Αν επισκεφθείς το Καρλόβασι της Σάμου, λίγο έξω από την πόλη, σε μια έρημη περιοχή πλάι στη θάλασσα θα δεις να δεσπόζει ένα παλιό πέτρινο κτίριο, ένα κουφάρι πια…

Αν αφουγκραστείς τον άνεμο ίσως ακούσεις να σου διηγείται τη δική του ιστορία… Κάπως έτσι η Έλενα Χουσνή, με την οποία είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε και πάλι πριν από λίγους μήνες για το βιβλίο της «Το αγόρι με τη ριγέ μπλούζα», ανακάλυψε την ιστορία του κτιρίου αυτού που λειτούργησε ως «Λεπροκομείο» και μας χάρισε ένα πραγματικά συγκλονιστικό μυθιστόρημα, τις «Καταραμένες πολιτείες» (εκδόσεις Κύφαντα).

Με γλαφυρό τρόπο ζωντανεύει την εποχή της λειτουργίας αυτού του «Ιδρύματος», αλλά και τις ζωές των ανθρώπων. Τους αγώνες τους ακόμη και στην πλέον ζοφερή κατάσταση ώστε να αλλάξουν τα πράγματα.

Μια πανέμορφη ερωτική ιστορία, ένα αστυνομικό μυστήριο, η σύγκρουση των ανθρώπων, τα μικρά και μεγάλα συμφέροντα, οι προκαταλήψεις, η ανάγκη για να σωθεί η ιστορική μνήμη.

Ένα πολυδιάστατο μυθιστόρημα που ανοίγει πλήθος θεμάτων και ανάμεσά τους τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την τουριστική ανάπτυξη. Ένα θέμα που θα πρέπει αν μας απασχολήσει εις βάθος και όχι επιδερμικά.

 

Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο

 

Τι είναι αυτό που σε οδήγησε να διαλέξεις ένα τέτοιο θέμα;
Είναι νομίζω η πρώτη φορά που δεν έκανα συνειδητή επιλογή. Όλα ξεκίνησαν από μια έρευνα για το ερειπωμένο κτίριο στο Λεπροκομείο Καρλοβάσου με μια ομάδα φίλων. Χωρίς καμία απολύτως πρόθεση να γράψω μια ιστορία, λογοτεχνική εννοώ. Ωστόσο, όσο οι ιστορίες των ανθρώπων ζωντάνευαν, όσο διάβαζα για αυτή την βιβλική ασθένεια, όσο το θέμα της λέπρας γινόταν στο μυαλό μου, η αφορμή, το πρόσχημα, ένα γόνιμο χωράφι να μιλήσω για θέματα που με απασχολούν, η ιστορία γεννήθηκε, με ένα παραληρηματικό τρόπο, σε ελάχιστο χρόνο.

Πώς αντέδρασε η κοινωνία της Σάμου στην έκδοση του βιβλίου;

Εξαιρετικά υποστηρικτικά. Κοιτάξτε, η κοινωνία της Σάμου και ειδικότερα του Καρλοβάσου ακόμη και την δύσκολη εποχή που η νόσος της λέπρας δημιουργούσε φόβο και αποστροφή, στάθηκε κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους. Ήταν πολλοί αυτοί που έσπευσαν να βοηθήσουν με κάθε τρόπο ώστε να κάνουν την ζωή των ασθενών πιο υποφερτή. Η επιστροφή λοιπόν σε εκείνη την εποχή, σε εκείνο το κτίριο και ότι σηματοδοτεί, έγινε δεκτή με ευαισθησία και προκάλεσε έναν διάλογο γύρω από την σημασία συντήρησης τέτοιου είδους κτιρίων. Το πιο σημαντικό όμως, για μένα, είναι η κουβέντα γύρω από το πώς μια κοινωνία οφείλει να αντιμετωπίσει τους πάσχοντες. Όχι με την απομόνωση και τον αποκλεισμό, αλλά με την συνδρομή και την βοήθεια. Και αυτό είναι το ζητούμενο, αν μπορεί κανείς να μιλά για ζητούμενο στην λογοτεχνία. Να μιλάμε, να μην κρύβουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί, και τους ανθρώπους σε απομονωμένα κτίρια. Τίποτε δεν λύνεται έτσι. Το μόνο που πετυχαίνουμε είναι να αναπαράγουμε τον φόβο και τον πόνο και να δημιουργούμε πολύ κακά αντανακλαστικά ως κοινωνία και ως άτομα.

 

Μπορεί το βιβλίο σου να συμβάλλει στην ανάδειξη του συγκεκριμένου χώρου;
Ελπίζω πως ναι. Το συγκεκριμένο κτίριο έχει υποστεί πολύ μεγάλη φθορά αλλά παραμένει εξαιρετικά όμορφο σε μια τοποθεσία ειδυλλιακή. Η μνημοσύνη ακόμη και όταν αυτή αναδεικνύεται μέσα από τα κτίρια είναι υγιές «σύμπτωμα» μιας κοινωνίας. Γιατί το να αναμετράσαι με το παρελθόν σου, με ειλικρίνεια και τόλμη, σημαίνει πως είσαι έτοιμος να προχωρήσεις, πως έχεις το κουράγιο να σταθείς απέναντι στα λάθη σου, να τα αναγνωρίσεις, να επουλώσεις τις πληγές και άρα να προχωρήσεις με πιο σταθερό, πιο σίγουρο, πιο ασφαλή βηματισμό. Σε ένα επίπεδο συμβολικό λοιπόν αλλά και ουσιαστικό, δεν γιατρεύεις τις πληγές ενός κτιρίου απλά, αλλά τον ίδιο σου τον εαυτό. Και αυτή η διαδικασία μόνο πιο δυνατούς μπορεί να μας βγάλει όλους.

 Αν και συγγραφείς όπως η Καζαντζάκη ή ο Κορνάρος είχαν γράψει για τη λέπρα, ωστόσο στην Ελλάδα φαίνεται να ανακαλύψαμε το ζήτημα με το «Νησί». Πώς το κρίνεις αυτό;
Για μένα ήταν θετικό που το θέμα αναδείχθηκε από την Xίσλοπ. Ξέρετε, βοήθησε και η χρονική απόσταση ασφαλείας. Όταν έγραφαν η Καζαντζάκη και ο Κορνάρος –ήταν πραγματικά πολύ γενναίο που το τόλμησαν την εποχή εκείνη– κανείς δεν ήθελε να μιλά για το θέμα, κανείς δεν ήθελε να μπει στη θέση των λεπρών, κανείς δεν ήθελε να τους καταλάβει. Ήταν οι μιαροί που έπρεπε πάση θυσία να απομονωθούν για να μην μολύνουν και τους υπόλοιπους. Ο φόβος και η άγνοια ήταν σε δυσθεώρητα ύψη. Το να γράφεις όμως σήμερα, όταν έχει περάσει τόσος καιρός, οι περισσότεροι από τους τότε τροφίμους των λεπροκομείων έχουν φύγει από την ζωή, η ασθένεια θεραπεύεται και το στίγμα έχει υποχωρήσει αρκετά, δεν είναι το ίδιο. Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό για μένα, να μην αποφεύγουμε θέματα ταμπού και είναι θετικό όταν η λογοτεχνία καταπιάνεται με αυτά. Επίσης θέλω να πω ότι για μένα «Η Άρρωστη Πολιτεία» της Γαλάτειας Καζαντζάκη είναι ένα αριστουργηματικό κείμενο. Ο χρόνος δε γραφής του –το 1914 πρωτοδημοσιεύθηκε– όταν συνέβαιναν όσα σας είπα πριν, δείχνει μια ανοιχτωσιά μυαλού, μια λογοτεχνική ενσυναίσθηση, μια τόλμη μοναδική.

Να μιλάμε, να μην κρύβουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί, και τους ανθρώπους σε απομονωμένα κτίρια

Βασίστηκες σε πραγματικά γεγονότα; Που τελειώνει η ιστορία και που αρχίζει ο μύθος;
Όχι, όλη η ιστορία είναι τελείως φανταστική εκτός από ένα επιμέρους περιστατικό που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Παρ` ότι υπήρχε άφθονο υλικό από τις αφηγήσεις και τις συνεντεύξεις, επέλεξα να φτιάξω μια ιστορία εξ αρχής. Ήθελα να κινείται σε δύο επίπεδα, σε δύο χρόνους, το τότε και το σήμερα. Το τότε είναι η δεκαετία του `50 όταν δηλαδή βρέθηκε το φάρμακο και λίγο πριν. Και με αυτή την μεταφορά από τον έναν χρόνο στον άλλο, προσπάθησα να δείξω πως οι παλιές ιστορίες, δεν θάβονται, δεν ξεχνιούνται, δεν «απολυμαίνονται» με το να τις αγνοείς. Επανέρχονται και διεκδικούν το τέλος που τους αξίζει.

 

Πάντως υπάρχει και η αστυνομική πλοκή στο βιβλίο σου. Γιατί επέλεξες εν τέλει αυτή τη φόρμα;
Παρ` ότι το βιβλίο δεν είναι αστυνομικό, υπάρχει πράγματι μια αστυνομική πλοκή. Δεν ήταν συνειδητό αυτό αρχικά αλλά προέκυψε με την εξέλιξη της ιστορίας καθώς οι ήρωες δρούσαν και το σκηνικό σύγκρουσης του παρελθόντος με το παρόν, οι ανοιχτές πληγές και τα «χρωστούμενα» έπρεπε με κάποιο τρόπο να βρουν την δικαίωσή τους. Αλλά κυρίως ήθελα να δείξω ότι η αδικία, η αναίτια «τιμωρία», το άχθος της άδικης απομόνωσης μπορεί να οπλίσει και το χέρι του πιο αθώου. Οι αδικαίωτοι νεκροί και οι ανοιχτοί λογαριασμοί κουβαλούν ένα τεράστιο συναισθηματικό φορτίο. Κάπου αυτό θα εκτονωθεί…

 

(*) Η φωτογραφία της συγγραφέως είναι της Ελεάννας Κωνσταντάκη.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!