Tι φέρνει στην επιφάνεια το συνταγματικό δημοψήφισμα

Της Αριάδνης Αλαβάνου

Με τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος της περασμένης Κυριακής για την αναθεώρηση του τουρκικού συντάγματος του 1982, ο Ρ.Τ. Ερντογάν αναδύεται, σύμφωνα με μια πρώτη ανάγνωση, κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού. Όχι μόνο γιατί η θετική ψήφος συγκέντρωσε το 58% των ψηφοφόρων. Αλλά γιατί με τη στρατηγική που ακολούθησε κατόρθωσε αφ’ ενός να ακυρώσει την επιχειρούμενη αλλαγή εικόνας του βασικού αντιπάλου του, του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, και να περιθωριοποιήσει το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης, που παρά την οξυμένη ρητορική του έχασε ψήφους σε όλα τα προπύργιά του και θεωρείται ο κατ’ εξοχήν ηττημένοςκαι αφ’ ετέρου γιατί το ΑΚΡ  κατόρθωσε δημιουργήσει θετικές προοπτικές για τις κοινοβουλευτικές εκλογές του επόμενου έτους και να αυξήσει τον έλεγχο σε δύο δικαστικά σώματα τα οποία είχαν απειλήσει στο παρελθόν ακόμη και με διάλυση το κυβερνών κόμμα.
Το μόνο κόμμα της αντιπολίτευσης που μπορεί να ισχυριστεί ότι το μήνυμά του είχε μια αυξημένη βαρύτητα είναι το φιλοκουρδικό Κόμμα Ειρήνη και Δημοκρατία που κάλεσε σε μποϊκοτάζ και υποστηρίχθηκε από μεγάλο ποσοστό ψηφοφόρων στις νοτιο-ανατολικές και ανατολικές περιοχές της Τουρκίας, όπου κατοικεί κουρδικός πληθυσμός.

Οι αναθεωρημένες διατάξεις
Οι 26 τροπολογίες που ενέκριναν οι Τούρκοι ψηφοφόροι αφορούν τη σύνθεση του Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανώτατου Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων, ενισχύουν τα πολιτικά δικαστήρια έναντι των στρατιωτικών και αίρουν την ασυλία των στρατιωτικών που είχαν εμπλακεί στο πραξικόπημα του 1980. Ενισχύουν επίσης τα δικαιώματα των γυναικών και διευρύνουν τις προστασίες των παιδιών, των ηλικιωμένων και των αναπήρων, ενώ επεκτείνουν τα δικαιώματα συλλογικής διαπραγμάτευσης και απεργίας στον δημόσιο τομέα.
Αν και είναι μάλλον βέβαιο ότι η πλειοψηφία των Τούρκων ψηφοφόρων δεν γνώριζε αναλυτικά τι ακριβώς αλλάζει, η μεγάλη προτίμηση προς το “Ναι” αντανακλά μια ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση. Επίσης, αντανακλά και το γεγονός ότι η πολεμική των αντιπολιτευόμενων κομμάτων (πλην του φιλοκουρδικού που κινήθηκε σε πολύ διαφορετικό μήκος κύματος και ορισμένων κομμάτων της Αριστεράς) φάνηκε αβάσιμη και η πολιτική τους ταυτίστηκε με θεσμούς, όπως ο στρατός και το δικαστικό σώμα, που έχουν παίξει εξαιρετικά αντιλαϊκό ρόλο την περασμένη τριακονταετία. Η δε προσπάθεια του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος να δείξει ένα πιο “αριστερό” προφίλ μετά την ανάληψη της ηγεσίας από τον Κ. Κιλιτσντάρογλου δεν έπεισε.
Αυτά τα κόμματα βλέπουν το δικαστικό σώμα —το οποίο έχει ένα ιστορικό λήψης αποφάσεων με βάση πολιτικές προκαταλήψεις, όπως στην περίπτωση της διάλυσης του κουρδικού κόμματος τον Δεκέμβριο του 2009-, το στρατό και την κρατική γραφειοκρατία ως θεματοφύλακες της αντίληψης περί κοσμικού κράτους και εθνικισμού που διατηρούν οι εύπορες αστικές ελίτ των παράκτιων περιοχών της χώρας. “Το επίδικο ανάμεσα στο ΑΚΡ και αυτές τις ελίτ ήταν αν το σύστημα μπορεί να ανεχθεί μια επανερμηνεία της κοσμικότητας και του εθνικισμού πιο προσαρμοσμένη στην έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος και στον εθνοτικό και πολιτισμικό πλουραλισμό” (Foreign Policy Magazine 15/9 – άρθρο του νομικού Asl Ü. Bâli του Πανεπιστημίου του Λος Άντζελες).
Πρόκειται δηλαδή για δύο διαφορετικές προσεγγίσεις μέσα στο τουρκικό κατεστημένο και η προσέγγιση Ερντογάν μάλλον είναι πιο προσαρμοσμένη στη μεταβαλλόμενη εσωτερική και εξωτερική πραγματικότητα της Τουρκίας.

Συμπεριφορά  ψηφοφόρων

Τους τελευταίους μήνες, εν όψει του δημοψηφίσματος, η Τουρκία έζησε μια πρωτοφανή πολιτικοποίηση. Ο πολιτικός ανταγωνισμός είχε ως αποτέλεσμα να εισέλθει στο κεντρικό πολιτικό παιχνίδι μεγάλος αριθμός απλών πολιτών στις πόλεις και στην ύπαιθρο, οι οποίοι εκ των πραγμάτων κλήθηκαν να πάρουν θέση μέσα σε μια ατμόσφαιρα διαφορετική από εκείνη των εκλογών του 2007. Είχαν μεσολαβήσει σοβαρές πολιτικές εντάσεις με την υπόθεση Εργκένεκον, το Σχέδιο Βαριοπούλα, τη “δημοκρατική πρωτοβουλία για το Κουρδικό” που έμεινε μετέωρη, με την επανάληψη των ανταρτικών δράσεων του ΡΚΚ, από τον περασμένο Ιούνιο. Αλλά και η αφύπνιση του εργατικού κινήματος, ύστερα από τη μεγάλη απεργία των εργαζόμενων στην υπό ιδιωτικοποίηση κρατική εταιρία Τεκέλ (απεργία 77 ημερών) και τη μεγάλη πρωτομαγιάτικη διαδήλωση των 250.000 στην Πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης έπαιξε βασικό ρόλο.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και η κατανομή των ψήφων σε όλη τη χώρα παρουσιάζει μια πολύ πιο περίπλοκη κατάσταση απ’ αυτή που μπορεί να δηλώνει το 58% του “Ναι” και το 42% του “Όχι”. = Το μποϊκοτάζ/αποχή, η οποία υπολογίζεται στο 70% όσον αφορά τις κουρδικές περιοχές, δείχνει ότι υπάρχει μια διαφορετική, παράλληλη πραγματικότητα. Η συμμετοχή των Κούρδων κυμάνθηκε σε πολύ χαμηλά επίπεδα, από το 9 έως το 40%, αλλά όσοι ψήφισαν προτίμησαν το “Ναι” σε σημαντικά ποσοστά. Σε ορισμένες κουρδικές περιοχές, η συμμετοχή στην ψηφοφορία ήταν αρκετά υψηλή, φτάνοντας μέχρι και το 76,9%. Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός π.χ. ότι Κούρδοι επιχειρηματίες, όπως εξάλλου πολλές επιχειρηματικές ενώσεις, είχαν ταχθεί υπέρ της συνταγματικής αναθεώρησης και ότι μέσα στην κουρδική κοινότητα οι διαθέσεις ήταν ανάμεικτες μετά τη υιοθέτηση της “δημοκρατικής πρωτοβουλίας” και την εισαγωγή της κουρδικής γλώσσας σε σχολειά και ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς. Ήταν λοιπόν αναμενόμενο ορισμένα τμήματα του κουρδικού πληθυσμού που επιθυμούν την ειρηνική διευθέτηση του Κουρδικού προβλήματος να φοβούνται την ενίσχυση του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος και του εθνικιστικού κόμματος και κατά συνέπεια του στρατιωτικού και δικαστικού κατεστημένου από το οποίο έχουν υποφέρει πολλά.
Στις δυτικές περιοχές της χώρας και στις παράκτιες περιφέρειες, από την Ανδριανούπολη μέχρι τη Χατάι –με εξαίρεση την Κωνσταντινούπολη, τις επαρχίες του Μαρμαρά και τις περιφέρειες της Μαύρης Θάλασσας– επικράτησε το “Όχι”. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις παράκτιες περιοχές κατοικούν στρώματα με υψηλότερο οικονομικό και κοινωνικό στάτους και ποσοστό εγγραμματοσύνης.

Αριστερά και συνδικάτα
Στην κατακερματισμένη τουρκική Αριστερά, με εξαίρεση το Επαναστατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Κόμμα Ισότητα και Δημοκρατία, που υποστήριξαν τη συνταγματική αναθεώρηση, καθώς και ορισμένα κόμματα και ομάδες που υποστήριξαν το μποϊκοτάζ ή το άκυρο, τα κόμματα της παραδοσιακής γραμμής, όπως το Τουρκικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το Κόμμα Ελευθερίας και Αλληλεγγύης (συνασπισμός οργανώσεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς που ανήκει στο Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς), το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Εργατικό Κόμμα, τάχθηκαν κατά της αναθεώρησης, βάσει μιας ευρύτερης πολιτικής αντίληψης που υποστηρίζει τον κεμαλισμό έναντι της επίφοβης ισλαμοποίησης. Οι συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες κράτησαν μια τάση υπέρ του “Ναι” ή του “Όχι” ανάλογα με τις πολιτικές συγγένειες. Η Turk Is ήταν υπέρ του “Όχι”, αλλά χωρίς να λάβει ανοιχτά θέση στην εκλογική μάχη. Η Hak Is (ισλαμική) ανοιχτά υπέρ του “Ναι”. Η DISK (που πρόσκειται στο Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα) έδωσε μάχη για το “Όχι”. Η KESK στην οποία ασκεί κάποια επιρροή η ριζοσπαστική Αριστερά δεν πήρε θέση, ενώ μερικά τμήματά της, όπου έχουν δύναμη οι Κούρδοι τάχθηκαν υπέρ του μποϊκοτάζ.
Ως προς τη στάση των εργαζομένων δεν μπορεί να μην συνεκτιμηθούν οι επιπτώσεις της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής του ΑΚΡ, οι απολύσεις, οι ιδιωτικοποιήσεις, οι εισοδηματικές ανισότητες, η φτώχεια, όσο κι αν η συνταγματική αναθεώρηση δεν έθιγε άμεσα τέτοια ζητήματα.

Η επόμενη μέρα
Το δημοψήφισμα, όσο μπορεί να κρίνει κανείς από τον κυρίαρχο τουρκικό Τύπο, δεν αποτελεί το τέλος αλλά την αρχή εξελίξεων. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η χώρα είναι τριχοτομημένη πολιτικά, και ζητούν από τον Ρ. Τ. Ερντογάν να πάρει μέτρα με ρεαλισμό. Δηλαδή, να αντιληφθεί, αφ’ ενός, ότι η λαϊκή στήριξη στο Κόμμα Ειρήνη και Δημοκρατία και κατ’ επέκταση στο ΡΚΚ είναι εδραιωμένη και άρα είναι λάθος να μην προχωρήσει την πρωτοβουλία στο Κουρδικό, λόγω “εθνικών ευαισθησιών”, ακόμη και να συνομιλήσει με τον Α. Οτσαλάν, και μάλιστα τάχιστα, πριν λήξει η εκεχειρία που έχει κηρύξει το ΡΚΚ, στις 20 Σεπτεμβρίου, υπό την προϋπόθεση ότι οι “ένθεν και ένθεν” εθνικισμοί θα μετριαστούν.
Στην ίδια λογική, κατά την αντίστροφη φορά, άλλοι ζητούν να υπάρξουν πολιτικές παραχωρήσεις προς τις εύπορες ελίτ των δυτικών περιοχών, που εκπροσωπεί το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, και να υπάρξουν συγκλίσεις και ισορροπίες, ιδιαίτερα εν όψει της σύνταξης ενός εξ ολοκλήρου νέου συντάγματος και τη μετατροπή της Τουρκίας σε προεδρική δημοκρατία, μέσα από γενικές εκλογές, υπενθυμίζοντας ότι το 58% δεν ανήκει στο ΑΚΡ και ότι το 42% δεν είναι ποσοστό που μπορεί να αγνοηθεί. Το πρόβλημα των εθνικών ταυτοτήτων και αυτό της σχέσης ανάμεσα στην έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος και στον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους φαίνεται να κυριαρχούν. Όμως, δεν μπορούν να συγκαλύψουν το κοινωνικό πρόβλημα που συναρτάται και με το ένα και με το άλλο και τα υπερκαθορίζει όλο και περισσότερο, καθώς το χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς διευρύνεται, παρά τις εντυπωσιακές οικονομικές επιδόσεις της Τουρκίας τούτο το έτος.

Info: Από τα 74,8 εκατομμύρια τουρκικού πληθυσμού δικαίωμα ψήφου είχαν τα 49,5. Η συμμετοχή κυμάνθηκε στο 78%. Υπέρ της συνταγματικής τροποποίησης ψήφισε το 58% κατά το 42%. Η αποχή στις κουρδικές περιοχές κυμάνθηκε στο 70%.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!