Στις 2 Αυγούστου, στην πρώτη συνάντηση αυτού που θα γινόταν το Occupy Wall Street, περίπου μια ντουζίνα άνθρωποι καθίσαμε σε έναν κύκλο στο Μπόουλινγκ Γκριν.

Η αυτοδιορισμένη «επιτροπή εργασίας» για ένα κοινωνικό κίνημα που απλώς ελπίζαμε ότι μια μέρα θα υπάρξει, κατέληξε κατόπιν σκέψεως σε μια σημαντική απόφαση. Το όνειρό μας ήταν να δημιουργήσουμε μια Γενική Συνέλευση της Νέας Υόρκης: το μοντέλο για δημοκρατικές συνελεύσεις, που ελπίζαμε να δούμε να ξεπηδούν σ’ ολόκληρη την Αμερική. Αλλά πώς θα λειτουργούσαν στην πράξη αυτές οι συνελεύσεις;
Οι αναρχικοί, στη μάζωξη αυτή, διατύπωσαν μια πρόταση που φαινόταν, εκείνη τη στιγμή, τρελά φιλόδοξη. Να αφήσουμε τις συνελεύσεις να λειτουργήσουν ακριβώς όπως αυτή η επιτροπή: με συναίνεση.
Ήταν, αν μη τι άλλο, ένα μεγάλο ρίσκο, γιατί, όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, κανένας δεν είχε καταφέρει κάτι τέτοιο στο παρελθόν. Η λήψη αποφάσεων διά της συναίνεσης είχε εφαρμοστεί με επιτυχία σε ολιγομελή συμβούλια –ομάδες ακτιβιστών, οργανωμένες σε θεματικές ομάδες, που η καθεμιά εκπροσωπούνταν από έναν ομιλητή–, αλλά ποτέ σε μαζικές συνελεύσεις σαν αυτή που προσδοκούσαμε στη Νέα Υόρκη. Ακόμα και οι Γενικές Συνελεύσεις στην Ελλάδα και την Ισπανία δεν το είχαν επιχειρήσει. Ωστόσο, η συναίνεση ήταν η προσέγγιση που συμφωνούσε περισσότερο με τις αρχές μας. Έτσι επιχειρήσαμε το άλμα.
Τρεις μήνες αργότερα, εκατοντάδες συνελεύσεις, μεγάλες και μικρές, λειτουργούν τώρα με τη διαδικασία της συναίνεσης σε ολόκληρη την Αμερική. Οι αποφάσεις λαμβάνονται δημοκρατικά, χωρίς ψηφοφορία, με γενική συμφωνία. Σύμφωνα με τη συμβατική σοφία αυτό είναι αδύνατον, αλλά συμβαίνει — κατά τον ίδιο περίπου τρόπο που άλλα ανεξήγητα φαινόμενα όπως ο έρωτας, η επανάσταση ή η ζωή η ίδια (από την σκοπιά, ας πούμε, της φυσικής των σωματιδίων) συμβαίνουν.
Η διαδικασία της άμεσης δημοκρατίας που υιοθετήθηκε από το Occupy Wall Street έχει βαθιές ρίζες στην ιστορία του αμερικανικού ριζοσπαστισμού. Την είχαν εφαρμόσει ευρέως το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα και οι Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία. Αλλά η σημερινή της μορφή έχει αναπτυχθεί μέσα από κινήματα όπως ο φεμινισμός, πνευματικές παραδόσεις (τόσο των Κουακέρων όσο και των ιθαγενών Αμερικανών), αλλά και μέσα από τον ίδιο τον αναρχισμό. Ο λόγος για τον οποίο ο αναρχισμός έχει τόσο σθεναρά ενστερνιστεί την άμεση, βασισμένη στη συναίνεση δημοκρατία, ταυτιζόμενος μαζί της, είναι γιατί αυτή ενσαρκώνει την πιο θεμελιώδη αρχή του: όπως οι άνθρωποι, όταν τους συμπεριφέρεσαι σαν να είναι παιδιά, ενεργούν σαν παιδιά, ο τρόπος να ενθαρρύνεις τους ανθρώπους να δράσουν σαν ώριμοι και υπεύθυνοι ενήλικες είναι να τους αντιμετωπίζεις σαν τέτοιους.
Η συναίνεση δεν είναι ένα σύστημα ομοφωνίας∙ ένα «μπλοκάρισμα» δεν είναι μια αρνητική ψήφος, αλλά ένα βέτο. Σκεφτείτε το σαν ένα Ανώτατο Δικαστήριο που παρεμβαίνει δηλώνοντας ότι μια πρόταση παραβαίνει θεμελιώδεις ηθικές αρχές — μόνο που σε αυτή την περίπτωση η τήβεννος του δικαστή ανήκει στον καθένα που έχει κουράγιο να τη φορέσει. Το ότι οι συμμετέχοντες γνωρίζουν ότι μπορούν, στη στιγμή, να σταματήσουν εντελώς μια διαβούλευση, αν το θεωρήσουν ζήτημα αρχής, δεν σημαίνει μόνο ότι σπάνια το κάνουν. Σημαίνει επίσης ότι ο συμβιβασμός σε ήσσονος σημασίας σημεία γίνεται ευκολότερα∙ η πορεία προς μια δημιουργική σύνθεση είναι πραγματικά η ουσία της όλης υπόθεσης. Στο τέλος, έχει μικρότερη σημασία το πώς καταλήγουμε σε μια τελική απόφαση –με ένα κάλεσμα για «μπλοκάρισμα» ή με μια πλειοψηφία διά της ανατάσεως των χεριών– δεδομένου ότι ο καθένας μπορούσε να παίξει ένα ρόλο στη διατύπωση και την επαναδιατύπωσή της.
Ίσως να μην μπορέσουμε ποτέ να αποδείξουμε, μέσω της λογικής, ότι η άμεση δημοκρατία, η ελευθερία και μια κοινωνία που βασίζεται σε αρχές όπως η ανθρώπινη αλληλεγγύη είναι εφικτές. Μπορούμε μόνο να το δείξουμε μέσω της δράσης (μας). Σε πάρκα και πλατείες, σε ολόκληρη την Αμερική, οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να γίνονται μάρτυρες μιας τέτοιας διαδικασίας, καθώς έχουν αρχίσει να συμμετέχουν. Οι Αμερικανοί μεγαλώνουμε μαθαίνοντας ότι η ελευθερία και η δημοκρατία είναι οι απόλυτες αξίες μας, ότι η αγάπη μας για την ελευθερία και τη δημοκρατία είναι το στοιχείο που μας καθορίζει ως λαό –ακόμα και αν, υπορρήτως αλλά διαρκώς– διδασκόμαστε ότι γνήσια ελευθερία και δημοκρατία δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει στ’ αλήθεια.
Την στιγμή που θα συνειδητοποιήσουμε την απάτη αυτής της διδαχής θ’ αρχίσουμε να ρωτάμε: Πόσα ακόμη «ακατόρθωτα» πράγματα μπορεί να καταφέρουμε; Και είναι εκεί, είναι εδώ, που αρχίζουμε να θεσμίζουμε το ακατόρθωτο.

 

του DAVID GRABER

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!