Ουδέν κακόν αμιγές καλού! Η καταστροφή του 1922 δεν ήταν μόνο η συντέλεια του Ελληνισμού της Ανατολής. Είχε και παράπλευρες επιπτώσεις, ευεργετικές, όπως είναι η οριστική εγκατάλειψη της ανθελληνικής εθνικιστικής Μεγάλης Ιδέας που η εφαρμογή της αφάνισε ιστορικά και πολιτισμικά το σημαντικότερο κομμάτι του Ελληνισμού ανατολικά της Μεσογείου. Και μια άλλη, δευτερεύουσα και έμμεση, αλλά πολιτισμικά σημαντική συνέπεια ήταν ότι επαύξησε τους όρους που ήταν απαραίτητοι για την άνθιση του λαϊκορεμπέτικου τραγουδιού στην Ελλάδα. Η Ελλάδα ήταν μέχρι τότε μία κατ’ εξοχήν αγροτική κοινωνία που ευνοούσε την μονοκαλλιέργεια του δημοτικού τραγουδιού. Οι πόλεις που αποτελούν το θερμοκήπιο του αστικού λαϊκού τραγουδιού ήταν ακόμα υπό διαμόρφωση και το κοινωνικό στρώμα που κυριαρχούσε στις πόλεις δεν ήταν φιλικό στο λαϊκό πολιτισμό. Όμως, το έδαφος ωρίμαζε από καιρό και οι βάσεις για τη δημιουργία του είχαν ήδη τεθεί, αλλά έλειπε το πολύ μεγάλο γεγονός, έλειπε το συγκλονιστικό γεγονός, έλειπε ποσοτικά και ποιοτικά η συσσώρευση του μαγνητικού φορτίου που χρειαζόταν για να μορφοποιηθεί σε σημείο τελειότητας αυτό το είδος, με αυτή τη μορφή∙ το τραγούδι της πόλης, το λεγόμενο αστικό λαϊκό τραγούδι.

Οι προάγγελοί του υπήρχαν από καιρό στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη και οι προπομποί του είχαν διεισδύσει πριν το ’22 στα εδάφη του μικρού, φτωχού, εξαρτημένου και κακοδιοικούμενου ελληνικού κράτους. Και είχαν βρει ερείσματα. Είχαν βρει ακροατήριο, είχαν βρει και μουσικούς που το προτιμούσαν από τα ξενέρωτα τραγούδια που ήταν κυρίαρχα τότε, τα τραγούδια και τις μουσικές, ελαφρές και ξενόφερτες σχεδόν στο σύνολό τους, που γράφονταν και παίζονταν στις οπερέτες και τις επιθεωρήσεις που μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον της αστικής ελίτ και καταναλώνονταν από το φιλοθεάμον κοινό. Το κοινό το οποίο καθώς προερχόταν κυρίως από τα αστικά κέντρα της επαρχίας και από τα διεσπαρμένα σε όλη την επικράτεια χωριά, είχε ανάγκη να συνδεθεί με το υπό διαμόρφωση αστικό περιβάλλον ιδίως της Αθήνας το οποίο ήταν δυτικοκεντρικό και από το οποίο λανσάρονταν τα πολιτιστικά προϊόντα που ήταν της μόδας και του συρμού.

Για πολλές δεκαετίες από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, κυρίαρχη δύναμη στον τομέα της μουσικής ήταν η ευρωπαϊκή μουσική από τη Γερμανία, την Ιταλία, την Αυστρία, τη Γαλλία κι αλλού. Όμως, από την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, έρχονταν στην Αθήνα τα συγκροτήματα, οι μουσικοί και οι τραγουδιστές, που έπαιζαν μουσικές που ήταν της ανατολικής πλευράς και δεν ήταν ξένες στον τόπο.

Από την τελευταία τουλάχιστον εικοσαετία του 19ου αιώνα, μάλλον από το 1880, δημιουργούνται οι πρώτοι χώροι, υπαίθριοι βασικά, τα καφενεία, οι μάντρες και τα καφέ αμάν, στις άκριες του αστικού κέντρου όπου ζουν οι προνομιούχοι ξένοι και ντόπιοι κάτοικοι της πόλης. Και σ’ αυτούς τους χώρους, τους παρακατιανούς, παίζονται και ακούγονται οι μουσικές που είναι πολύ διαφορετικές από τις ευρωπαϊκές μουσικές που προωθούνται από την εξουσία. Διαφορετικές από την προέλευσή τους, όντας από την Ανατολή, διαφορετικές από το περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργούν, το οποίο δεν μοιάζει ούτε με θέατρο ούτε με αίθουσα δεξιώσεων στο παλάτι και διαφορετικές όσον αφορά τη σύνθεση της πελατείας που συχνάζει εκεί.

Παράλληλος κόσμος

Πρόκειται για έναν κόσμο παράλληλο, προς τα κάτω της κοινωνικής βαθμίδας. Και για ένα είδος μουσικής που ανταγωνίζεται τα μουσικά είδη που επιχορηγούνται από τη βασιλική αυλή και υποστηρίζονται από τις κυβερνήσεις, την εύπορη τάξη, τους μορφωμένους, την ανώτερη κρατική γραφειοκρατία, τον Τύπο και, βέβαια τους σπουδαγμένους στην Ευρώπη Έλληνες μουσουργούς που κατάγονται κυρίως από τα Επτάνησα.

Όμως, αυτό το είδος, το περιφρονημένο από την άρχουσα τάξη, κερδίζει σταθερά έδαφος, χωρίς, όμως, και να μπορεί να αναπτυχθεί ολόπλευρα, καθώς είναι στριμωγμένο ανάμεσα, από τη μια, στο δημοτικό τραγούδι που είναι εξοστρακισμένο από το κέντρο, αλλά έχει ισχυρές ρίζες στην ύπαιθρο, και, από την άλλη, στο ευρωπαϊκό τραγούδι που επιβάλλεται ως το μόνο αποδεκτό από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Κι αυτό το στρίμωγμα ισχύει τουλάχιστον μέχρι το 1922.

Παναγιώτης Τούντας (σκίτσο Κάλλη Νολτσέτη, βιβλίο «Ρεμπέτικο» Ν. Κουφόπουλου)

Το αναπάντεχο και τεράστιο σε ανατρεπτική δυναμική γεγονός της μικρασιατικής καταστροφής επενεργεί καταλυτικά στον τομέα του πολιτισμού. Το κέντρο βάρους της λαϊκής μουσικής μετακομίζει, έστω και με απώλειες, από την συρρικνωμένη ελληνική κοινότητα της Πόλης και την εξαφανισμένη της Σμύρνης στο ελλαδικό κράτος, στην Αθήνα και τον Πειραιά, αλλά και στη Θεσσαλονίκη, το Βόλο, την Πάτρα, τη Σύρο, τη Μυτιλήνη κ.λπ. Είχε ήδη αποκτήσει διασυνδέσεις με το ελλαδικό κέντρο, αλλά με την καταστροφή έρχεται μαζί με το πελώριο προσφυγικό τσουνάμι που αναδιαμορφώνει εσωτερικά όλη την ελληνική επικράτεια. Η μαζική μεταφορά άνω τους ενός εκατομμυρίου προσφύγων στο ελληνικό κράτος θα επιφέρει γρήγορες και θεαματικές αλλαγές στο κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό πεδίο.

Στην πρώτη φάση, όλα αυτά τα στοιχεία του ανατολίτικου λαϊκού πολιτισμού θα επιβιώνουν μέσα στα γκέτο των προσφυγικών παραγκουπόλεων, αλλά σταδιακά θα ανεβαίνουν στην επιφάνεια και θα επιβάλλονται με τη δύναμη της ποσότητας και της ποιότητάς τους, αλλά και της ενδογενούς σχέσης τους με τις λαϊκές συνοικίες.

Θα χρειαστούν ακόμα δέκα χρόνια για να φτάσουμε στο κρίσιμο σημείο που η λαϊκή μουσική που κινείται σε κοινωνικά υπεδάφη, θα αποκτήσει μια τόσο ολοκληρωμένη και εδραιωμένη μορφή που είναι πλέον έτοιμη και ικανή να διεκδικήσει ισότιμα το μερίδιο που της αναλογεί. Σ’ αυτά τα υπεδάφη θα γίνει και η ζύμωση μεταξύ των προσφύγων, μεταναστών και γηγενών μουσικών από την οποία θα προκύψει ένα πλήρες και πρωτότυπο είδος τραγουδιού, της Ανατολής αλλά όχι ανατολίτικο, γνήσια λαϊκό, εννοιολογικά και μορφολογικά τέλειο! Αυτό που λέμε ρεμπέτικο, του Μάρκου!

Μετανάστες και πρόσφυγες

Δεν θα εξαντλήσω το θέμα. Αναφέρομαι συνοπτικά σε ορισμένους βασικούς παράγοντες για το ρεμπέτικο: Στην ίδρυση του ελληνικού κράτους, στη δυτικομανία που κυριαρχεί και τη δημιουργία λαϊκών στρωμάτων στις πόλεις. Στην ισχυρότατη επιρροή της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης και στη μεταφύτευση και διάδοση επί ελληνικού εδάφους των ρευμάτων του λαϊκού πολιτισμού με επίκεντρο τα καφενεία και τις ταβέρνες. Στα τεράστια κύματα των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην ελληνική επικράτεια και στη νέα επεξεργασία του μουσικού υλικού μετά την καταστροφή του 1922.

Εκτός από την Πόλη και τη Σμύρνη όπου εκκολάπτεται η λαϊκή μουσική, γιατί αυτές είναι οι μεγάλες πόλεις, με πολυεθνικό και πολυπολιτισμικό χαρακτήρα, με πλατιά λαϊκά στρώματα και πελώριες ελληνικές κοινότητες, δημιουργείται -απρόβλεπτα – μια άλλη σημαντική εστία που παίζει κι αυτή ένα συμπληρωματικό αλλά επίσης καταλυτικό ρόλο στην τελική διαμόρφωση και ανάδειξη του ρεμπέτικου τραγουδιού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Όταν από τα τέλη του 19ου αιώνα και ιδίως στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου, από το 1900 μέχρι το 1924 που περιορίζεται με νόμο η μετανάστευση στις ΗΠΑ, ένας πελώριος για τα δεδομένα της εποχής αριθμός Ελλήνων, περίπου μισό εκατομμύριο άνθρωποι, μεταναστεύουν από την Ελλάδα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Αμερική. Οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας αυτών των εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών είναι εξαιρετικά δύσκολες, σκληρές και άθλιες. Κι όλοι αυτοί που προέρχονται από ξεχωριστούς τοπικούς πολιτισμούς, από χωριά και πόλεις, δυτικά και ανατολικά του Αιγαίου, διασκορπίζονται σε μια τεράστια χώρα και υφίστανται τρομακτικές πιέσεις και προσαρμογές. Μια απ’ αυτές είναι ότι από αγρότες που είναι οι περισσότεροι μεταβάλλονται σε εργάτες και απασχολούνται στα μεγάλα εργοτάξια και τα πυκνοκατοικημένα γκέτο των μεγαλουπόλεων.

Ταυτόχρονα, όμως, αυτοί οι ξεριζωμένοι και διασκορπισμένοι σε αφιλόξενα μέρη, έχουν την έντονη ανάγκη, τη ζωτική, να διασώσουν την ταυτότητά τους, να μην χαθούν ως αδέσποτα μέσα στο πολυπολιτισμικό χάος που αποτελούν οι μετανάστες απ’ όλο τον κόσμο που κατακλύζουν τους ίδιους χώρους διαβίωσης και εργασίας, αλλά και να αντιμετωπίσουν ενιαία τον κοινωνικό αποκλεισμό, την γκετοποίηση που τους επιφυλάσσει η κυρίαρχη λευκή προτεσταντική αμερικανική κοινωνία. Κι έτσι, σε χρόνο εξαιρετικά σύντομο, η μουσική που είναι ελληνική παίζεται ζωντανά στα καφενεία, τις ταβέρνες και τα καφέ αμάν που ξεφυτρώνουν όπου μαζεύονται οι Έλληνες, στα γλέντια, τα πικνικ, τα θρησκευτικά πανηγύρια και τις ονομαστικές εορτές.

Εντωμεταξύ, ζώντας και αξιοποιώντας άμεσα την τεχνολογική εξέλιξη, δηλαδή τη δυνατότητα αποτύπωσης των ήχων σε υλικούς φορείς, πολύ πριν αυτό γίνει εφικτό στην Ελλάδα, η εγγραφή και κυκλοφορία των τραγουδιών με τους δίσκους και τα γραμμόφωνα ενισχύει πολύ δυναμικά το ρόλο της μουσικής στη ζωή των Ελλήνων μεταναστών. Κι αυτό δεν περιορίζεται στην αναπαραγωγή των τραγουδιών που οι μετανάστες μεταφέρουν μαζί τους στην Αμερική από τους τόπους καταγωγής τους, αλλά επεκτείνεται στη δημιουργία, εκτέλεση και ηχογράφηση πρωτότυπων τραγουδιών, καινούργιων, δηλαδή ελληνικών τραγουδιών made in America! Κι απ’ αυτή τη διεργασία διαμορφώνεται ένα παράλληλο ρεύμα λαϊκής μουσικής πέρα από τον Ατλαντικό, από Έλληνες μετανάστες στις ΗΠΑ. Πάνω από χίλια ελληνικά τραγούδια πρωτοηχογραφούνται στην Αμερική! Κι όταν αυτά μεταφέρονται με τους δίσκους 78 στροφών στην Ελλάδα, από μετανάστες που επιστρέφουν, προκαλούνται αναπάντεχες χημικές αντιδράσεις.

Με χαρακτηριστικότερο και επιδραστικότερο το παράδειγμα του κομματιού «Μινόρε του τεκέ» του Τζακ Γκρέγκορι ή Ιωάννη Χαλικιά που πυροδοτεί απρόσμενες επιταχύνσεις στην μορφολογία, την εκδήλωση και καθιέρωση του ρεμπέτικου τραγουδιού στην ελλαδική επικράτεια. Τελικά, μετά από πολλές ζυμώσεις, με υλικό από Πόλη, Σμύρνη, Αμερική και από τα αστικά κέντρα της Ελλάδας, το λαϊκό τραγούδι κατασταλάζει και αποκτάει νέα μορφή και πιο ανεξάρτητο ύφος και περιεχόμενο καθώς διαφοροποιείται από το σμυρνέικο που προέρχεται από την ίδια μεγάλη μήτρα της ανατολικής Μεσογείου.

(Ομιλία στην πλατεία Εξαρχείων, στις 26 Μαΐου 2022, για την παρουσίαση του βιβλίου-κόμικ «Ρεμπέτικο – Ιστορία και Πρωταγωνιστές» του Νίκου Κουφόπουλου, διανομή «Εκδόσεις των Συναδέλφων»)

Συνεχίζεται

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!