Ανακοινώθηκαν πριν μερικές μέρες από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) τα στοιχεία του ΑΕΠ για το 2020. Σύμφωνα με αυτά το ΑΕΠ, σε τρέχουσες τιμές, μειώθηκε κατά 17,6 δισ. ευρώ ή -9,6% και έφτασε τα 165,8 δισ. Η μείωση εμφανίζεται μικρότερη (-8,2%) αν το ΑΕΠ υπολογιστεί με δείκτες όγκου, γεγονός που αξιοποιεί η κυβέρνηση και τα επιτελεία της για να δείξουν καλύτερο οικονομικό αποτέλεσμα. Σε κάθε περίπτωση, είτε με τρέχουσες τιμές είτε με δείκτες όγκου, πάντοτε με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η χώρα ξεπέρασε το κατώτερο σημείο του ΑΕΠ κατά την περίοδο των μνημονίων (2016) και βρίσκεται πλέον στο επίπεδο του 2002! Σωρρευτικά η μείωση του ΑΕΠ, σε σταθερές τιμές, έχει φτάσει πλέον στα -63,3 δισ. ευρώ ή -27,3% από το 2009. Συγκριτικά δε με τον μέσο όρο της ευρωζώνης η Ελλάδα το 2020 κινήθηκε σημαντικά χειρότερα.

Στα επιμέρους μεγέθη, σε σταθερές τιμές, η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε κατά -5% και οι ακαθάριστες επενδύσεις κατά -0,6%. Οι δε δημόσιες δαπάνες αν και αυξήθηκαν κατά 4,5% αποδείχθηκαν και εκ του αποτελέσματος ανεπαρκείς να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Ειδικά όσο αφορά τις επενδύσεις, η κυβέρνηση μπορεί να λέει πολλά αλλά αυτό που συνεχίζει να γίνεται είναι αποεπένδυση. Για τρίτο χρόνο οι επενδύσεις μειώνονται σε απόλυτο ύψος. Όμως ακόμα και αυτό το μέγεθος είναι ουσιαστικά πλασματικό καθώς είναι ακαθάριστες, δεν έχουν δηλαδή αφαιρεθεί οι αποσβέσεις. Αν αφαιρεθούν και αυτές (η ΕΛΣΤΑΤ δεν αναφέρει σχετικά στοιχεία) η αποεπένδυση συνεχίζει να λαμβάνει τεράστιες διαστάσεις αρχής γενομένης το 2008.

Συνεπώς μετά από 11 χρόνια μνημονίων η οικονομία της Ελλάδας όχι μόνο δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι αλλά συνεχίζει και εξαιτίας της πανδημίας τον κατήφορο. Η ελληνική οικονομία χωρίς να βγει από την κρίση των μνημονίων μπήκε στη οξύτατη νέα κρίση της πανδημίας.

Η κυβέρνηση, που εκτιμούσε το τελευταίο διάστημα μείωση του ΑΕΠ πάνω από 10%, με την παρουσίαση των παραπάνω στοιχείων βρήκε ευκαιρία, με τη συνοδεία των Μέσων Ενημέρωσης που μπουκώνει με χρήμα άμεσα και έμμεσα, να πανηγυρίσει και να κάνει δηλώσεις για την ανθεκτικότητα της οικονομίας.

Προσωρινά καλυμμένα προβλήματα

Τα μεγέθη που προαναφέραμε από μόνα τους δείχνουν την οικτρή κατάσταση της οικονομίας. Ως χώρα αποτελούμε παγκόσμιο φαινόμενο. Μετά από 11 χρόνια κρίσης βρισκόμαστε κοντά στο -30% από το επίπεδο παραγωγής πριν την κρίση. Όμως αυτά για την κυβέρνηση αποτελούν πλέον μια «κανονικότητα» για την οποία δεν χρειάζεται να δώσει ούτε βαρύτητα στην εξέτασή τους ούτε εξηγήσεις στο λαό. Εξάλλου έχουν συμβάλλει σε αυτό, δίνοντας ελαφρυντικά στη σημερινή κυβέρνηση, εκείνοι που πρόδωσαν τις υποσχέσεις τους και τις προσδοκίες του λαού για μια διαφορετική πορεία και τον οδήγησαν στην απογοήτευση και στην εκτίμηση «όλοι ίδιοι είσαστε».

Το μέλλον που υπόσχεται η κυβέρνηση είναι ηπιότερα μνημόνια. Να πάρουμε χρήματα –πολλά από τα οποία είναι δανεικά– και να χρηματοδοτήσουμε τις εισαγωγές και τους μεγαλοεπιχειρηματίες

Τα παραπάνω σοκαριστικά μεγέθη μπορεί να αποδειχθούν ως η κορυφή του παγόβουνου καθώς, στον τομέα του εμπορίου και σε μεγάλο μέρος της παραγωγής που επικρατούν μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι πραγματικές συνέπειες και οι πολλαπλασιαστικές αρνητικές επιδράσεις τους στην οικονομία θα καταγραφούν στη συνέχεια. Για πολλές επιχειρήσεις –όσο πιο μικρή τόσο μεγαλύτερο το πρόβλημα– υπάρχουν πολλά ερωτηματικά για το κατά πόσο θα μπορέσουν στην πορεία να ανοίξουν, όταν τερματιστούν τα lockdown ακορντεόν, κυρίως όμως να επιβιώσουν στην επόμενη μέρα. Οι πολύπλευρες, συσσωρευμένες υποχρεώσεις ενός έτους αποτελούν θηλιά στο λαιμό τους. Μόνο για τον τραπεζικό δανεισμό γίνεται λόγος για 10 και πλέον δισ. ευρώ νέα κόκκινα δάνεια. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν συσσωρευμένες οφειλές σε φόρους, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, οφειλές υπό εκκαθάριση μεταξύ ιδιωτών κ.λπ. Συνεπώς μετά από ένα οδυνηρό «στραπάτσο» της ελληνικής οικονομίας το 2020, το 2021 ενδεχόμενα κρύβει πολλές προβληματικές καταστάσεις, πέρα από τις άμεσες, μετρήσιμες συνέπειες του συνεχιζόμενου λοκντάουν.

Η συρρίκνωση του ΑΕΠ επιδρά άμεσα σε έναν από τους κρισιμότερους δείκτες για την ελληνική οικονομία. Το δείκτη δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ. Παράλληλα οι υποχρεωτικές παρεμβάσεις του δημοσίου, έστω και ανεπαρκώς, για να καλυφθούν ορισμένες στοιχειώδεις ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας αυξάνουν τα ελλείμματα και κατ’ επέκταση το δημόσιο χρέος. Με αυτά ο δείκτης δημοσίου χρέους έφτασε το 2020 στο 207% του ΑΕΠ και το χρέος τα 343 δισ. ευρώ. Έτσι το μη βιώσιμο κατά το ΔΝΤ ελληνικό δημόσιο χρέος γίνεται όλο και επαχθέστερο.

Τα χρήματα από την Ε.Ε. δεν αποτελούν τη λύση

Έναντι αυτής της ασφυκτικής οικονομικά κατάστασης η κυβέρνηση και ο προπαγανδιστικός της μηχανισμός έχουν βρει τη συνταγή της «θεραπείας». Είναι τα χρήματα από την Ε.Ε. Η συζήτηση ξεκίνησε πριν από ένα χρόνο ακριβώς με το Ταμείο Ανάκαμψης και τα τελικά 32 δισ. ευρώ που αναλογούν στην Ελλάδα. Όμως ένα χρόνο μετά και είμαστε ακόμα στο «περίμενε» καθώς η γραφειοκρατία των Βρυξελλών για διασφάλιση δικής της και του εντολέα της (Γερμανική Ευρώπη) δεν έχει ολοκληρώσει ακόμα τις διαδικασίες. Συνεπώς τα πρώτα χρήματα για την καταστροφή που ξεκίνησε τον Μάρτη του 2020 θα έρθουν στην καλύτερη περίπτωση από το καλοκαίρι και μετά.

Παράλληλα όμως σήμερα, το μέγεθος αυτό των 32 δισ. ευρώ το φουσκώνουν και με ό,τι άλλο «θα» δοθεί φθάνοντας μέχρι το 2030! Ενώ η οικονομία συρρικνώνεται σήμερα η κυβέρνηση αθροίζει χρήματα από ευρωπαϊκά προγράμματα μέχρι το 2030 και τα σερβίρει ως θεραπεία στην τρέχουσα κατάσταση. Μιλά για καθαρό όφελος 56,5 δισ. ευρώ μέχρι το 2030 ή 4% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση. Πέρα από το χρονικό ορίζοντα, ξεχνά συνειδητά ότι όλα αυτά τα χρήματα δεν είναι επιδοτήσεις. Ένα μεγάλο μέρος τους είναι δάνεια και θα δοθούν με συγκεκριμένους όρους. Όχι ακριβώς μνημονιακούς –με τον τρόπο που δόθηκαν κατά το παρελθόν στην Ελλάδα όπως έχει ενημερώσει ο κ. Ρέγκλιγκ– αλλά με πιο «ελαστικούς»!

Το σύνολο των χρημάτων που θα δοθούν τώρα και στο μέλλον θα εντάσσονται σε συγκεκριμένα προγράμματα. Όπως έγινε και στο παρελθόν. Η Ελλάδα παίρνει εδώ και δεκαετίες χρήματα από τα ευρωπαϊκά ταμεία. Τα αποτελέσματα καταγράφηκαν με τα μνημόνια και τα τρέχοντα νούμερα, μιας ουσιαστικά χρεοκοπημένης χώρας, όπως τα αναφέραμε παραπάνω. Όμως τα χρήματα αυτά ήρθαν στην Ελλάδα όπως θα έρθουν και τα επόμενα. Απλά θα συνεχιστεί με την ανοχή και την εποπτεία του σάπιου πολιτικού συστήματος η «αξιοποίησή» τους με κριτήριο την εξυπηρέτηση των εντολών της γερμανικής Ευρώπης και ό,τι μένει να πάει στα «δικά μας παιδιά» αλλά και σε εκείνα με τα μεγάλα πορτοφόλια. Όπως ακριβώς γινόταν μέχρι τώρα.

Έτσι, σύμφωνα με το πρόγραμμα κυβέρνησης και Ε.Ε. θα ενισχύσουμε π.χ. την πράσινη οικονομία καταργώντας τον ελληνικό λιγνίτη, εισάγοντας ηλιακά πάνελ από τη Γερμανία για φωτοβολταϊκά καθώς και ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Αυτή είναι μία από τις προτεραιότητες αλλά αρκετά ενδεικτική για το τι θα γίνει. Η Ε.Ε. θα φαίνεται ότι χρηματοδοτεί την ελληνική οικονομία ενώ στην πράξη θα επιδοτεί τη γερμανική και στην Ελλάδα θα κάνουν μπίζνες οι κατασκευαστικές με τα νέα επιχειρηματικά σχήματα. Μόνο που τώρα, από τους δρόμους που κατασκεύαζαν, χρεώνοντας αρκετές φορές πάνω συγκριτικά με την πραγματική οικονομία και το μέσο κόστος στην Ε.Ε., περνούν στην πράσινη ανάπτυξη με τις επιδοτήσεις για παραγωγή ενέργειας αφού προηγούμενα καταργείται από την κυβέρνηση κάθε μέτρο προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος για να τις διευκολύνει.

Αυτό ονομάζεται ανάπτυξη και όραμα για το μέλλον από την παρούσα κυβέρνηση αλλά και σύσσωμο το πολιτικό σύστημα καθώς οι διαφορές μεταξύ τους δεν είναι στην ουσία αλλά στις λεπτομέρειες.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!