΟ ΚΛΙΜΑ αυτό, είναι ενδιαφέρον να σταθεί κανείς στο πολιτεύεσθαι της δημοκρατίας, καθόσον αναδεικνύει εναργέστατα το γεγονός ότι διαφοροποιείται σαφώς η εσωτερική πραγματικότητα της πολιτείας έναντι της ασκούμενης εξωτερικής πολιτικής. Στο εσωτερικό της χώρας η πολιτική της δημοκρατίας προσεγγίζεται ως ελευθερία, ενώ στις διακρατικές σχέσεις ως δύναμη με την έννοια της τυραννίας.

Ο ίδιος ο Περικλής στη δημηγορία του στο δεύτερο έτος του πολέμου θα εξηγήσει στην Εκκλησία του Δήμου ότι η εξουσία που ασκούν οι Αθηναίοι στις διακρατικές σχέσεις, δηλαδή επί των συμμάχων τους, είναι αναγκαστική τυραννία και, ως εκ τούτου, τυραννικό το αποτέλεσμα της βούλησής τους να ηγεμονεύσουν επί των Ελλήνων. «Διότι η ηγεμονία σας κατήντησεν εξουσία τυραννική, της οποίας ημπορεί μεν να φαίνεται άδικος η απόκτησις, αλλ’ η από της οποίας παραίτησις είναι επικίνδυνος…. Διότι οι ποθούντες υπέρ παν άλλο την ησυχίαν δεν είναι ασφαλείς, εφόσον δεν παραστατούνται από ανθρώπους δράσεως, και μόνον εις κράτος υπήκοον συμφέρει η άνευ κινδύνων υποτέλεια, όχι εις κράτος το οποίον ασκεί ηγεμονίαν».

Ο Περικλής, εκφωνώντας την τελευταία του δημηγορία ενώπιον του αθηναϊκού Δήμου, θέλησε προφανώς να αφήσει μια παρακαταθήκη την οποία εγκαθιστά πέραν της συγκυρίας, ήτοι στο επίπεδο του ιστορικού παραδείγματος. Θα επισημάνει στους Αθηναίους ότι δεν αγωνίζονται, όπως οι άλλες πόλεις, για την ελευθερία ή τη δουλεία τους αλλά για την «αρχή», για την ηγεμονία επί των Ελλήνων. «Το να μισούμεθα και να είμεθα απεχθείς, υπό τας παρούσας περιστάσεις υπήρξεν ο κλήρος όλων ανεξαιρέτως όσοι επεδίωξαν να ηγεμονεύσουν επί άλλων, ο εκτιθέμενος όμως εις απέχθειαν, χάριν υψηλών σκοπών, ακολουθεί πολιτικήν ορθήν. Διότι το μίσος δεν διαρκεί πολύ, ενώ ό,τι αποτελεί την λαμπρότητα του παρόντος παραμένει και ως αείμνηστος δόξα του μέλλοντος».

Ο διάλογος που διεξάγεται μεταξύ Κλέωνα και Διόδοτου σχετικά με την αποστασία της Μυτιλήνης δεν αφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα ή στο μη δικαίωμα του υποτελούς συμμάχου να αποστατεί αλλά στην ένταση της τυραννίας. Ο Κλέωνας επικαλείται την ισχύ ως μέτρο καταστολής της αμφισβήτησης του ηγεμόνα την τιμωρία του συνόλου του πληθυσμού της Μυτιλήνης, ενώ ο Διόδοτος μόνον όσων πρωτοστάτησαν στην αποστασία, δηλαδή των ολιγαρχών.

Ο Κλέων εκφράζει την ακραία εκδοχή που προσεγγίζει την πολιτική με όρους γυμνής ισχύος, την οποία αντιδιαστέλλει με την πολιτική ως ελευθερία που επικρατεί στο εσωτερικό πεδίο της πόλης. Ο Διόδοτος, χωρίς να διαφοροποιείται ως προς τον σκοπό, προκρίνει μια πολιτική που συνδυάζει την επίκληση της ισχύος με την πολιτειακή αλληλεγγύη έτσι ώστε να γίνει αποδεκτή η ηγεμονία στην οικεία προς τη δημοκρατία μερίδα του πληθυσμού της πόλης.

Εν προκειμένω, από τον αντικείμενο διάλογο που παραθέτει ο Θουκυδίδης συγκρατούμε τις επισημάνσεις του Κλέωνα για τη θέση και τη λειτουργία της δημοκρατίας στο κρατοκεντρικό περιβάλλον, ιδίως από την πλευρά του ηγεμόνος, καθώς και των ηθικών διλημμάτων που συνδέονται με τη βαρβαρότητα του πολέμου. Ο Κλέων, προκειμένου να υποστηρίξει τη στρατηγική του έναντι του διστάζοντος αθηναϊκού Δήμου, έσπευσε να τον εγκαλέσει ότι αδυνατεί να ασκήσει ηγεμονία. Σημειωτέον ότι την προηγούμενη ημέρα ο Δήμος υιοθέτησε την εισήγησή του να επιβληθεί παραδειγματική τιμωρία στο σύνολο του πληθυσμού της Μυτιλήνης, όχι μόνο στους πρωταίτιους ολιγάρχες της αποστασίας, όπως αντιπρότεινε ο Διόδοτος, πλην όμως πείσθηκε να επανέλθει την επομένη για να επανεξετάσει την απόφασή του. Ο Κλέων υπενθυμίζει στον Δήμο το θεμελιώδες, ότι συγχέει την πολιτική ελευθεριότητα που βιώνει στο πλαίσιο της δημοκρατίας με τη διακρατική πολιτική που για τον ηγεμόνα είναι ταυτόσημη με την τυραννία. «Ούτε συλλογίζεστε ότι η ηγεμονία σας είναι εξουσία τυραννική [ὅτι τυραννίδα ἔχετε τὴν ἀρχὴν], ασκούμενη επί ανθρώπων, οι όποιοι σας επιβουλεύονται και υπόκεινται άκοντες εις την εξουσίαν σας. Οι άνθρωποι αυτοί υποτάσσονται εις σας, όχι χάριν των προς αυτούς ευεργεσιών, τας οποίας τους κάμνετε προς ιδικήν σας βλάβην, αλλ’ ένεκα της υπεροχής, την οποίαν σας εξασφαλίζει η δύναμίς σας και όχι η εύνοιά των».

Τόσο ο Κλέων όσο και ο Διόδοτος (στη συνέχεια του Περικλή με ακόλουθους τον Αλκιβιάδη και τους λοιπούς πολιτικούς ρήτορες της αθηναϊκής πολιτικής σκηνής) εγγράφονται με διαβαθμίσεις στο κρατοκεντρικό κλίμα που ορίζει τους όρους της ειρήνης και του πολέμου, τη διαφορά μεταξύ της ανθρωποκεντρικής ελευθερίας που βιώνεται στο εσωτερικό της πόλης και της πολιτικής βαρβαρότητας που υπαγορεύει ο κρατοκεντρισμός. Διαφορά φύσεως, μάλιστα, την οποία όποιος δεν συνεκτιμά είναι καταδικασμένος να καταβάλει το τίμημα με την ίδια την απώλεια της ελευθερίας του, με την ύπαρξή του. Το ζήτημα δεν αφορά στη δημοκρατία, επισημαίνεται ότι αποτελεί καθολικό φαινόμενο στον κρατοκεντρισμό ανεξαρτήτως πολιτείας.

Η προάσπιση της ελευθερίας της πόλης προϋποθέτει, επομένως, κυρίως την πρόληψη της απειλής στον κατάλληλο χρόνο, πριν ο εχθρός καταστεί τόσο ισχυρός ώστε να είναι δυσχερής η αντιμετώπισή του

ΣΤΟ ΕΝ ΛΟΓΩ πλαίσιο, το ερώτημα που εγείρεται είναι πώς θα επιτύχει ο ηγεμόνας την αποτροπή της αμφισβήτησης από τις «σύμμαχες» πόλεις. Η απάντηση για τους Αθηναίους απέληξε να είναι μονοσήμαντη: με την περιέλευση του συμμάχου στο καθεστώς του υπηκόου και στην πλήρη αδυναμία του να αντιτάξει αντίσταση στην ισχύ του. Ο ηγεμόνας θέτει από την πλευρά του το δίλημμα «υποταγή ή καταστροφή», ενώ ο αδύναμος έχει να επιλέξει μεταξύ «ελευθερίας, υποταγής ή καταστροφής».

Και στις τρεις περιπτώσεις η απάντηση που ο Θουκυδίδης αφήνει να διαφανεί στο ερώτημα «αντίσταση ή κατευνασμός / εξευμενισμός» είναι η αποτροπή: προετοιμασία και φρόνηση καθώς και επιλογή των κατάλληλων συμμαχιών που θα αντισταθμίσουν την απειλή του αντίπαλου ηγεμόνα και θα διασφαλίσουν την ελευθερία και τη σωτηρία της πόλης. Διαπιστώνει ότι οι Λακεδαιμόνιοι, ενώ παρατηρούσαν τη δυναμική της εκτατικής λειτουργίας των Αθηναίων, δεν μερίμνησαν ώστε να διατηρήσουν μια ισορροπία στους συσχετισμούς: «μολονότι αντιλαμβανόμενοι τούτο, όχι μόνον δεν επεχείρουν να τους εμποδίσουν, ειμή κατά συντόμους περιόδους, αλλά και ησύχαζαν τον περισσότερον καιρόν, διότι και πρότερον δυσκόλως απεφάσιζαν την ανάληψιν πολέμων, εκτός οσάκις εξηναγκάζοντο εις τούτο». Η κατάσταση αυτή εξακολούθησε έως τη στιγμή που «η δύναμις των Αθηνών ήρχισε να ογκώνεται κατά τρόπον καταφανή, και ήρχισαν να βάζουν χέρι επάνω εις τους συμμάχους των Λακεδαιμονίων».

Σε ό,τι αφορά τους συμμάχους, οι Κορίνθιοι στη συνέλευση των Πελοποννησίων θα προειδοποιήσουν όσους θεωρούν ότι δεν κινδυνεύουν άμεσα από τους Αθηναίους (επειδή «κατοικούν εις τα μεσόγεια μάλλον και όχι εις τα παράλια») ή διστάζουν να τους αντιμετωπίσουν «επιδιδόμενοι εις την τέρψιν, την οποίαν παρέχει η ησυχία της ειρήνης, να ανέχωνται ν’ αδικούνται (να υφίστανται την επιθετική πολιτική) από άλλους. Διότι και εκείνος που ενδοιάζει δι’ αυτόν τον λόγον να αναλάβη τον πόλεμον, ημπορεί να στερηθή πολύ γρήγορα την τέρψιν της αναπαύσεως, την οποίαν διστάζει να διακινδυνεύση». Σύντομα θα διαπιστώσουν ότι «θα έχουν δυσκολωτέραν την μεταφοράν των αγαθών της γης των προς την θάλασσαν και την ανταλλαγήν αυτών προς όσα από την θάλασσαν εισάγονται εις την ξηράν» ή θα κινδυνεύσουν να υποστούν όσα οι πόλεις που γνώρισαν την πολεμική μηχανή των Αθηναίων. Το παράδειγμα των Σαμίων προσφέρεται προς σκέψιν καθώς «ηναγκάσθησαν, κατά τον ένατον μετά την έναρξιν της πολιορκίας μήνα, να υποταχθούν διά συνθηκολογίας, κατά τους όρους της οποίας κατηδάφισαν τα τείχη των, έδωσαν ομήρους, παρέδωσαν τον στόλον των και ανέλαβαν την υποχρέωσιν να καταβάλουν τα έξοδα του πολέμου κατά τακτάς δόσεις».

Όπως θα επισημάνουν οι Κορίνθιοι πρέσβεις στη σύνοδο των πόλεων της Πελοποννησιακής Συμμαχίας ενόψει της τελικής απόφασης να εισέλθουν σε πόλεμο με τους Αθηναίους, «εις τους γενναίους επιβάλλεται, όταν αδικούνται, να εγκαταλείπουν την ειρήνην διά να αναλάβουν τον πόλεμον, και πάλιν να επανέρχωνται από τον πόλεμον εις την ειρήνην, ευθύς ως κρίνουν εύθετον την περίστασιν προς τούτο».

Τούτο συνεπάγεται ότι η πόλη οφείλει να προετοιμάζεται σε καιρό ειρήνης έτσι ώστε να διαθέτει τις κατάλληλες συμμαχίες, να είναι έτοιμη να προτάξει την αρμόζουσα άμυνα που να απαντά στους συσχετισμούς, και μάλιστα σε αρμονία με τη φιλοδοξία της, καθώς και να έχει επεξεργασθεί τα κατάλληλα στρατηγικά σχέδια με ρεαλισμό, γνώση και διάθεση θυσίας. Η προάσπιση της ελευθερίας της πόλης προϋποθέτει, επομένως, κυρίως την πρόληψη της απειλής στον κατάλληλο χρόνο, πριν ο εχθρός καταστεί τόσο ισχυρός ώστε να είναι δυσχερής η αντιμετώπισή του.

ΕΝΤΕΛΕΙ, η επίγνωση του συμφέροντος της χώρας και η διάθεση εκ μέρους της πολιτείας να το υπηρετήσει αποτελούν τον ακριβή ενδείκτη του πολιτεύεσθαι στον κρατοκεντρισμό. Πράγματι, «η ύφανση κοινότητος συμφερόντων είναι η ασφαλεστέρα βάσις δυνάμεως και διά τας πόλεις όπως και διά τους ιδιώτας». Πάνω από όλα όμως προϋποτίθεται η επίγνωση του γεγονότος ότι οι διακρατικές σχέσεις δεν συνέχονται με την εσωτερική τάξη της πολιτείας ή με την ηθική του βίου. Ορίζονται ως σχέσεις δύναμης και κατά τούτο όποιο και αν είναι το πολίτευμα της χώρας οφείλει να τις προσεγγίζει αναλόγως. Το γεγονός αυτό είναι ισχυρό τόσο για τον αδύναμο που επιδιώκει την ελευθερία του όσο και για τον ηγεμόνα εφόσον θέλει να διατηρήσει την «αρχή» του. 

* Απόσπασμα από το έργο του Γιώργου Κοντογιώργη, Η δημοκρατία και ο πόλεμος στον Θουκυδίδη, Εκδόσεις Ποιότητα, 2022, σελ. 171 επ

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!