Διαβάστε το Μέρος Α’

Για να καταλάβουμε πώς, πότε και από ποιους δημιουργήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι, πρέπει να εντοπίσουμε ξεχωριστά τους παράγοντες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο σ’ αυτή τη διεργασία και ταυτόχρονα να δούμε τις αλληλεπιδράσεις τους. Αυτό, στην καλύτερη περίπτωση, με τη μεγαλύτερη δυνατή γνώση και επιμέλεια, θα μας επιτρέψει να πλησιάσουμε αυτό που πραγματικά συνέβη∙ να πλησιάσουμε την πραγματικότητα μέσα σε όλη την πολυπλοκότητά της. Γι’ αυτό, κάθε απολυτότητα, όσο κι αν βοηθάει στην επισήμανση κάποιων στοιχείων, δυσχεραίνει την τελική προσπάθεια για την καλύτερη δυνατή προσέγγιση.

Μ’ αυτό το σκεπτικό προσπαθώ να διεισδύσω στα άδυτα του καλλιτεχνικού φαινομένου που ονομάστηκε ρεμπέτικο τραγούδι αναδεικνύοντας μερικές από τις πτυχές της διαμόρφωσης και εξέλιξής του. Είναι πολλά τα χρόνια που με απασχολεί το θέμα και στην κατανόησή του με έχει βοηθήσει πάρα πολύ η προσωπική μου, επαγγελματική και ερασιτεχνική, ενασχόληση με την υπόθεση του τραγουδιού, ελληνικού και ξένου, από πολλές πλευρές, του ακροατή, του παραγωγού, του ερευνητή, του δημοσιογράφου κ.λπ.

Με καθοριστική τη γνωριμία και συνεργασία μου με ένα πολύ μεγάλο αριθμό καλλιτεχνών, μουσικών, συνθετών, στιχουργών και τραγουδιστών, συμπεριλαμβανομένων αρκετών πολύ σημαντικών που οι ίδιοι είτε συμμετείχαν πρωταγωνιστικά στον κόσμο του ρεμπέτικου, όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Κώστας Καπλάνης, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Γιάννης Κυριαζής, ο Μιχάλης Δασκαλάκης, ο Σπύρος Καλφόπουλος, ο Μιχάλης Γενίτσαρης και ο Τάκης Μπίνης, είτε αποτέλεσαν τη φυσική προέκτασή του διατηρώντας και μεταφέροντας στη μεταρεμπέτικη εποχή αμιγή και ακέραια στοιχεία του ρεμπέτικου οικοσυστήματος, όπως ο Θόδωρος Δερβενιώτης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Μπάμπης Μπακάλης, ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Πόλυ Πάνου, η Καίτη Γκρέυ, ο Γιώργος Μουφλουζέλης, ο Γιάννης Τατασόπουλος, ο Στράτος Διονυσίου, ο Χοντρονάκος ή οι πιο «ρεμπέτες» απ’ όλους Γιώργος Ζαμπέτας και Άκης Πάνου.

Αυτές οι σχέσεις με βοήθησαν να μπω στα ενδότερα, στα πίσω δωμάτια του λαϊκού τραγουδιού, όπου λαμβάνουν χώρα οι τελετουργίες. Κι αυτά τα πίσω δωμάτια, με διαφορετικές λειτουργίες που συγκλίνουν, ήταν κυρίως τα πάσης φύσεως νυχτερινά μαγαζιά και όλοι οι χώροι παιξίματος της μουσικής και συνεύρεσης των ενδιαφερομένων, καθώς και οι δισκογραφικές εταιρίες που προστέθηκαν καθ’ οδόν, χωρίς να υποτιμώ τον συμπληρωματικό αλλά απαραίτητο ρόλο και κάποιων άλλων εστιών παραγωγής και αναπαραγωγής του λαϊκού τραγουδιού.

Απ’ αυτές τις προσωπικές σχέσεις κι από την συμβολή μου στο γίγνεσθαι που υπερβαίνει το μισό αιώνα, κατάλαβα ότι οι καλλιτέχνες είναι κάτι σαν τους αναστενάρηδες σε έκσταση και το ακροατήριο, το κοινό, κάτι σαν τα αναμμένα κάρβουνα. Ανόμοιοι μεταξύ τους, καλλιτέχνες και ακροατές, αλλά αναπόσπαστα δεμένοι και εξαρτημένοι. Ο καθένας πυροδοτεί, καίει και ανάβει τον άλλον. Μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε.

Αν υπάρχει, λοιπόν, ένας παράγοντας που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο πιο καίριος στη γέννηση, διαμόρφωση και λειτουργία του λαϊκού τραγουδιού, αυτός είναι το κοινό, το ακροατήριο, η πελατεία. Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, αυτός ο παράγοντας ορίζει το είδος του τραγουδιού, το περιεχόμενο, το ύφος και το χαρακτήρα του. Ο συνθέτης έχει τη διαίσθηση και το ταλέντο να μετουσιώσει σε τραγούδι, δηλαδή να δώσει σάρκα σ’ αυτό που το ακροατήριο έχει ανάγκη για να εκφραστεί, να επικοινωνήσει, να ψυχαγωγηθεί και να διασκεδάσει. Αλλά η πηγή είναι το ακροατήριο. Και ο τελικός κριτής. Αν ο τραγουδοποιός δεν πιάσει το σφυγμό του, το τραγούδι του θα πέσει στο κενό. Το ακροατήριο ηλεκτρίζει την ατμόσφαιρα και διαπερνάει τον καλλιτέχνη. Και, μάλιστα, παρενθετικά, για ένα μεγάλο διάστημα, σε επίπεδο φυσικής παρουσίας, το αντρικό ακροατήριο, αλλά με τη γυναίκα εντονότατα παρούσα μέσα από τα τραγούδια.

Ο λαϊκός κόσμος

Αν το σμυρνέικο τραγούδι εκφράζει μεγάλη μερίδα των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, το ρεμπέτικο τραγούδι, τουλάχιστον στην πρώτη φάση, εκφράζει ένα τμήμα του προσφυγικού κομματιού κι ένα τμήμα των γηγενών λαϊκών στρωμάτων των πόλεων, που έχουν κοινό παρονομαστή τη φτώχεια, το περιθώριο, τις λαϊκές γειτονιές, τα λαϊκά ήθη και έθιμα, τον λαϊκό τρόπο ζωής, τις βαριές χειρονακτικές εργασίες και την τάση για αυτονομία και ελευθερία που νιώθουν οι ταξικά καταπιεσμένοι. Εργάτες από τη βιοτεχνία, τα συνεργεία, τη βιομηχανία, την οικοδομή και το λιμάνι, τεχνίτες, πλανόδιοι μικροπωλητές, σερβιτόροι, ψαράδες, αεριτζήδες, νταήδες, τζογαδόροι, κατάδικοι, ναύτες, φορτοεκφορτωτές, μοδίστρες, εργάτριες στα καπνεργοστάσια, υπηρέτριες, γυναίκες ελευθερίων ηθών, καφενόβιοι, στρατιώτες, μουσικοί, θεατρώνηδες από μπουλούκια, σοφεράντζες, μετανάστες του εσωτερικού και του εξωτερικού που επιστρέφουν στην Ελλάδα και πολλοί άλλοι, βέβαια, συνθέτουν το εκρηκτικό μίγμα το οποίο αποτελεί τον πυρήνα της πελατείας του ρεμπέτικου τραγουδιού.

Το ρεμπέτικο βγαίνει μέσα απ’ αυτό το κοινωνικό ηφαίστειο που σιγοβράζει και κοχλάζει. Δεν δουλεύεται στα καθωσπρέπει σπίτια, γιατί το συνθέτουν και το εκτελούν καλλιτέχνες που βρίσκονται στο μεταίχμιο, μεταξύ των νοικοκυραίων και του περιθωρίου, γέρνοντας άλλοι περισσότερο προς τη μία πλευρά και άλλοι προς την άλλη. Καλλιτέχνες που δεν είναι κακοποιοί, αλλά δεν αποστρέφονται τους κακοποιούς και τους συναναστρέφονται.

Δεν είναι τραπεζικοί υπάλληλοι, γιατροί ή δικηγόροι οι λαϊκοί οργανοπαίχτες και τραγουδιστές, αλλά δεν είναι ούτε γκάνγκστερ και μαχαιροβγάλτες. Το να εκτρέπονται μερικοί δεν αποτελεί τον κανόνα. Ούτε είναι όλοι χρήστες χασίς, το οποίο έτσι κι αλλιώς δεν έχει την ποινική βαρύτητα και το κοινωνικό στίγμα που του αποδίδεται πολύ αργότερα στο δυτικό κόσμο. Όμως, οι μουσικοί και στιχουργοί γράφουν μουσικές και τραγούδια που εκφράζουν και απευθύνονται –εν πρώτοις- στους περιθωριακούς και τους «εναλλακτικούς» τύπους της εποχής. Αυτό είναι το βασικό τους ακροατήριο και μ’ αυτό έχουν τις περισσότερες επαφές. Γιατί αυτός ο κόσμος στηρίζει τα λαϊκά μαγαζιά, τα έχει για στέκι και θέλει τραγούδια βαριά, νταλγκαδιάρικα, τσαμπουκαλεμένα. Αυτά τα τραγούδια συγκινούν και τους λαϊκούς καλλιτέχνες, γιατί έχουν πόνο, έχουν ερωτισμό, μαγκιά και ζοριλίκι. Δεν είναι λάιτ, δεν είναι του σαλονιού με φρου-φρου κι αρώματα. Αυτά εκφράζουν το πραγματικό περιβάλλον των λαϊκών στρωμάτων, των φτωχών και βασανισμένων, ξεριζωμένων και ανέστιων.

Μανάβηδες, χασάπηδες, τυρέμποροι, υδραυλικοί, καλφάδες, λαχειοπώλες, καραγκιοζοπαίχτες, λατερνατζήδες, νιόφερτοι επαρχιώτες, αλλά και χαρτοπαίχτες, παπατζήδες, αγαπητικοί, κλεφτρόνια και μαστροποί αναμιγνύονται στις ταβέρνες, τα καφενεία, τις μπιραρίες και τις λέσχες. Οι ρεμπέτες έχουν ρεπερτόριο και για τους νοικοκυραίους που πάνε οικογενειακώς να πιουν μια μπίρα, αλλά και για τους χασικλήδες που συχνάζουν στους τεκέδες. Κι ανάλογα σε ποιο κοινό μπροστά τραγουδάνε, επιλέγουν και το ρεπερτόριό τους. Έχουν τραγούδια για όλους και πολλές φορές τα τραγουδάνε για όλους. Και οι ντερβίσηδες ακούν ερωτικά και ελαφρά και οι καθωσπρέπει ακούν αμανέδες, χασικλίδικα, μάγκικα και καψούρικα μέσα σε ένα σύνολο τραγουδιών σε ένα κοινόχρηστο χώρο. Και οι καλλιτέχνες δεν είναι όλοι μια κοψιά. Δρουν στον ίδιο χώρο, καλλιτεχνικά εκφράζονται από τα ίδια τραγούδια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και μεταξύ τους ομοιόμορφοι κοινωνικά.

Άλλοι γουστάρουν το ένα κι άλλοι το άλλο. Άλλοι είναι χρήστες ουσιών κι άλλοι δεν πίνουν ούτε κρασί. Άλλοι είναι κολλητοί με αλάνια κι άλλοι το βλέπουν σαν ένα χώρο που κερδίζουν χρήματα και κάνουν το κέφι τους. Άλλοι κοιτάνε προς τα πάνω κι άλλοι προς τα κάτω το ακροατήριό τους.

Αρχικά, τουλάχιστον, ο χώρος είναι τα στέκια των πιο περιθωριακών, αλλά το ρεμπέτικο είναι πιο ευρυγώνιο και με μακρύτερα πλοκάμια. Και οι καλλιτέχνες παίζουν ρόλους. Ο μικροαστικός κόσμος είναι μάλλον ξενέρωτος, δεν μπορεί να εμπνεύσει. Τρέχει στις οπερέτες και τις επιθεωρήσεις, είναι άκαπνος. Ακούει πολλά σκουπίδια και είναι πολύ δήθεν. Μπορεί, όμως, να παρασυρθεί από το πιο άμεσο, πιο οικείο και πιο γήινο ρεμπέτικο τραγούδι. Γι’ αυτό, όσοι από τους μικροαστούς θέλουν συγκινήσεις εντονότερες θα παρασπονδήσουν και θα καταφύγουν στα κουτούκια με τα μπουζούκια.

Τα φοξτρότ, βαλς και τσάρλεστον είναι ωραία, αλλά ξένα. Κι όταν αρέσουν, ως ξένα αρέσουν. Ως εισαγόμενα. Διασκεδάζουν τους ακροατές τους, αλλά δεν μπορούν να εκφράσουν τα βαθύτερα συναισθήματα και τον πιο επίμοχθο βίο των χαμηλών στρωμάτων.

Το λαϊκό ακροατήριο διαμορφώνει τον λαϊκό καλλιτέχνη και το ακροατήριο τον εμπνέει και τον καθοδηγεί. Ο καλλιτέχνης πέφτει στα βαθιά για να πιάσει την ουσία των πραγμάτων και των συναισθημάτων. Εξάλλου, όλος ο λαϊκός κόσμος είναι ένα μεγάλο περιθώριο. Και ο λαϊκός υπόκοσμος είναι μέρος αυτού του μεγάλου περιθωρίου, τα άκρα του. Γι’ αυτό, ο λαϊκός άνθρωπος δεν γίνεται χασικλής επειδή ακούει και μερικά όμορφα χασικλίδικα τραγούδια. Ούτε γίνεται μοιχός επειδή ακούει ένα τραγούδι για την όμορφη ξελογιάστρα. Ούτε αλογομούρης επειδή ακούει για τις κούρσες και τα ντόρτια. Τα τραγούδια με τις μελωδίες, τους ρυθμούς, τις ωραίες φωνές και τον ήχο των λαϊκών μουσικών οργάνων, την απλή γλώσσα του λαού, τα βάσανα και τους καημούς, αλλά και τις χαρές και τα πάθη του έρωτα, είναι αυτά που εκφράζουν και συγκινούν τον λαϊκό άνθρωπο. Το ακροατήριο του λαϊκού τραγουδιού είναι πολύμορφο και πολυδιάστατο. Και έχει πολύ λιγότερες προκαταλήψεις από το μεσοαστικό κοινό που σνομπάρει το «ανατολίτικο» και ξιπάζεται με το δυτικόφερτο, κρατώντας αποστάσεις από τα λαϊκά στρώματα που εκφράζονται με τα λαϊκά τραγούδια χωρίς ταξικό κόμπλεξ.

Σωτηρία Μπέλλου-Στέλιος Ελληνιάδης, Νοσοκομείο «Σωτηρία» (Αρχείο ντέφι)

Ο υπόκοσμος

Αυτοί που παίζουν τα όργανα της λαϊκής μουσικής, είναι επαγγελματίες, αλλά είναι και εργάτες-μουσικοί, και καφενόβιοι και κρασοπατέρες μουσικοί, και νοικοκυραίοι-μουσικοί. Εγκληματίες, πάντως, δεν είναι. Μικροπταίσματα, ναι. Αλλά τότε, δεν ήθελε και πολύ, αν ήσουν φτωχός και απόκληρος, να μπλέξεις με το νόμο και να βρεθείς στη φυλακή. Έχουν, όμως, μια στενή σχέση με τους παραβατικούς και τους καθ’ έξιν παράνομους, γιατί αυτοί αποτελούν ένα σημαντικό –ποσοτικά και ποιοτικά- κομμάτι της πελατείας τους, χωρίς να ταυτίζονται. Εξάλλου, σε κανένα είδος τέχνης δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται κοινωνικά ο καλλιτέχνης με το κοινό του. Ούτε οι τραγουδιστές της όπερας ήταν αξιωματούχοι του παλατιού, τραπεζίτες ή διανοούμενοι, ούτε οι τσιγγάνοι μουσικοί του δημοτικού τραγουδιού γεωργοί ή ψαράδες.

Ο υπόκοσμος διαθέτει, μόνιμα ή περιστασιακά, περισσότερα από τον νοικοκύρη χρήματα για συνεύρεση και διασκέδαση. Άρα και για συντήρηση των θέσεων καλλιτεχνικής εργασίας. Επίσης, ακόμα πιο σημαντικό, ο υπόκοσμος είναι ένας «χώρος» που σφύζει από ζωντανές και ερεθιστικές για τον καλλιτέχνη συμπεριφορές, ιστορίες, περιπέτειες και δράματα. Έχει δράση και «θέματα» που ξεφεύγουν από την πεπατημένη. Με τις γυναίκες, την αστυνομία, τις φυλακές, τις κακουχίες, τους χωρισμούς, την υποκρισία της αστικής κοινωνίας. Είναι ένας κόσμος ρευστός, μεταβαλλόμενος, με απρόβλεπτα, με συγκρούσεις, με απογοητεύσεις, βάσανα και αναποδιές, αλλά και με ευρηματικότητα, καπατσοσύνη, τόλμη, ρίσκο, τσαμπουκά, ελευθερία και απολαύσεις που το κατεστημένο θεωρεί ανήθικες και αντικοινωνικές.

Αυτός ο κάτω κόσμος δεν είναι ασύνδετος με τα λαϊκά στρώματα. Είναι κομμάτι του. Παραστρατημένο για τους πολλούς, αλλά όχι απόκοσμο. Τα παιδιά που είναι στα αναμορφωτήρια δεν είναι απόβλητα, είναι παρασυρμένα. Οι εξόριστοι, για πολιτικούς ή ποινικούς λόγους, δεν είναι οι κακοί, αλλά οι κυνηγημένοι από την εξουσία. Κι έξω από τις φυλακές περιμένουν στο επισκεπτήριο ουρά οι μανάδες και οι αδερφές των κρατουμένων για μια χορτόπιτα ή για δυο φανέλες και μερικά πακέτα τσιγάρα. Δεν πρόκειται για αυστηρά διαχωρισμένες κοινωνικές κατηγορίες, αλλά για διαπλεκόμενες. Γι’ αυτό, ακόμα και τα τραγούδια που αναφέρονται σε χασίσια και φυλακές ενώ δεν γράφονται για τους νοικοκυραίους δεν προκαλούν αντιθέσεις μέσα στα λαϊκά στρώματα. Αρέσουν γενικότερα γιατί είναι πρωτότυπα, αντισυμβατικά και εξωτικά όπως τα αφηγήματα της λαϊκής λογοτεχνίας στο «Ρομάντσο» (πρώτη έκδοση 1934) και σε πάμπολλα περιοδικά και φυλλάδες που προηγούνται ή έπονται.

Οι πρωταγωνιστές

Ο Νούρος είναι ψάλτης, ο Περιστέρης γλωσσομαθής σπουδαγμένος μουσικός, ο Σκαρβέλης υποδηματοποιός, ο Βαμβακάρης εργάτης, ο Τσιτσάνης προοριζόταν για δικηγόρος, ο Χιώτης που καθιέρωσε το τετράχορδο μπουζούκι κι ο Μητσάκης που θαύμαζε τον Μπουρχάν Μπέι συναγωνίζονταν στο κυριλέ ντύσιμο και τους τρόπους, ο Καλδάρας ήταν «κύριος», οικογενειάρχης, και στην Αμερική οι κορυφαίοι Μαρίκα Παπαγκίκα, κυρία Κούλα και Τέτος Δημητριάδης είναι τραγουδιστές τεράστιας εμβέλειας και ταυτόχρονα επιχειρηματίες, ενώ ο Γιώργος Κατσαρός –που είχαμε το προνόμιο με τον Μιχάλη Αδάμ και την Ιωάννα Κλειάσιου να τον φιλοξενήσουμε- τραγουδάει κουστουμαρισμένος για τον Αλ Καπόνε στο Σικάγο και τους Έλληνες μαχαραγιάδες στην Ινδία, αλλά ο ίδιος ούτε πίνει ούτε καπνίζει ούτε βρίζει ούτε ληστεύει τράπεζες ούτε εκμεταλλεύεται «ανέγγιχτους». Οι καλλιτέχνες του ρεμπέτικου τραγουδιού είναι μάλλον οι μποέμ τύποι της εποχής. Υπαρξιακό είναι το ζήτημά τους. Και δεν είναι διανοούμενοι με τη σύγχρονη έννοια του όρου. Λαϊκοί υπαρξιστές θα έλεγα, ίσως και εκκεντρικοί επειδή με τον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς τους ξεφεύγουν από το μέσο τύπο του πολίτη. Πάντως, σίγουρα ταλαντούχοι, κοινωνικά παράτολμοι, κωλοπετσωμένοι, ενημερωμένοι και φορείς του διαχρονικού λαϊκού προφορικού πολιτισμού που όλα με σοφία ποιεί.

Η δύναμη της λαϊκής κουλτούρας, της παράδοσης, της γιαγιάς με τις γητειές και του παππού με τη φλογέρα, της γειτονιάς με τους δεσμούς αίματος και κοινής μοίρας, των λαϊκών εξιστορήσεων και μύθων, των παραμυθιών και θρύλων, των μικρών και μεγάλων ηρώων, των ατομικών και συλλογικών κατορθωμάτων, των πράξεων ανδρείας, των τραγουδιών και χορών, των διαφορετικών αισθητικών προσλήψεων και όλα μαζί, ήχοι, εικόνες, μυρωδιές, λαϊκά αναγνώσματα, μεταναστεύσεις και προσφυγιές, κακουχίες και χαρές, συνθέτουν το πελώριο πολιτισμικό φορτίο του καλλιτέχνη.

Οι μουσικοί και οι τραγουδιστές καλλιτεχνικά έλκονται από τη λαϊκή μουσική λόγω της εξαιρετικής γοητείας που έχει ο ανατολίτικός της χαρακτήρας. Κοινωνικά έλκονται γιατί ο χώρος που βιώνεται και λειτουργεί η λαϊκή μουσική είναι αντισυμβατικός και οι άνθρωποι που συσχετίζονται μ’ αυτόν είναι ασυνήθιστοι, ενεργοί και ενδιαφέροντες. Και, βέβαια, γιατί οι σεξουαλικές σχέσεις είναι πιο ελεύθερες και πιο έντονες, αφού και οι γυναίκες που εμπλέκονται σε ένα κόσμο που είναι βασικά ανδροκρατούμενος, ξεφεύγουν εκούσια ή ακούσια από την ηθικοπλαστική κοινωνική συμβατικότητα.

Υπάρχουν και άλλα στοιχεία που εμπλέκουν τους καλλιτέχνες με τον κάτω κόσμο, όπως ο τζόγος, αλλά καμία παρέκβαση δεν αποκόβει αυτόματα τον καλλιτέχνη από το κοινό. Κι αυτό το δέσιμο, καλλιτεχνών και ακροατηρίου, καθορίζει το χαρακτήρα του ρεμπέτικου.

Το μπουζούκι

Από Πόλη, Σμύρνη και Αμερική μεταφέρονται στην Ελλάδα αμανέδες και σμυρνέικα, χασάπικα και ζεϊμπέκικα, τούρκικα και αρμένικα, τα οποία εμπλουτίζουν και επηρεάζουν τα διάφορα ρεύματα. Και όλα αυτά, εντόπια και εισαγόμενα, στην εξέλιξή τους αποκτούν ένα σύμμαχο κι ένα ενοποιητικό εργαλείο που θα καθορίσει την πορεία τους με ένα τρόπο εντελώς καθοριστικό. Το μπουζούκι. Το μπουζούκι δίνει και τον χαρακτηρισμό στα τραγούδια, στην καθομιλουμένη. Ούτε ρεμπέτικο, ούτε μάγκικο, ούτε αλανιάρικο, ούτε χασικλίδικο. Χαρακτηρισμούς δίνουν οι έξω, φίλοι και εχθροί, εταιρίες και δημοσιογράφοι. Για τους μουσικούς και την πελατεία τους, από τη δεκαετία του 1930, το σήμα κατατεθέν, το σύμβολο και το σύνθημα είναι το μπουζούκι. Πάμε στα μπουζούκια, λέει ο κόσμος. Δεν λέει πάμε στα ρεμπέτικα, ούτε στα λαϊκά. Και οι δίσκοι δεν λέγονται δίσκοι, αλλά «πλάκες».

Το ζεϊμπέκικο και το χασάπικο έχουν μαγικές ιδιότητες και μαγνητίζουν τους λαϊκούς καλλιτέχνες. Γιατί έχουν γεννηθεί από τα λαϊκά στρώματα, μέσα στα λαϊκά στρώματα, για τα λαϊκά στρώματα. Ένας ολόκληρος κόσμος από γηγενείς και πρόσφυγες συγκλονίζεται απ’ αυτούς τους ρυθμούς. Αλλά το ζεϊμπέκικο και το χασάπικο προϋπάρχουν. Αυτό που αλλάζει τα πάντα είναι το μπουζούκι. Τη μουσική, το τραγούδι, τους ήχους, τους χώρους, τους καλλιτέχνες και τους ακροατές. Έχει μια επίδραση σπάνια κι ασυγκράτητη, γι’ αυτό η επίθεση εναντίον του λαϊκού τραγουδιού από τα αστικά στρώματα εκδηλώνεται με λύσσα και λάσπη εναντίον του μπουζουκιού. Απαξίωση, περιφρόνηση, λογοκρισία, απαγορεύσεις, σπασίματα, κλεισίματα, συλλήψεις. Αυτό φταίει για όλα. Αυτός είναι ο σατανάς! Το μπουζούκι είναι το σύμβολο των κολασμένων, των αλητών, των κακοποιών, των χασικλήδων, των αντικοινωνικών στοιχείων, των τουρκομεριτών, της απείθαρχης πλέμπας. Αλλά το μπουζούκι απτόητο σαρώνει. Με τον ήχο που παράγει στα χέρια λαϊκών μουσικών, άγνωστων και περιθωριακών.

Και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα παραμερίζει τα άλλα όργανα, αναλαμβάνει την πρωτοκαθεδρία και ορίζει τι είναι λαϊκό και τι δεν είναι. Και δεν σταματάει εκεί η επικράτησή του. Τελικά, ταυτίζεται με την Ελλάδα, συμβολίζει την Ελλάδα παγκόσμια! Μέχρι σήμερα. Μοναδικό φαινόμενο. Πρόκειται για μια επανάσταση στους ήχους και τις αντιλήψεις που ξεκινάει από τη στιγμή που το μπουζούκι γίνεται η ναυαρχίδα της λαϊκής ορχήστρας! Κι αυτή είναι η πραγματική εκδίκηση του λαού, η αντίστασή του, για ό,τι υπέστη, ήπια ή βάναυσα, από τους θιασώτες της δυτικότροπης κουλτούρας.

Συνεχίζεται

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!