του Θανάση Μουσόπουλου*

Ο βορειοθρακιώτης Κώστας Βάρναλης (1884-1974) που τόσα πρόσφερε στον νεοελληνικό λόγο, τον ποιητικό, τον πεζό, τον δοκιμιακό, σε αρκετά κείμενά του μιλά για την Επανάσταση και τον Αγώνα του ελληνικού λαού. Ενδεικτικά, σ’ αυτό το κείμενό μου, θα προσεγγίσουμε κάποια ενδιαφέροντα σημεία, σε σχέση με τον τρόπο που βλέπει τον Διονύσιο Σολωμό και την προσφορά του, το γλωσσικό και γενικότερα τον χαρακτήρα της Επανάστασης.

Θα ξεκινήσουμε από το έργο του «Φιλολογικά Απομνημονεύματα». Ο Κώστας Βάρναλης στο διάστημα 17 Φεβρουαρίου ως τις 11 Αυγούστου 1935 δημοσίευσε μια σειρά κειμένων στην εφημερίδα Ανεξάρτητος με τη μορφή επιφυλλίδων. Τα κείμενα τούτα συγκεντρώθηκαν και με την επιμέλεια του Κ.Γ. Παπαγεωργίου εκδόθηκαν το 1980 (Κέδρος) με τον τίτλο «Φιλολογικά Απομνημονεύματα».

Προτού παρουσιάσουμε το σημαντικό αυτό έργο Θρακογνωσίας, να σημειώσουμε κάτι που παρατηρεί στο εμπεριστατωμένο κείμενο βιβλιοπαρουσίασής του ο Δημ. Πλατανίτης (Διαβάζω, τ.47/Νοέμβριος 1981): «Στα “Φ.Α.” του ανατέμνονται γεγονότα πολιτικά και κοινωνικά, παγκόσμια και τοπικά, που προκάλεσαν όχι μόνο κοινωνικές εξελίξεις, αλλά και επηρέασαν τη φιλολογική ζωή και χάραξαν νέους δρόμους στη μορφή και το περιεχόμενο της λογοτεχνικής παραγωγής.»

Έχουμε ενδιαφέροντα στοιχεία, ήδη από την περίοδο που ζούσε στην πατρίδα του, τον Πύργο της Βόρειας Θράκης/Ανατολικής Ρωμυλίας. Με πίκρα θυμάται τη σιωπή μπροστά στον Διονύσιο Σολωμό, όταν το 1902 γιορτάστηκαν τα 100 χρόνια του. Σημειώνει: «Κανένας καθηγητής μας δεν έκανε λόγο για τον μεγάλο ποιητή… Ο πιο σημαντικός άνθρωπος στην πνευματική ζωή της νέας Ελλάδας έπρεπε ν’ αγνοείται από τους αληθινούς Έλληνες γιατί ήτανε… χυδαϊστής. Για να μάθει ένας Ρωμιός τη γλώσσα του και να γνωρίσει του πνευματικούς θησαυρούς της φυλής του, πρέπει να κάνει μοναχός του αυτή τη δουλειά αρχίζοντας από το άλφα.»

Σε άλλο σημείο παρατηρεί: «Ο δημοτικιστικός αγώνας ήτανε συνέχεια της επανάστασης του ’21, μια προσπάθεια της πιο φωτισμένης, της αληθινά πρωτοπόρας αστικής μειοψηφίας να ολοκληρώσει τις κατακτήσεις της νικήτριας τάξης της.»

Στην Ελλάδα ήρθε το 1903, σπούδασε στη Φιλοσοφική της Αθήνας, διορίστηκε στην Αργαλαστή Πηλίου και στα Μέγαρα. «Κάποια χρονιά που είχα συγκεντρωμένα στην Γ΄ ελληνικού πολλά καλά παιδιά, τους δίδαξα ολάκερο τον “Εθνικόν ύμνο” του Σολωμού, που δεν το είχε το πρόγραμμα. Βρέθηκε αμέσως ο “επιστήμονας” του χωριού να με καταγγείλει στο Υπουργείο ότι υπονομεύω την αθάνατον ημών γλώσσαν άτε διδάσκων εις τους παίδας τον “Εθνικόν ύμνον”! Πού να το φανταζότανε ο Σολωμός ότι ο ύμνος του θα μπορούσε να χρησιμέψει για τεκμήριο εθνικής προδοσίας. Και το Υπουργείο με κάλεσε “εις απολογίαν”.»

***

Εκτός από τα θέματα της γλώσσας ο Κώστας Βάρναλης αναφέρεται σε γενικότερα ζητήματα που σχετίζονται με την Επανάσταση του 1821. Παραθέτουμε λίγα χαρακτηριστικά δείγματα:

«Η ελληνική αστική τάξη είχε να παλέψει και με τον Τούρκο κυρίαρχο και με τα φεουδαρχικά στοιχεία του φαναριωτισμού, του κοτζαμπασιδισμού. Κατόρθωσε να νικήσει τον Τούρκο με τη συμμαχία του Φαναριώτη αριστοκράτη και του Κοτζαμπάση της Ρούμελης, του Μοριά, μα στο τέλος νικήθηκε απ’ αυτούς. Ο φιλελεύθερος και προοδευτικός αστός τύπου Ρήγα Φεραίου δε μπορούσε να σταθεί μέσα στο φεουδαρχικό πνεύμα που επικράτησε στην Ελλάδα μετά την επανάσταση […] Αφού κυριαρχούσανε οι φεουδάρχες και οι αριστοκράτες, ήταν φυσικό οι πρώτοι ν’ αδιαφορούνε για το λαό, οι δεύτεροι να τον περιφρονούνε αυτόνε και τη γλώσσα του. Η γλώσσα του λαού λογιζότανε χυδαία και “λείψανον της δουλείας”.»

«Η Λευτεριά του Σολωμού κι η Αρετή του Κάλβου / ξανάρθανε στην πατρικιά τους γη του Εικοσιένα»

«Η αντίδραση είχε κοινωνικό της φορέα τα φεουδαρχικά στοιχεία της άρχουσας τάξης, του κοτζαμπάσηδες και τον ανώτερο κλήρο. Αυτά τα φεουδαρχικά στοιχεία όντας τα ισχυρότερα του έθνους μετά την επανάσταση του ’21, κατόρθωσαν να πάρουνε στα χέρια τους την πολιτική εξουσία για πολλά χρόνια. Και μαζί με την πολιτική εξουσία πήρανε και την πνευματική. Επιβάρυνε στο ασχημάτιστο ακόμα έθνος το ιδεολογικό τους περιεχόμενο».

«Η επανάσταση του ’21 ήτανε αυθόρμητη, θεληματική εξέγερση του λαού (όχι με…  υποχρεωτική θητεία!) ενάντια στον ξένο καταχτητή κι ενάντια στον ντόπιο σύμμαχο του καταχτητή, τον κοτζαμπάση. Είχε λοιπόν όλη του την ηθική δικαίωση. Είχε ιδανικό. Είχε το κατάλληλο ψυχολογικό πλαίσιο για ηρωισμούς. Όπως όλες οι επαναστάσεις, εθνικές ή κοινωνικές».

***

Θα επανέρθουμε στον Διονύσιο Σολωμό. Συνεχίζουμε ειδικότερα με τον δοκιμιακό του λόγο, από τα έργα του «Σολωμικά» και «Αισθητικά-Κριτικά», τ. Β΄. Ο Βάρναλης το 1925 δημοσίευσε το έργο του «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική». Στον μεταγενέστερο τόμο έχει περικόψει κάποια σημεία. Διαβάζουμε κάποια σημεία: «Ξέρουμε, πως ο Σολωμός τα πρώτα μαθήματα γλώσσας και ποιητικής ελληνικής τα πήρε από το δημοτικό τραγούδι κι από την κρητική λογοτεχνία […] Το ποιόν της ατμόσφαιρας, μέσα στην οποία γεννήθηκε ο Σολωμός, Ελευθερία, Ισότητα, Δημοκρατία, Επανάσταση, Ορθός λόγος, Υπέρτατον Όν, αρχαιολατρία κ.λπ.»

Στην ενότητα «Ποιητική ανδραγαθία» ο Βάρναλης αναφέρεται στον Σολωμό, τον Κάλβο και τον Κοραή. Κανένας δεν τους κατηγόρησε που δεν πήγαν να πολεμήσουν στην Επανάσταση «Γιατί, απλούστατα, κ’ οι τρεις αυτοί μεγάλοι άντρες του Γένους ήτανε με το Γένος κι όχι εναντίον του. Κι αυτός είναι ο ηρωισμός τους κι η τιμή τους κ’ η αθανασία τους».

Ειδικότερα για τον Διονύσιο γράφει: «Ο Σολωμός έβαλε σκοπό του τη διαφώτιση, το ξύπνημα, το φρονηματισμό του έθνους για την πραγμάτωση του μεγαλύτερου ιδανικού όλων των λαών και των εποχών: της Ελευθερίας! Της πολιτικής, της κοινωνικής, της πνευματικής. Έτσι στάθηκε στο ύψος της αποστολής του. Κ’ έτσι μονάχα μπορεί να χαρακτηριστεί ο λαμπρότερος κι ο ηρωικότερος μεταξύ όλων των πνευματικών αγωνιστών του Εικοσιένα, αγωνιστών του Έθνους κι όχι του εαυτού τους ή της τάξης τους!»

***

Ο Κώστας Βάρναλης μιλώντας για το 1821 φέρνει σαν χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Διονύσιο Σολωμό, τις ιδέες και το έργο του, που το 1957 γιορτάστηκαν «Τα εκατόχρονα του Σολωμού». Πιστεύω ότι τα ίδια θα έλεγε και για τον εορτασμό των 200 χρόνων από το 1821. Γράφει:

«Οι μόνοι, που έχουνε το δικαίωμα να γιορτάσουνε τη μνήμη του Σολωμού και του Ρήγα δεν είναι οι Ακαδημίες, τα Πανεπιστήμια, οι Στέγες και οι Εταιρείες. Είναι οι Άη Στράτηδες, τα Γιούρα, τα Ιτζεντίν, οι Κέρκυρες κτλ. Εκεί, που σαπίζουν κ’ οι σημερινοί αγωνιστές της ελευθερίας, της εθνικής ανεξαρτησίας και της δημοκρατίας […] Οι γιορτές αυτές για τον πρόδρομο και πρωτομάρτυρα της Ελευθερίας και για το βάρδο της Επανάστασης δεν μπορεί να κλειστούνε μέσα στα στενά φράγματα δυο βιογραφιών. Φουντώνουνε, σπάζουνε τα φράγματα και ξεχύνονται σ’ όλη την Ελλάδα».

Και σφραγίζει τον λόγο του: «Ποτές ο Σολωμός και το έργο του δεν είχανε τόσην επικαιρότητα όσο σήμερα. Μέσα στα εκατό χρόνια που πέρασαν από το θάνατο του Ποιητή, ποτές η Πατρίδα δεν είχε τόσην ανάγκη της παρουσίας του […] Η εθνική ελευθερία του “Ύμνου”, η ηθική ελευθερία των “Πολιορκημένων” κ’ η πνευματική ελευθερία του “Διαλόγου” εξακολουθούνε να είναι τα πιο θετικά αιτήματα του λαού μας. Και στον αγώνα του για την κατάχτηση των τριών αυτών αγαθών, ο Σολωμός ήτανε κ’ είναι ο πρώτος οδηγός. Αλλά και μια τέταρτη ελευθερία πήρε τη θέση του πιο φλογερού ιδανικού της ανθρωπότητας σήμερα: η κοινωνική ελευθερία, και για την πραγμάτωση τούτης της ελευθερίας ο Σολωμός είναι και πάλιν ο πρώτος οδηγός».

Κλείνοντας θα δούμε κάποιους στίχους του Βάρναλη από την μεταθανάτια ποιητική συλλογή «Ελεύθερος κόσμος»:

Ο λαός δεν πεθαίνει

Η Λευτεριά του Σολωμού κι η Αρετή του Κάλβου
ξανάρθανε στην πατρικιά τους γη του Εικοσιένα,
όπου «διπλή παράδεισο» κι όπου «γλυκύς ο ύπνος».
Κι η μια στης άλλης πέσανε την αγκαλιά και κλαίνε.
Όχου! μανάδων κλάηματα και βρόντημ’ αλυσίδων
και των ηρώων τα κόκαλα στη λάσπη πατημένα! …
«Μητέρα η μεγαλόψυχη» των ξένων βιλαέτι!
Μάιδε πατρίδα κι ανθρωπιά και μνήμη· δε φελάνε! […]
—Λαός δεν είν’ αυτό που βλέπετε, είναι πολιτεία.
Θα τονε βρείτε δουλευτή κι αγωνιστή σε κάμπο,
σε θάλασσα, σε φάμπρικα, σε κάτεργα, σε τάφους.
Αυτός πατρίδα κι ανθρωπιά, το σήμερα και τ’ αύριο
και το μεγάλο χτες. Και στ’ άγιο βήμα της ψυχής του,
σεις, Αρετή και Λευτεριά, στημένες στον αιώνα.
Κι είναι μαζί του όλ’ οι λαοί του κόσμου αναστημένοι
κι «όθε χαράζει, ώσπου βυθά», του ηλιού το δρόμο παίρνουν
για σε, Αρετή και Λευτεριά, με το σπαθί στο χέρι.

* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας και ποιητής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!