του Γιώργου Πατέλη
Τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν συμφέρον να δημιουργήσουν κλίμα διπολισμού ώστε να συσπειρώσουν δυνάμεις, να ανεβάσουν ποσοστά και να πετύχουν ειδικούς στόχους: Ο ΣΥΡΙΖΑ να χάσει με ευπρόσωπο ποσοστό και μικρή διαφορά από την Ν.Δ. ώστε να μπορέσει να ανακάμψει. Το δε κόμμα του Κ. Μητσοτάκη, να κερδίσει με όρους αυτοδυναμίας, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει πιο εύκολα όσα δύσκολα έρχονται.
Ειδικότερα η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, όπως έχουμε επισημάνει ξανά, βασίστηκε το τελευταίο διάστημα σε δύο κυρίως πυλώνες. Ο ένας ήταν η φαντασμαγορία που θα συνόδευε τη λήξη του μνημονιακού προγράμματος. Ο δεύτερος, που μπήκε μπροστά εδώ και έναν περίπου χρόνο, ήταν η επίλυση του θέματος με την ΠΓΔΜ.
Μέσα από τον χειρισμό των δύο αυτών θεμάτων, το κυβερνητικό κόμμα σκόπευε να παρουσιαστεί σαν μια υπεύθυνη δύναμη που βγάζει την Ελλάδα από το τέλμα και κοιτάει μπροστά, επιλύοντας εκκρεμότητες του παρελθόντος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει η αντίθεση «λαός – πολιτικό σύστημα» να διοχετευτεί σε μια κατασκευασμένη αντίθεση ανάμεσα στη Δεξιά και την Ακροδεξιά από τη μια μεριά, και τις «δημοκρατικές δυνάμεις», με τον ίδιο στο επίκεντρο, από την άλλη. Η Ν.Δ., από την άλλη, απευθύνει κάλεσμα σε όλες τις δημοκρατικές και φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις της χώρας, με διακηρυγμένο στόχο να μπει τέλος στην ανίκανη και τυχοδιωκτική αριστερή κυβέρνηση
Το πρώτο στραπάτσο της στρατηγικής αυτής ήταν οι αντιδράσεις για το Μακεδονικό που έδειξαν πως υποτιμήθηκε ο αντίκτυπος ενός χρονίζοντος αλλά σημαντικού εθνικού θέματος. Κανείς δεν περίμενε τη μεγάλη αντίδραση που προκλήθηκε και τις διαδηλώσεις της τάξης των εκατοντάδων χιλιάδων σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα.
Από την άλλη μεριά, η προετοιμασία για μεταμνημονιακές φιέστες συνέπεσε με τη μεγάλη τραγωδία στην Αττική, κάνοντας τους κυβερνητικούς πανηγυρισμούς να φέρνουν το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Οι πολίτες αντιλαμβάνονται ότι η έξοδος από τα μνημονιακά προγράμματα δεν συνοδεύεται από κανένα σχέδιο ανάταξης της κοινωνίας και της χώρας. Ούτε πιστεύουν ότι ο δοκιμασμένος πολιτικός κόσμος, ο οποίος άλλωστε εκπροσωπείται σε όλο του το φάσμα στους υπουργικούς θώκους μετά τον τελευταίο ανασχηματισμό, έχει την πρόθεση ή τις ικανότητες για κάτι τέτοιο.
Μονομαχία για δύο
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, καθίσταται σαφές ότι η μεγάλη επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι μία. Να εγκαθιδρύσει πάσει θυσία την πόλωση εντός του πολιτικού συστήματος. Να μετατρέψει δηλαδή τη δυσαρέσκεια του κόσμου απέναντι σε αυτό, σε αντιπαράθεση στο εσωτερικό του.
Για να το πούμε ακόμα πιο απλοϊκά, ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει η αντίθεση «λαός – πολιτικό σύστημα» να διοχετευτεί σε μια κατασκευασμένη αντίθεση ανάμεσα στη Δεξιά και την Ακροδεξιά (που πρέπει να εμφανιστούν ταυτισμένες) από τη μια μεριά, και τις «δημοκρατικές δυνάμεις», από το Κέντρο ως την Αριστερά, με τον ίδιο στο επίκεντρο, από την άλλη.
Η Ν.Δ., από την άλλη, απευθύνει κάλεσμα σε όλες τις δημοκρατικές και φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις της χώρας, με διακηρυγμένο στόχο να μπει τέλος στην ανίκανη και τυχοδιωκτική αριστερή κυβέρνηση. Εμφανίζεται η αξιωματική αντιπολίτευση ως η λογική λύση για την χώρα και η εγγύηση για τον φιλελεύθερο και δυτικό χαρακτήρα οικονομίας και κοινωνίας, απέναντι σε μια ανεύθυνη και ιδεοληπτική παρέα.
Είναι, λοιπόν, και οι δύο (ΣΥΡΙΖΑ, Ν.Δ.) που θέλουν τη «μονομαχία», ώστε μέσω αυτής να εγκλωβίσουν τους ψηφοφόρους στα διλλήματα που θέτουν. Το κατά πόσο θα το πετύχουν, δηλαδή τι ποσοστό θα συγκεντρώσουν στις εκλογικές αναμετρήσεις μαζί οι δύο τους, είναι κλειδί για τις περεταίρω εξελίξεις.
Δεν είναι όμως μόνο το ποσοστό. Μετράει και ποιος θα είναι ο απόλυτος αριθμός ψήφων γιατί υπάρχει πάντα ο κίνδυνος μεγάλη μάζα ψηφοφόρων να απέχει από τις εκλογικές διαδικασίες. Κάτι τέτοιο, θα εμφανίσει τραυματισμένη την ικανότητα εγκλωβισμού, άρα και την αποτελεσματικότητα συνολικά της αστικής πολιτικής.
Οι κυβερνητικοί πάντως, προκειμένου να τροφοδοτήσουν τον διπολισμό, προσπαθούν να τροχοδρομήσουν κάθε γεγονός σε αυτές τις ράγες. Στην Παιδεία, να φανεί ότι η ελευθεριακότητα συγκρούεται με τον σκοταδισμό. Στα κοινωνικά θέματα, τα δικαιώματα απέναντι στη συντήρηση. Στα εθνικά, το μέτωπο της λογικής και της διαλλακτικότητας, απέναντι σε εθνικιστές, σωβινιστές και μισαλλόδοξους.
Στα χρόνια μετά το 2010, υπήρχε μια στιβαρή πλειοψηφία της τάξης του 80-90% που τοποθετούνταν ενάντια στα μνημόνια. Σε ένα θέμα όπως το Μακεδονικό, σχεδόν αντίστοιχα ποσοστά εναντιώνονται στη συμφωνία των Πρεσπών. Ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα, η απόρριψη είναι καθολική. Δεν είναι ασύνδετες οι πλειοψηφίες που ενώνονται σε κοινωνικά και εθνικά θέματα, όσο κι αν κάποιοι πασχίζουν να αποσυνδέσουν τα θέματα αυτά.
Η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να επιβιώσει εκλογικά και πολιτικά, είναι καταδικασμένη σε πλήρη αποτυχία σε τέτοιες συνθήκες, τη στιγμή που η φθορά του φαίνεται έτσι κι αλλιώς μη αναστρέψιμη κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
Αυτά εξηγούν και τις μεθοδεύσεις στη ΔΕΘ. Στις κινητοποιήσεις για το Μακεδονικό, έπρεπε με κάθε κόστος να μην εκφραστεί η λαϊκή δυσαρέσκεια. Το σκηνικό σύγκρουσης στήθηκε βδομάδες πριν. Η προπαγάνδα μαζί με την καταστολή επιστρατεύτηκαν ξανά χέρι-χέρι. Το φως αντιμάχεται με το σκοτάδι. Κομματικοί αυλικοί, δημοσιογράφοι, διανοούμενοι, και ΜΑΤ είναι εδώ για να πείσουν, ο καθένας με τον τρόπο του, όποιον δεν το καταλαβαίνει.
Ακροδεξιά: Βούτυρο στο ψωμί του Μαξίμου
Πολύς λόγος έγινε για τους ακροδεξιούς και φασιστικούς κύκλους και την παρουσία τους στις διαδηλώσεις στη ΔΕΘ. Δεν είναι η πρώτη φορά που η παρουσία αυτή αξιοποιείται κατά βούληση από τους κυβερνητικούς παράγοντες.
Ακόμα και τον περασμένο χειμώνα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, τότε που ο ρόλος τους ήταν περιορισμένος μέσα στα πολύ μαζικά συλλαλητήρια, οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί προσπάθησαν να μεγεθύνουν την παρουσία τους. Κι αυτό γιατί βολεύει η ταύτιση κάθε αντίθεσης στην κυβερνητική πολιτική για τα εθνικά θέματα, με την ακροδεξιά.
Τον Ιανουάριο στη Θεσσαλονίκη, εκατοντάδες χιλιάδες είχαν διαδηλώσει για το Μακεδονικό. Οι ακροδεξιοί δεν είχαν καταφέρει να δώσουν τον τόνο και υπήρξαν ακόμα και περιπτώσεις που αντιμετωπίστηκαν εχθρικά από τον κόσμο.
Τον Φεβρουάριο στην Αθήνα, ο Μίκης Θεοδωράκης δέχτηκε μια απίστευτη επίθεση από την κυβέρνηση και τα φιλικά της Μέσα. Ήθελαν πάσει θυσία να αποκόψουν κάθε δημοκρατικό, προοδευτικό ή αριστερό πολίτη από τις αντιδράσεις για το Μακεδονικό και η παρουσία του δεν «έδενε» με το αφήγημα ότι μόνο μισαλλόδοξοι και φασίστες διαφωνούν με την κυβερνητική-νατοϊκή λύση.
Από τη μεριά τους, οι φασιστικοί κύκλοι είναι σαφές ότι κανένα πραγματικό ενδιαφέρον δεν επιδεικνύουν για τα εθνικά θέματα. Ιστορικά, οι τάσεις αυτές είχαν πάντα προδοτική στάση στα εθνικά θέματα, με αποκορύφωμα τις περιπτώσεις της γερμανικής κατοχής και της Κύπρου.
Μόνο η πλήρης αδιαφορία έως και εχθρική στάση της Αριστεράς για τα εθνικά θέματα, η εκχώρηση του πατριωτισμού στη Δεξιά, καθιστούν ικανή την παρουσία τέτοιων κύκλων. Η σύνδεση της διάστασης αυτής με το κοινωνικό ζήτημα, καθήκον που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο ειδικά στις σημερινές συνθήκες, θα αφόπλιζε πλήρως αυτές τις μειοψηφικές δυνάμεις.
Έτσι, οι φασιστικές ομάδες επιχειρούν σήμερα να αξιοποιήσουν κάθε ευκαιρία για να παίξουν το δικό τους παιχνίδι. Ειδικότητά τους, τα κάθε λογής «πεσίματα» σε πρόσφυγες ή αναρχικούς και αριστερούς. Μέσα από τέτοιες επιθέσεις, ενδιαφέρονται να στρατολογήσουν κάποιο κομμάτι νεολαίας που φλερτάρει με τη βία, την παραβατικότητα και την επίδειξη δύναμης.
Η παρουσία τους στο δρόμο, δύο αποτελέσματα έχει. Από τη μια, με συνθήματα και εκφράσεις μίσους, λειτουργεί απωθητικά για τη μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου. Από την άλλη, ωφελεί 100% τον ΣΥΡΙΖΑ που επιδιώκει να παρουσιάσει σαν ακροδεξιά κάθε αντίδραση στην πολιτική του.
Είναι γνωστές από το παρελθόν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η Ασφάλεια υποκινεί βίαια επεισόδια για δικούς της σκοπούς. Μόνο αφελείς θα απέκλειαν κάθε τέτοια όσμωση, ειδικά όταν μιλάμε για τους ακροδεξιούς κύκλους. Σε κάθε περίπτωση, η δράση τους είναι το καλύτερο δώρο στην κυβέρνηση που στήνει ένα σκηνικό πόλωσης, εμφανιζόμενη σαν το αντίπαλο δέος στη μισαλλοδοξία και τον φασισμό.
Και να μην υπήρχαν, θα τους είχαν εφεύρει.
Γ.Πατ.