Με αυτό τον στίχο ξεκινά ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου ένα τραγούδι αναφοράς στον αναρχικό ήρωα της ταινίας των αδελφών Ταβιάνι Ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκκορα. Στην ταινία οι Ταβιάνι επιχειρούν να αφηγηθούν την ιστορία τού Τζούλιο Μανιέρι, ενός φλογισμένου επαναστάτη, που μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα κολλεκτιβοποίησης σε ένα μικρό χωριό, οδηγείται στην ισόβια απομόνωση. Όταν μετά από δέκα χρόνια έρχεται σε επαφή με νέους αγωνιστές διαπιστώνει πως τόσο ο ίδιος όσο και οι ιδέες τους έχουν πια ξεχαστεί. Η ιστορία τού Τζούλιο μοιάζει λίγο με τη μοίρα των αναρχικών στην Ελλάδα.

Η «Άνοιξη των Λαών» του 1848, που συγκλόνισε τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και οδήγησε τους Μαρξ και Ένγκελς να γράψουν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, είχε και κάποιες παράπλευρες συνέπειες που αφορούν την ελληνική κοινωνία. Μετά την καταστολή των εξεγέρσεων στις ιταλικές πόλεις μεγάλος αριθμός καταδιωκόμενων ριζοσπαστών καταφεύγει στην ελληνική επικράτεια. Έτσι, την εποχή που ο Μπακούνιν στήνει οδοφράγματα στην Δρέσδη, μερικοί ομοϊδεάτες του ξεκινούν το έργο των σοσιαλιστικών ιδεών στην ελληνική κοινωνία. Για μερικές δεκαετίες, και παρά την πρωτοφανή καταστολή, οι αναρχικοί πρωταγωνιστούν τόσο στους κοινωνικούς αγώνες (σταφιδική κρίση, στάσεις, εξεγέρσεις) όσο και στην οργάνωση του πρώιμου εργατικού κινήματος. Μετά όμως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως μετά την ισχυροποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος στα απόνερα της Οκτωβριανής Επανάστασης, το ελευθεριακό ρεύμα σταδιακά εγκαταλείπει το προσκήνιο. Όταν επανεμφανίζεται σχεδόν 50 χρόνια μετά, στο τέλος της δικτατορίας, είναι πια ξένο σώμα για την ελληνική κοινωνία.

Η παρέμβασή του στους μαζικούς χώρους είναι σχεδόν ανύπαρκτη με εξαίρεση, ίσως, το μεταδικτατορικό εργοστασιακό κίνημα. Παρά την αριθμητική του αύξηση, στις αρχές τής δεκαετίας του ’80, δεν καταφέρνει να οργανωθεί σε πολιτικές δομές και έτσι ξεφουσκώνει στις αρχές τής επόμενης δεκαετίας. Τη δεκαετία του 2000 δυο γεγονότα θ’ αλλάξουν σταδιακά αυτή την πορεία. Το πρώτο είναι το φοιτητικό κίνημα του 2006-7. Παρότι σε αυτό κυριαρχούν οι δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, οι δεκάδες αναρχικές πρωτοβουλίες καταφέρνουν να χρωματίσουν αρκετά στοιχεία της αναμέτρησης. Μπορεί το ρεύμα να αποκάλυψε εκεί την οργανωτική και πολιτική του ανεπάρκεια, όμως η παρουσία του στους μαζικούς σπουδαστικούς χώρους είχε εδραιωθεί. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο την αριθμητική του αύξηση αλλά κυρίως την ποιοτική του αναβάθμιση. Το δεύτερο γεγονός ήταν η εξέγερση του Δεκεμβρίου τού 2008. Το αναρχικό ρεύμα απέδειξε ότι μπορούσε να συντονιστεί με τα πιο αποκλεισμένα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, να δράσει επιθετικά σε βαθμό που ν’ αποτελέσει κίνδυνο για το καθεστώς. Παρά το ότι η εξέγερση ανέδειξε σε κάποιο βαθμό τα όρια της πολιτικής του δράσης και η αντιεξεγερτική αντίδραση φαινομενικά επικράτησε, ο Δεκέμβρης άφησε ανεξίτηλο στίγμα στην ελληνική κοινωνία. Δεκάδες κοινωνικοί πειραματισμοί, με αντι-ιεραρχικό και αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο, ξεπήδησαν σε γειτονιές και χώρους δουλειάς. Λαϊκές συνελεύσεις, εργατικές λέσχες, σωματεία βάσης, εργατικοί και αγροτικοί συνεταιρισμοί, δομές κοινωνικής αλληλεγγύης, ανταλλακτικής και αλληλέγγυας οικονομίας κ.ά. διέχυσαν τις αναρχικές πρακτικές σε πολλά επίπεδα.

Αυτοί οι θεσμοί αποτέλεσαν το πρόπλασμα των πλέον δυναμικών και μαζικών κινητοποιήσεων στα πρώτα χρόνια της μνημονιακής εποχής. Οι εργατικές ηγεσίες ξεπεράστηκαν από τους συντονισμούς των αυτόνομων σχημάτων, ενώ οι λαϊκές συνελεύσεις πλημμύρισαν το Σύνταγμα. Όμως, παρά την ουσιαστική συμβολή των ελευθεριακών πρακτικών στην ανάπτυξη αυτού του κινήματος, η πλήρης ανυπαρξία ενός πολιτικού σχεδίου την κρίσιμη στιγμή αποκάλυψε το πολιτικό του έλλειμμα. Η αδυναμία διατύπωσης ενός πειστικού και ρεαλιστικού επαναστατικού οδικού χάρτη περιόρισε ουσιαστικά τη δυναμική τής πρώτης αντιμνημονιακής περιόδου, διοχετεύοντας το μεγάλο κύμα της λαϊκής οργής στην αγκαλιά της σοσιαλδημοκρατικής υπόσχεσης.

Εκείνη την περίοδο ήταν που από αρκετές πλευρές τέθηκε ξεκάθαρα η αναγκαιότητα μιας οργανωτικής και πολιτικής αναβάθμισης. Οι συνθήκες ήταν πιο ώριμες από ποτέ ενώ τα όρια της δράσης των παραδοσιακών σχημάτων εμφανέστατα. Οι συζητήσεις κατέληξαν, μετά από σχεδόν τρία χρόνια, στο ιδρυτικό συνέδριο της Αναρχικής Ομοσπονδίας, αλλά και σε άλλες αξιόλογες προσπάθειες που αυτή τη στιγμή βρίσκονται στα σκαριά. Επειδή το εγχείρημα βρίσκεται στην πρώτη του φάση δεν θα ήθελα να αναφερθώ σε λεπτομέρειες. Θα επικεντρωθώ μόνο σε ορισμένα σημεία αυτού που θεωρώ ως το σημαντικότερο επίδικο της προσπάθειας: τη σύνταξη ενός επαναστατικού προγράμματος. Ας δούμε ορισμένα βασικά του χαρακτηριστικά.

Ένα τέτοιο σχέδιο για να μην είναι μια εν τοις όροις αντίφαση θα πρέπει να διατυπώνεται αρνητικά. Αρνητικά όχι με τη φιλοσοφική αλλά με την πολιτική έννοια. Εξηγούμαι: κάθε πολιτικό πρόγραμμα προϋποθέτει έναν φορέα καθολικής νομιμοποίησης για να υλοποιηθεί και αυτός ο φορέας είναι συνήθως το κράτος. Για να έχει νόημα, όμως, ένα αναρχικό πρόγραμμα ως τέτοιο οφείλει να προϋποθέτει έναν φορέα υλοποίησης πέρα από το κράτος. Έναν κοινωνικό τόπο δομημένο πάνω στις αυτο-οργανωτικές δυνατότητες της κοινωνίας. Από μόνη της αυτή η προοπτική διαφοροποιεί τον χαρακτήρα του συγκεκριμένου προγράμματος, καθώς ο φορέας που το διατυπώνει δεν ταυτίζεται με τον φορέα που δυνητικά το υλοποιεί.

Αυτό δεν μετατρέπει, άραγε, ένα τέτοιο πρόγραμμα σε ευχολόγιο; Όχι κατ’ ανάγκην. Θα πρέπει να προβλέπει μια πλατιά κοινωνική συμμαχία η οποία θα οικοδομήσει έναν καθολικό (μη κεντροποιημένο) θεσμό εναλλακτικής κοινωνικής οργάνωσης. Δεν έχω τον χώρο να επεκταθώ σε λεπτομέρειες αλλά θεωρώ πως αυτός ο φορέας δεν είναι σήμερα πολύ μακριά, καθώς ένα μεγάλο μέρος από τα συστατικά του στοιχεία υπάρχουν ήδη κατακερματισμένα μέσα στους δεκάδες πειραματικούς θεσμούς κοινωνικής αυτοθέσμισης. Χρειάζεται, όμως, μια ενοποιητική αφήγηση η οποία θα φέρει σε μια κοινή πλατφόρμα αυτές τις προσπάθειες δημιουργώντας ένα νέο συλλογικό παράδειγμα.

Από το προηγούμενο προκύπτει το δεύτερο χαρακτηριστικό που κατά τη γνώμη μου θα πρέπει να έχει αυτό το πρόγραμμα: ο ολιστικός του χαρακτήρας. Αυτό προσδιορίζει αφενός την ενότητα θεωρίας και πράξης –καθώς κάθε πρόγραμμα που δεν απορρέει από μια επαναστατική πρακτική είναι μια θεωρητική κατασκευής άνευ νοήματος– και αφετέρου το γεγονός πως οφείλει να αγκαλιάζει οργανικά όλα τα επιμέρους πεδία της κοινωνικής διάδρασης. Επειδή ακριβώς ένα πρόγραμμα επαναστατικού μετασχηματισμού έχει νόημα μόνον ως διαδικασία από τα κάτω προς τα πάνω, είναι οι επιμέρους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας (οι οποίοι αντιστοιχίζονται φυσικά στις επιμέρους μορφές των πολύπλευρων κοινωνικών κινημάτων) που, αναπτυσσόμενοι λεπτομερειακά, συνθέτουν την αρμονική ολότητα του σχεδίου.

Η οικοδόμηση μια πλατιάς κοινωνικής συμμαχίας είναι, επίσης, απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση ενός προγράμματος επαναστατικής αλλαγής. Αυτό ο πρακτικός σκοπός προϋποθέτει όμως την κατάθεση ενός σαφούς οδικού χάρτη. Μια τέτοια πορεία θα πρέπει, σε πρώτη φάση, να συγκροτήσει ένα πολιτικό μέτωπο στη βάση άμεσων αξόνων του προγράμματος που θα αποτελέσει σε όλους τους κοινωνικούς χώρους (εργατικούς, σπουδαστικούς, γειτονιές κ.ά.) τον επαναστατικό τρίτο πόλο (έναντι της φιλελεύθερης δεξιάς και της σοσιαλδημοκρατίας κάθε μορφής). Αυτό το μέτωπο θα πρέπει να επιχειρήσει την όσο μαζικότερη διάχυση ιδεών και πρακτικών μέσα στα κοινωνικά κινήματα. Το μεγάλο στοίχημα είναι να μπορέσει, στις κρίσιμες στιγμές που έρχονται, να θέσει αυτό τα κεντρικά ερωτήματα.

Τέλος, θα ήθελα να θίξω ένα σχετικά δύσκολο ζήτημα που αφορά στη χρήση των μέσων και άπτεται της διαλεκτικής μέσων και σκοπών· ένα θέμα πολύ γνωστό στην επαναστατική φιλολογία. Αν ένα επαναστατικό σχέδιο κατατίθεται με σκοπό να πραγματωθεί, οφείλει να επιλέξει μέσα μαζικής απεύθυνσης και ισχυρής αποτελεσματικότητας. Δεν έχω αυταπάτες λοιπόν πως ένα επαναστατικό πρόγραμμα οφείλει να χρησιμοποιήσει σύγχρονα μέσα προπαγάνδας και δράσης, ώστε το μήνυμα και οι στόχοι του να φτάσουν σε κάθε σπίτι. Ώστε οι ιδέες του να ακουστούν και να γίνουν κυρίαρχες σε ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας. Ώστε οι δομές του να αγκαλιαστούν και να θωρακιστούν από την πλατιά κοινωνικά κομμάτια.

Το ζητούμενο είναι εν τέλει να οργανωθεί δυναμικά, να αποφασίσει να νικήσει, να μην ηττηθεί ξανά ή αυτοκτονήσει, όπως ο Τζούλιο στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!